RSS

Κεφαλαιοκρατισμός – προτεσταντισμός – προτεσταντική ηθική

30 Apr

Θρησκεία και χρήμα [..]Το νέο στοιχείο στη σύγχρονη κοινωνία ήταν τώρα πως οι άνθρωποι έφτασαν να ωθούνται προς την εργασία όχι τόσο από εξωτερική πίεση όσο από εσωτερικό καταναγκασμό. Αναμφίβολα ο καπιταλισμός δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί χωρίς αυτή τη διοχέτευση του μεγαλύτερου μέρους της ενεργητικότητας του ανθρώπου προς την κατεύθυνση της εργασίας.
[..]Οι σοσιαλιστικές θεωρίες πέρασαν στην Ορθόδοξη Ανατολή, γιατί εκεί ήταν γνωστές από χρόνια απόψεις για την δικαιοσύνη, την ισότητα, την αγάπη κλπ. Οι θεωρίες του σοσιαλισμού – μαρξισμού είναι δύσκολο να επικρατήσουν στον δυτικό χώρο, γιατί εκεί κυριαρχεί το άτομο και σε αυτές τις ατομοκρατικές αντιλήψεις ευδοκιμεί ο Καπιταλισμός. Επομένως, ο Καπιταλισμός δεν μπορεί να χωρέσει στην διδασκαλία και τον τρόπο ζωής που επικρατεί στην Ρωμηοσύνη. Είναι γέννημα του δυτικού ανθρώπου και είναι προορισμένος γι’ αυτόν.

——————————————————————-

(με έμφαση στις υποσημειώσεις)

Ο κεφαλαιοκρατισμός ή καπιταλισμός [i] είναι φαινόμενο του δυτικού ανθρώπου και η ανάπτυξή του διευκολύνθηκε τα μέγιστα από τις υλικές και πνευματικές [ii] συνθήκες που ίσχυσαν στη δύση με την ανάδυση του ανθρώπου της αναγέννησης μετά από το μεσαίωνα.

Ο προτεσταντισμός [iii] (protest=διαμαρτυρία) διαμόρφωσε συγκεκριμένη αντίληψη περί εργασίας, και προϊόν του προτεσταντικού ανθρώπου υπήρξε ο καπιταλισμός, που έμελε να εξελιχθεί σε μία από τις βασικότερες ‘παραγωγικές δυνάμεις’ · τόσο σημαντική για την ανάπτυξη του βιομηχανικού συστήματος όσο ο ατμός και ο ηλεκτρισμός.

Το μεσαίωνα ο άνθρωπος εργαζόταν κάτω από μια συγκεκριμένη ανάγκη και ένα συγκεκριμένο σκοπό. Να κερδίσει το ψωμί του. Δεν υπήρχε ανάγκη, όπως τόνιζε ιδιαίτερα ο Max Weber, [iv] να δουλεύει κανείς περισσότερο από όσο ήταν απαραίτητο για την εξασφάλιση του πατροπαράδοτου βιοτικού επιπέδου.

Η κατάρρευση του μεσαιωνικού συστήματος της φεουδαρχικής κοινωνίας είχε βασική σημασία για όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Το άτομο αφέθηκε ελεύθερο μεν αλλά μόνο και αποδυναμωμένο. Η ελευθερία αυτή είχε διπλό αποτέλεσμα. Ο άνθρωπος ήταν ελεύθερος να ενεργήσει και να σκεφτεί ανεξάρτητα, να γίνει αφεντικό του εαυτού του και να διαθέσει τη ζωή του όπως νόμιζε, όχι όπως του επέβαλαν. Ταυτόχρονα όμως στερήθηκε τη σιγουριά που απολάμβανε, το αδιαφιλονίκητο αίσθημα πως ανήκε κάπου, και λύθηκαν οι δεσμοί του με τον κόσμο που ικανοποιούσε την εκ μέρους του αναζήτηση σιγουριάς· τόσο οικονομικής όσο και πνευματικής. Αισθάνθηκε να τον πλημμυρίζει η μοναξιά και το άγχος. Αυτά τα δύο είδη ελευθερίας είχαν διαφορετική βαρύτητα, ανάλογα με το επίπεδο των διαφόρων κοινωνικών τάξεων της τότε κοινωνίας.

Η πιο πετυχημένη τάξη της κοινωνίας επωφελήθηκε σε βαθμό που να αποκτήσει αληθινό πλούτο και δύναμη. Στα μέλη της δόθηκε η δυνατότητα να επεκταθούν, να κατακτήσουν, να κυβερνήσουν και να συσσωρεύσουν πλούτη σαν αποτέλεσμα της δραστηριότητας και των λογικών υπολογισμών τους. Αυτή η νέα αριστοκρατία του πλούτου σε συνδυασμό με την αριστοκρατία καταγωγής βρέθηκε σε θέση που μπορούσε να απολαμβάνει τους καρπούς της νέας ελευθερίας και να αποκτήσει ένα νέο αίσθημα κυριαρχίας και ατομικής πρωτοβουλίας.

Από την άλλη μεριά, οι κατώτερες τάξεις επιδόθηκαν σε μία νέα αναζήτηση ελευθερίας και παρωθούνταν από την έντονη ελπίδα πως θα θέσουν τέρμα στην ολοένα μεγαλύτερη οικονομική και προσωπική καταπίεση. Θα έχαναν πολύ λίγα και θα κέρδιζαν πολλά. Δεν ενδιαφέρονταν για τις δογματικές ταχυδακτυλουργίες αλλά μάλλον για τις θεμελιώδεις αρχές της βίβλου. Οι ελπίδες τους πήραν ενεργητική μορφή στις πολιτικές εξεγέρσεις και τα θρησκευτικά κινήματα που χαρακτηρίζονται από το ίδιο πνεύμα αδιαλλαξίας που χαρακτήριζε την αρχική περίοδο του χριστιανισμού. [v]

Η έμφαση στη δύναμη της ατομικής δραστηριότητας και βούλησης συναντιέται και στις θεολογικές διδασκαλίες της καθολικής εκκλησίας του τέλους του μεσαίωνα. Οι Σχολαστικοί [vi] αυτής της περιόδου δεν εξεγέρθηκαν κατά της εξουσίας και αποδέχτηκαν την καθοδήγησή της. Τόνιζαν όμως το θετικό νόημα της ελευθερίας, τη συμμετοχή του ανθρώπου στον καθορισμό της μοίρας του, τη δύναμή του, την αξιοπρέπειά του και την ελευθερία της βούλησής του.

Η δυτική θεολογία πορεύτηκε σε καινούρια μονοπάτια, βασιζόμενη στην ορθολογική επεξεργασία των αληθειών της πίστης. Σταδιακά, ο ορθολογισμός μονοπώλησε τον τρόπο προσέγγισης του Θεού στην Δύση. Η παπική Εκκλησία εγκλωβίστηκε σε μια συγκεκριμένη φιλοσοφική Σχολή και ταυτίστηκε με αυτή. Έτσι, όταν οι επιστημονικές ανακαλύψεις του Κοπέρνικου, του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα επέφεραν την κατάρρευση της δυτικής μεσαιωνικής σκέψης, η παπική Εκκλησία αισθάνθηκε απειλημένη και αντέδρασε με βίαιο τρόπο. Εξαιτίας αυτών των εξελίξεων, ένας ολότελα καινούριος πολιτισμός έχει γεννηθεί στην Δύση.

Ο προτεσταντισμός συνθηκολόγησε μπροστά στην κοσμική εξουσία και διέγραψε την βασική του αρχή σύμφωνα με την οποία «η κοσμική εξουσία δεν δικαιολογείται να υπάρχει αν έρχεται σε αντίθεση με τις ηθικές αρχές». Και κάνοντας όλα αυτά, κατέστρεψε τα στοιχεία εκείνα που αποτέλεσαν τα βάθρα της ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης. [vii]

Στον Καλβινισμό, [viii] αρχικά η σημασία της ηθικής προσπάθειας [ix] αποτελούσε σημαντικό μέρος του θρησκευτικού δόγματος. Αργότερα όμως, οι συνθήκες οδήγησαν τον διαμαρτυρόμενο άνθρωπο στο να δώσει μεγαλύτερη σημασία στην επαγγελματική προσπάθεια [x] και τα αποτελέσματά της. Δηλαδή στην επιχειρηματική επιτυχία ή αποτυχία. Η επιτυχία ήταν σημάδι θείας χάρης. Η αποτυχία σημάδι θείας καταδίκης.[xi] Το νέο στοιχείο στη σύγχρονη κοινωνία ήταν πως οι άνθρωποι έφτασαν να ωθούνται προς την εργασία όχι τόσο από εξωτερική πίεση όσο από εσωτερικό καταναγκασμό. Αναμφίβολα ο καπιταλισμός δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί χωρίς αυτή τη διοχέτευση του μεγαλύτερου μέρους της ενεργητικότητας του ανθρώπου προς την κατεύθυνση της εργασίας.

Ο ανερχόμενος καπιταλισμός [xii] μολονότι σήμαινε και για τη μεσαία τάξη μεγαλύτερη ανεξαρτησία και πρωτοβουλία, αποτελούσε περισσότερο απειλή. Στις αρχές το 16ου αιώνα το άτομο της μεσαίας τάξης δεν μπορούσε ακόμα να αξιοποιήσει την «νέα ελευθερία» εξασφαλίζοντας αρκετή δύναμη και σιγουριά. Η ελευθερία συνεπαγόταν περισσότερο απομόνωση και προσωπική ασημαντότητα παρά δύναμη και βεβαιότητα. Παράλληλα τον πλημμύριζε έντονη μνησικακία για την πολυτελή διαβίωση και τη δύναμη των εύπορων τάξεων περιλαμβανομένης και της ιεραρχίας της καθολικής εκκλησίας.

Η διαμόρφωση του νέου χαρακτήρα, που ήταν αποτέλεσμα των οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών και ενισχυόταν από τα θρησκευτικά δόγματα, έγινε με τη σειρά του σημαντικός παράγοντας στη διάπλαση της παραπέρα κοινωνικής και οικονομικής εξέλιξης.[xiii]

Οι ιδιότητες εκείνες που πήγαζαν από αυτή τη διαμόρφωση χαρακτήρα, την υποχρέωση προς την εργασία, το πάθος της αποταμίευσης, η προθυμία να μετατρέψεις τον εαυτό σου σε όργανο για την επιτυχία σκοπών μιας εξω-προσωπικής εξουσίας, ο ασκητισμός [xiv] και η επιβαλλόμενη αίσθηση του καθήκοντος, ήταν ακριβώς τα γνωρίσματα εκείνα του χαρακτήρα που αναδείχθηκαν σε παραγωγικές δυνάμεις της καπιταλιστικής κοινωνίας και χωρίς τα οποία θα ήταν αδιανόητη η σύγχρονη οικονομική και κοινωνική εξέλιξη.

Μια εποχή δεν αρχίζει αυτόματα, αλλά η αρχή της προϋπάρχει στην προηγούμενή της εποχή. Επί διακόσια και πλέον χρόνια (από τις πρώτες δεκαετίες του 14ου μέχρι τα μέσα του 16ου αι.) οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής διανόησης αντιλαμβάνονταν ότι η εποχή τους διαφοροποιούνταν ριζικά από τους αιώνες που προηγήθηκαν.
Ο Weber δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος για την πορεία του συγχρόνου πολιτισμού. Έβλεπε τις κοινωνίες να οργανώνονται σε όλο και περισσότερο ορθολογιστικά πρότυπα, εξ αιτίας των οποίων να διοικούνται όλο και περισσότερο γραφειοκρατικά και να υφίστανται στο εσωτερικό τους αυξανόμενες διαφοροποιήσεις των λειτουργιών τους με βάση όλο και πιο πολύπλοκα συστήματα κανονισμών και διαδικασιών. Με τον τρόπο αυτό, θεωρούσε πως το τελικό αποτέλεσμα του ασκητικού καπιταλισμού ξέφευγε από κάθε έλεγχο, καθώς το “απαλό πέπλο” της Προτεσταντικής ηθικής “η μοίρα αποφάσιζε να το κάνει σιδερένιο κλουβί” (1958, σελ. 182).

ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΑ

Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Μαξ Βέμπερ στο βιβλίο του αναφέρει ότι ο Λούθηρος «με την αυξανόμενη ανάμιξη σε εγκόσμιες υποθέσεις συμβαδίζει χέρι με χέρι η αυξανόμενη εκτίμηση του επαγγέλματος». Η ταύτιση της εργασίας, που είναι, βέβαια, απαραίτητη για τον άνθρωπο, με την εξειδίκευση των επαγγελμάτων, συντελεί κατά τους Προτεστάντες στην επιβεβαίωση της Χάριτος του Θεού μέσα στον άνθρωπο και, βέβαια, στην επίγνωση ότι ανήκει κανείς στους εκλεκτούς του Θεού. Πέρα από αυτήν την μεταφυσική θεώρηση της εξειδίκευσης, το επάγγελμα τίθεται και σε ωφελιμιστικά πλαίσια, τα οποία καλλιεργούν το πνεύμα του Καπιταλισμού. Η δεξιοτεχνία του εργάτη βοηθά στην ποιοτική και ποσοτική βελτίωση της παραγωγής, εξυπηρετείται το γενικό καλό, δημιουργείται η δυνατότητα μεγαλυτέρου κέρδους, κερδίζεται περισσότερος χρόνος. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Baxter: «έξω από ένα σταθερό επάγγελμα τα επιτεύγματα της εργασίας ενός ανθρώπου είναι ασταθή και ευκαιριακά και σπαταλιέται περισσότερος χρόνος σε οκνηρία παρά σε εργασία». Τελειώνοντας αυτήν την ανάλυση της συνδέσεως που κάνει ο Max Weber μεταξύ της προτεσταντικής ηθικής και του πνεύματος του Καπιταλισμού, πρέπει να σημειώσουμε κάτι που ο ίδιος ο Max Weber υπογραμμίζει εμφαντικά. Στους μεταρρυθμιστές δεν μπορεί κανείς να βρει ότι σκοπός της ζωής τους ήταν να θεμελιώσουν κοινωνίες με «ηθικό πολιτισμό». Στο κέντρο των ενδιαφερόντων τους δεν ήταν «προγράμματα ηθικοκοινωνικών μεταρρυθμίσεων», αλλά κυρίως ενδιαφέρονταν για την σωτηρία της ψυχής. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί δογματικά ότι το καπιταλιστικό πνεύμα προέκυψε μόνον από την επίδραση της Μεταρρυθμίσεως, καθώς επίσης ότι «ο καπιταλισμός σαν οικονομικό σύστημα, είναι δημιούργημα της Μεταρρύθμισης». Εκείνο που θέλει να υποστηρίξει είναι ότι οι θρησκευτικές ιδέες επέδρασαν στην ποιοτική διαμόρφωση και την ποσοτική εξάπλωση του πνεύματος του Καπιταλισμού πάνω στον κόσμο.

Οι απόψεις του Max Weber που διατυπώθηκαν μάλιστα σ’ έναν ορισμένο χώρο, δηλαδή στον δυτικό, δημιούργησαν μεγάλη συζήτηση. Υπήρξαν επιστήμονες που ενστερνίσθηκαν αυτές τις απόψεις, ότι, δηλαδή, το πνεύμα του Καπιταλισμού έχει σχέση με την προτεσταντική ηθική, καθώς επίσης υπήρξαν και άλλοι που αρνήθηκαν ότι υπάρχει σχέση μεταξύ αυτών των δύο πραγματικοτήτων. Πέρα από αυτές τις δύο απόψεις διατυπώθηκαν και πολλές άλλες. Το γεγονός είναι ότι το βιβλίο αυτό του Max Weber δημιούργησε μεγάλη συζήτηση, η οποία εξακολουθεί και στις ημέρες μας. Επομένως, πρόκειται για ένα βιβλίο που δημιούργησε ζυμώσεις, γιατί διακρίνεται για πρωτοτυπία.

– Όλα αυτά δείχνουν ότι, το πνεύμα του Καπιταλισμού προϋπήρχε του Προτεσταντισμού, αλλά όμως, όπως παρατηρεί και ο Fanfani, ο Προτεσταντισμός άσκησε θετική επίδραση για την καθιέρωση του Καπιταλισμού και αυτό, βέβαια, παρά την θέληση των Μεταρρυθμιστών.

–     Ο Tawney, υποστηρίζει ότι το καπιταλιστικό πνεύμα προϋπήρχε του Προτεσταντισμού αλλά δέχεται ότι υπήρχε μια γενικότερη σχέση αιτιότητας ανάμεσα στην Προτεσταντική Μεταρρύθμιση και την άνοδο του Καπιταλισμού. Μάλιστα διατυπώνει την άποψη ότι και μεταξύ των Προτεσταντικών ομάδων υπάρχει σαφής διαφορά. Για παράδειγμα ισχυρίζεται ότι, ενώ ο Παπισμός και ο Λουθηρανισμός διακρίνονται για μια συντηρητική στάση, αντίθετα ο Καλβινισμός έφερε μια επανάσταση, από την άποψη ότι απευθυνόταν σε μια ήδη διαφορετική οικονομία από αυτήν του Μεσαίωνα και χρησιμοποιούσε αυτήν ως βάση για την ηθική του θεωρία. Ο Λουθηρανισμός εξιδανίκευσε την αγροτική, παραδοσιακή κοινωνία, ενώ ο Καλβινισμός ήταν ένα κίνημα της πόλης, που δεν έβλεπε καχύποπτα την ενασχόληση με το εμπόριο και την χρηματοδότηση. Επομένως, σύμφωνα με τον Tawney, στο σύνολό του ο Προτεσταντισμός χωρίς να είναι η αιτία του Καπιταλισμού, εν τούτοις εξελίχθηκε ως ο σημαντικός υπηρέτης της ανάπτυξής του. Αυτό φαίνεται από το ότι ο μεν Καλβινισμός δεν απέρριπτε όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Καπιταλισμού, όπως τα αναλύει διεξοδικά ο Max Weber, αλλά επέμενε να τα χρησιμοποιεί για την δόξα του Θεού, καθώς επίσης ότι απελευθέρωνε την οικονομική δραστηριότητα της μεσαίας τάξης και με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε μια νέα κοινωνία, ο δε Πουριτανισμός ερχόταν σε αντίθεση με τον Φεουδαλισμό και το απολυταρχικό Κράτος, έτσι, εμμέσως μπορούμε να κάνουμε λόγο για σχέση μεταξύ του πνεύματος του Καπιταλισμού και της προτεσταντικής ηθικής.

Γενικά, οι περισσότεροι δέχονται ότι, καίτοι ο Καπιταλισμός προϋπήρχε του Προτεσταντισμού, εν τούτοις ο τελευταίος άσκησε θετική επίδραση στην καθιέρωσή του. Όσα ισχυρίζονται ο Max Weber και ο Troeltsch, κατά τον Hyma έχουν ίσως εφαρμογή στους νεοκαλβινιστές της Αγγλίας και της Αμερικής, όχι όμως και στον Καλβινισμό του Καλβίνου. Τα ενδιαφέροντα του Καλβίνου ήταν πνευματικά και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι από τις τριάντα χιλιάδες σελίδες κειμένων του, μόνον οι πενήντα ασχολούνται με οικονομικά προβλήματα. Το ότι κάποιοι Καλβινιστές από τον 17ο αιώνα και μετά παραδόθηκαν στην λατρεία του Μαμμωνά (στην Καινή Διαθήκη, είναι η απληστία ή ο υλικός πλούτος, και κατά τον Μεσαίωνα συχνά προσωποποιείται ως θεότητα και μερικές φορές περιλαμβάνει τους επτά πρίγκιπες της κόλασης) δεν σημαίνει ότι ο Καλβινισμός τους οδήγησε εκεί, αλλά απλώς ότι είχαν πάψει να είναι Χριστιανοί. Ο Καλβινισμός απέρριψε την απαγόρευση του τόκου που είχε επιβάλει ο Καθολικισμός βοήθησε στην παραγωγική διακίνηση του χρήματος και, βέβαια, στην αύξησή του.

Από την παράθεση των απόψεων εκείνων που κρίνουν την θεωρία του Max Weber φαίνεται ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση να απορρίψη κανείς την άμεση ή έμμεση σχέση που υπάρχει μεταξύ του πνεύματος του Καπιταλισμού και της Προτεσταντική ηθικής. Μπορεί κανείς να έχει διαφορετικές επί μέρους αντιρρήσεις, αλλά εν τούτοις υπάρχει ένας έμμεσος επηρεασμός. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται από την μελέτη των απόψεων των πιο πάνω ερευνητών.

–     Διατυπώθηκε ακόμη η άποψη ότι ο Καπιταλισμός δεν έχει τόσο σχέση με την Προτεσταντική ηθική, αλλά με το πνεύμα του Ιουδαϊσμού. Αυτό υποστηρίχθηκε από τον Werner Sombart, κατά τον οποίο η κυρία πηγή του πνεύματος του Καπιταλισμού ήταν η κοινωνική στάση και η οικονομική πράξη που σχετίζεται με τον Ιουδαϊσμό. Είναι δε γνωστό το επιχειρησιακό πνεύμα του Εβραίου.

Ο Hyma ισχυρίζεται ότι ο Max Weber έδωσε λαθεμένη έμφαση στις διαφορές Καθολικισμού και Προτεσταντισμού, ενώ έχουν ομοιότητες σε πολλά σημεία, κυρίως στα δύο βασικά θέματα του τόκου και της εργασίας. Κοινή βάση και των δύο αυτών μορφών του Χριστιανισμού είναι οι διδασκαλίες του ιερού Αυγουστίνου. Ο Hyma ισχυρίζεται ότι σύγχρονοι Προτεστάντες πιστεύουν ότι ο Καθολικισμός έχει απομακρυνθεί από τον Αυγουστίνο. Στην πραγματικότητα όμως μετά από δύο αιώνες σχετικού παραμερισμού, ο Αυγουστίνος επανήλθε σε εξέχουσα θέση στην Καθολική σκέψη κατά τον 16ο αιώνα. Η θεωρία του Αυγουστίνου περί του απόλυτου προορισμού, με την μικρή τροποποίηση που υπέστη από τον Λούθηρο και τον Καλβίνο, έγινε αποδεκτή από πολλούς στην Καθολική Εκκλησία την εποχή εκείνη.

Τελικά, το βαθύτερο πνεύμα του δυτικού Χριστιανισμού είναι ο ατομικισμός. Αυτό ακριβώς δείχνει τον στενό σύνδεσμο του Καπιταλισμού με τον δυτικό τρόπο ζωής. Προϋπήρχε, βέβαια, αυτό το πνεύμα του Καπιταλισμού και στον Παπισμό, αλλά τελικά οι Προτεστάντες με την βίωση της ελευθερίας και την καλλιέργεια της ελεύθερης σκέψης, το ανέπτυξαν ακόμη περισσότερο.

–       Σε προηγούμενες αναλύσεις είδαμε ότι ο Max Weber αναλύει διεξοδικά την σχέση μεταξύ της προτεσταντικής ηθικής και του πνεύματος του Καπιταλισμού. Ιδιαίτερα εξετάζει τον Καλβινισμό, τον πιετισμό, τον μεθοδισμό και τις βαπτιστικές αιρέσεις και αποδεικνύει ότι, παρά τις επί μέρους διαφορές τους, έχουν το ίδιο περιεχόμενο, εμποτίζονται από τον απόλυτο προορισμό, ο οποίος επηρέασε την ατομική και κοινωνική ζωή.

–       Οι σοσιαλιστικές θεωρίες πέρασαν στην Ορθόδοξη Ανατολή, όπου επικρατούσε η Ορθοδοξία, γιατί εκεί ήταν γνωστές από χρόνια απόψεις για την δικαιοσύνη, την ισότητα, την αγάπη κλπ.
Οι θεωρίες του σοσιαλισμού – μαρξισμού είναι δύσκολο να επικρατήσουν στον δυτικό χώρο, γιατί εκεί κυριαρχεί το άτομο. Και σε αυτές τις ατομοκρατικές αντιλήψεις ευδοκιμεί ο Καπιταλισμός. Επομένως, ο Καπιταλισμός δεν μπορεί να χωρέσει στην διδασκαλία και τον τρόπο ζωής που επικρατεί στην Ρωμηοσύνη. Είναι γέννημα του δυτικού ανθρώπου και είναι προορισμένος γι’ αυτόν.

–       Η θεωρία του απολύτου προορισμού είναι απόβλητη από την θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας. Ο Θεός δεν παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου και όσοι θελήσουν μπορούν να γίνουν υιοί του Θεού. Όταν ο άνθρωπος ακολουθήσει μια συγκεκριμένη μέθοδο θεραπείας, τότε μπορεί να φθάσει στην θεοπτία. Έτσι, γνωρίζει τον Θεό, αποκτά ανιδιοτελή αγάπη και αγαπά όλον τον κόσμο.

–       Η εργασία κάθε ανθρώπου δεν είναι αυτοσκοπός στην ζωή του. Είναι χρήσιμη, απαραίτητη για να μη περιπίπτει στην ακηδία, καθώς επίσης και αναγκαία για να τρέφει ο άνθρωπος αυτούς που έχει υπό την προστασία του, αλλά δεν είναι ο μοναδικός του σκοπός. Θεωρείται ότι είναι δώρο Θεού, και πρέπει να εξασκήται ευχαριστιακά.

–       Η ορθόδοξη άσκηση δεν αποβλέπει στην εκπλήρωση των καθηκόντων έναντι του Θεού, ούτε στην επιβεβαίωση ότι ανήκει κανείς στην αριστοκρατία των εκλεκτών, αλλά στην ελευθέρωση του νοός από την υποδούλωση του στα κτίσματα.
————————–

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i]                       Η λέξη Καπιταλισμός προέρχεται από την λέξη capital και δηλώνει το κεφάλαιο. Με τον όρο, λοιπόν, Καπιταλισμό εννοούμε τον κεφαλαιοκρατισμό και με τον όρο καπιταλιστή τον κεφαλαιοκράτη. Πρόκειται για ένα σύστημα που αξιοποιεί το κεφάλαιο, που αν το δούμε όπως τ’ αναλύει ο Max Weber, δεν είναι τόσο μονοσύνθετο.
Ειδικότερα, ο Weber επεχείρησε να δείξει πώς ο καπιταλισμός, ένα δόγμα οικονομικής συμπεριφοράς, μπορεί να θεωρηθεί έκφραση κι επέκταση του ασκητικού προτεσταντισμού, ενός συστήματος ιδεών που εμφορείται από αρχές αντίθετες του καπιταλισμού. Αυτός ήταν ο στόχος του κλασικού έργου του Weber για την Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού (που πρωτοεκδόθηκε το 1904-5). Στη μελέτη του αυτή ο Weber ξεκινούσε με την παρατήρηση ότι στην Ευρώπη των χρόνων του, κι ιδιαίτερα στην Γερμανία, οι Προτεστάντες ήταν δυσανάλογα πολλοί μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστών, των επιχειρηματιών και των υψηλόβαθμων εξειδικευμένων εργατών. Επίσης, παρατηρούσε ότι στις χώρες με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη του καπιταλισμού (όπως η Ολλανδία, η Αγγλία κι οι βορειοανατολικές πολιτείες των ΗΠΑ) ανθούσε ιδιαίτερα ο Προτεσταντισμός.
Ο Weber ισχυριζόταν ότι ο Λουθηρανισμός, μια από τις πρώτες μορφές του Προτεσταντισμού, που πρωτοεμφανίστηκε στην βόρεια Γερμανία και τη Σκανδιναβία, είχε αναπτύξει την πρωταρχική ιδέα, που οδηγούσε στη μεθοδευμένη επιδίωξη του πλούτου, την βασική, δηλαδή, προϋπόθεση του καπιταλισμού. Αυτή η ιδέα ήταν το “κάλεσμα” για την εργασία, που διαμόρφωνε την προσωπική δέσμευση για την εργασία μέσω της καλλιέργειας της κλίσης του επαγγέλματος. Το δεύτερο βήμα προς τον καπιταλισμό το ανελάμβανε, σύμφωνα με τον Weber, ο Καλβινισμός, που διαδόθηκε από τον Ελβετό θεολόγο Jean Calvin κι είχε μεγάλη επιρροή στην Αγγλία, τη Σκοτία και τις Βρετανικές αποικίες του Νέου Κόσμου. Για τον Καλβινισμό, η σωτηρία δεν προερχόταν πια από την εκκλησία και τα ιερά μυστήρια αλλά εξαρτιόταν από τον εσωτερικό κόσμο του πιστού και τον βαθμό ανάπτυξης της πίστης του. Αντίθετα, ο Καθολικισμός δεν απαιτούσε κανέναν ιδιαίτερο βαθμό εσωτερίκευσης της πίστης, αρκεί ο πιστός να πήγαινε στην εκκλησία, να μετείχε των μυστηρίων και να έκανε καλές πράξεις.

[ii]                      Η θεολογική διαφοροποίηση της Δύσης από την Ανατολή δημιούργησε προβλήματα στον δυτικό χώρο. Η θεολογική αυτή απόκλιση, δεν παρέμεινε μόνον στο θεωρητικό και δογματικό επίπεδο, αλλά έγινε τρόπος ζωής. Οι δυτικές εκκλησίες στο θεωρητικό και θεολογικό επίπεδο έχουν επηρεασθεί από τις θεωρίες του ιερού Αυγουστίνου (354-430), που ανέπτυξε την θεωρία περί του απολύτου προορισμού, σύμφωνα με την οποία όλοι οι άνθρωποι από την φύση τους είναι αμαρτωλοί και ανεπίδεκτοι προόδου, όμως, ο Θεός εκλέγει αιωνίως μερικούς από αυτούς, οι οποίοι τελικά ως εκλεκτοί του Θεού σώζονται, όχι κατά την δική τους αξία, αλλά κατά την ανεξερεύνητη βουλή του Θεού. Επομένως, ο Θεός δεν στέλλει τη χάρη Του σε όλους τους ανθρώπους, αλλά μόνον στους εκλεκτούς Του, που τους εξέλεξε και τους προόρισε για τα αιώνια αγαθά, και αυτοί δεν είναι γνωστοί από κανέναν άλλο, παρά μόνον από τον Θεό. Οι Μεταρρυθμιστές της δυτικής εκκλησίας του 16ου αιώνα επηρεάσθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την θεωρία του ιερού Αυγουστίνου για τον απόλυτο προορισμό του ανθρώπου και αυτό καθόρισε ολόκληρη την θεολογική σκέψη και την πρακτική ζωή.
Για τον Max Weber, είναι «οι θρησκευτικές βάσεις του εγκόσμιου ασκητισμού», ο οποίος εγκόσμιος ασκητισμός εκφράζει και διαμορφώνει το λεγόμενο πνεύμα του Καπιταλισμού. Παρατηρεί ότι οι βασικοί φορείς του ασκητικού Προτεσταντισμού, που είναι ο καλβινισμός, ο πιετισμός, ο μεθοδισμός και διάφορες, πολλές άλλες, διέπονται από την ίδια προβληματική. Όλες αυτές οι Προτεσταντικές ομάδες διαποτίζονται από την θεωρία του Αυγουστίνου για τον απόλυτο προορισμό του ανθρώπου.
Η εφαρμογή της εσωτερικής κατάστασης χάριτος στο Καλβινιστικό δόγμα σήμαινε ότι ο πιστός, για να δοξάσει τον Θεό, θα έπρεπε να ασχολείται με εγκόσμιες δραστηριότητες, να προσφέρει τις υπηρεσίες του προς την κοινότητα και να δουλεύει σκληρά. Οι καλές πράξεις ήταν τα μέσα, με τα λόγια του Weber, “όχι για την αγορά της σωτηρίας αλλά για την απαλλαγή από τον φόβο της θείας καταδίκης” (1958, σελ. 115). Πέρα από τις καλές πράξεις, ο Καλβινισμός δίδασκε και την αποφυγή των κακών πράξεων, δηλαδή, απαιτούσε υψηλό βαθμό αυτοπειθαρχίας. Για το λόγο αυτό, ένας τυπικός Προτεστάντης έπρεπε να δουλεύει σκληρά αλλά και να είναι ηθικός και λιτοδίαιτος, που σήμαινε, να μην έκανε σπατάλες και να συσσώρευε το κέρδος του. Λόγω της ασκητικής ζωής του, η εργασία του απέφερε περισσότερα από όσα μπορούσε ο ίδιος να καταναλώσει για τις ανάγκες του. Το κέρδος που περίσσευε το επένδυε πάλι στην εργασία του και με τον τρόπο αυτό αναπτυσσόταν η επιχείρησή του. Με άλλα λόγια, πάνω στις αρχές της Προτεσταντικής ηθικής ετίθεντο σε λειτουργία οι βάσεις της καπιταλιστικής συμπεριφοράς.
Έτσι, ο Weber συνέδεε τον ασκητικό Προτεσταντισμό με την ανάπτυξη του καπιταλισμού μέσω των εξής τριών ηθικών κανόνων, που απέρρεαν από την Καλβινιστική διατύπωση του Προτεσταντισμού. Ο πρώτος ήταν ο κανόνας της εργατικότητας και της φιλοπονίας, για να ακολουθήσει ο πιστός το θρησκευτικό κάλεσμα. Ο δεύτερος κανόνας ήταν η απάρνηση των υλικών αγαθών, για να αφοσιωθεί ο πιστός στις καλές πράξεις και την ηθική ζωή. Κι ο τρίτος κανόνας ήταν η εποικοδομητική χρησιμοποίηση του κέρδους, για να μετασχηματισθούν τα υλικά κέρδη σε σύμβολα της δόξας του Θεού. Από τους κανόνες αυτούς, δεν είναι καθόλου δύσκολο να δούμε πώς ευδοκιμούσε ο καπιταλιστής επιχειρηματίας με το να αποφεύγει να κάνει το οικονομικό κέρδος αυτοσκοπό αλλά μόνο μέσο για την αναπαραγωγή κι επέκταση των δραστηριοτήτων της επιχείρησής του.

[iii]          Ο Καλβίνος, ο Ελβετός Ζβίνγκλι (Ulrich Zwingli) και ο Λούθηρος, (ο καθένας εκ των οποίων ασκούσε επιρροή και σε ένα διαφορετικό εκκλησιαστικό ρεύμα) θεωρούνται από τους κυριότερους εκπροσώπους της εκκλησιαστικής αναμόρφωσης του 16ου αιώνα. Ήρθαν σε ρήξη με την Καθολική Εκκλησία, η οποία τους κατηγορεί ότι διέσπασαν την ενότητα της εκκλησίας. Εκείνοι όμως εξεγέρθηκαν όχι κατά της «μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής εκκλησίας», αλλά «Διαμαρτυρόμενοι» (Protest) κατά των καταχρήσεων και ετεροδιδασκαλιών που διαμέσου των αιώνων είχαν εισχωρήσει στην εκκλησία των ημερών τους. Η μεταρρύθμιση και διάσπαση της Εκκλησίας προέκυψε από την κατάπτωση και διαφθορά που είχε γίνει κανόνας στην πλειοψηφία των καθολικών επισκόπων και κυρίως στον πάπα και το περιβάλλον του. Η διαμαρτυρία (Protest), γι’ αυτή την κατάσταση, αρχικά δεν απέβλεπε στη διάσπαση αλλά στον εξαναγκασμό των εκκλησιαστικών «πατέρων» να εγκαταλείψουν τον έκλυτο βίο και να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στην κοινωνική αδικία.

Ο Μαρτίνος Λούθηρος ύστερα από μελέτη της προς Ρωμαίους επιστολής του αποστόλου Παύλου πείστηκε πως η σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου ήταν αποτέλεσμα μόνο της Θείας Χάρης και της πίστης, κι όχι των αγαθών ή μη έργων. Η λουθηρανή Εκκλησία πρέσβευε μεταξύ άλλων και τα εξής βασικά δόγματα, που η μετεξέλιξή τους θα διαμόρφωνε το δυτικό πολιτισμό στη μορφή που τον ξέρουμε σήμερα: “η Αγία Γραφή μπορεί να ερμηνεύεται κατά συνείδηση. Η ιεροσύνη δεν είναι ιδιαίτερο μυστήριο. Ιεροσύνη έχουν όλοι οι Χριστιανοί γενικά, άρα όλοι μπορούν να ασκούν το έργο του Ιερέως. Το μοναδικό μυστήριο που είναι πραγματικό και ολοκληρωμένο είναι το βάπτισμα.” Με τα επόμενα έργα του ο Λούθηρος μεγάλωσε το χάσμα, ενώ βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στη Γερμανία, αλλά και σε άλλες χώρες της βόρειας κυρίως Ευρώπης. Σύντομα ο Προτεσταντισμός έπαψε να είναι ενιαίο δόγμα. Δημιουργήθηκαν διάφορες παραλλαγές του, απ’ τις οποίες πιο σημαντικές είναι αυτή των ζβιγγλιανών (από τον ιδρυτή της Ζβίγγλιο) και των καλβινιστών (απο τον Καλβίνο). Οι παραλλαγές αυτές ξεκίνησαν από την Ελβετία, αλλά διαδόθηκαν και σε άλλες χώρες, όπως στη Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία κλπ. Μια βασική διαφορά των Ζβιγγλιανών και Καλβινιστών με τους Λουθηρανούς είναι πάνω στο θέμα της σωτηρίας του ατόμου. Οι Λουθηρανοί πιστεύουν ότι ο άνθρωπος σώζεται με την πίστη του, ενώ οι άλλοι λένε πως σώζονται μόνο εκείνοι που εκ των προτέρων έχει καθορίσει ο Θεός (Απόλυτος Προορισμός). Η θέση αυτή ((άμεσα συνδεδεμένη με την δικονομία) που την είχε και ο καθολικισμός) σαν απόλυτη ορθολογική ερμηνεία της παντογνωσίας του θεού, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: αυτός που είναι προορισμένος να σωθεί, θα σωθεί οπωσδήποτε· αυτός που είναι προορισμένος να μη σωθεί, δεν πρόκειται να σωθεί ότι και αν κάνει.

[iv]                     Max Weber, (1864-1920) Γερμανός κοινωνιολόγος, ο οποίος δίδαξε κοινωνιολογία στο Βερολίνο, στο Φρεϊμβούργο (Freiburg), στην Χαϊδελβέργη, στην Βιέννη και στο Μόναχο. Η κλασική κοινωνιολογία οφείλει πολλά στις έρευνες του Γερμανού κοινωνιολόγου Max Weber το δεύτερο μισό του δεκάτου ενάτου και τις αρχές του εικοστού αιώνα. Η βασική συνεισφορά του Weber ήταν ότι προσέγγιζε τη σχέση πραγματικότητας και ιδεών με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από τις κυρίαρχες φιλοσοφικές τάσεις του δεκάτου ενάτου αιώνα, του εμπειρισμού και του μαρξισμού. Στα συγγράμματά του ο Max Weber προσδίδει μεγάλη σημασία, αξία και σπουδαιότητα και αναπτύσσει την θέση του ότι τα χαρακτηριστικά της οικονομίας προσδιορίζονται από τον θρησκευτικό παράγοντα. Αυτός ακριβώς ο παράγοντας, συνετέλεσε στο να κλονισθούν τα θεμέλια του ιστορικού υλισμού, του Marx και του Engels. Ο Max Weber στο βιβλίο του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του Καπιταλισμού» θα αναπτύξει τη θέση ότι, κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση έγινε μια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Κέντρο της ζωής του ανθρώπου έγινε ο ορθός λόγος και με αυτόν ο άνθρωπος ρύθμιζε όλες τις εκδηλώσεις και τις ενέργειές του. Οι θρησκευτικές ιδέες και συγκεκριμένα οι ιδέες της Μεταρρυθμίσεως επέδρασαν στην ανάπτυξη ενός οικονομικού πνεύματος. Στην διαφοροποίηση αυτή συνετέλεσε πολύ ο Προτεσταντισμός με την ρασιοναλιστική θεώρηση των θεμάτων της ζωής. Στον Max Weber η αφετηριακή σκέψη είναι ότι η ορθολογική οργάνωση της εργασίας και των οικονομικών αγαθών συνδέεται στενά με τους Προτεστάντες και όχι τόσο με τους «Καθολικούς». Μιλώντας για τους πιετιστές και γενικά για τις προτεσταντικές αδελφότητες, τονίζει ότι εκτός του ότι ήταν κέντρα αποστολών, ταυτόχρονα ήταν και επιχειρήσεις. Επόμενο ήταν να οδηγήσουν τα μέλη τους στην αναζήτηση καθήκοντος και έπειτα στην προσεκτική και συστηματική εκτέλεσή του. Το γεγονός είναι ότι η θεωρία του απολύτου προορισμού εκλογίκευσε την ζωή, συστηματοποίησε τις κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες και τοποθέτησε τον άνθρωπο μέσα στο πλαίσιο της εφαρμογής των καθηκόντων που είχε. Ακριβώς δε αυτά τα σημεία συνετέλεσαν στην εξέλιξη του λεγομένου πνεύματος του Καπιταλισμού. Ο Max Weber δίνει μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι αν προσέξει κανείς την στατιστική των επαγγελμάτων, σε χώρες όπου υπάρχει μικτή θρησκευτική σύνθεση, θα διαπιστώσει ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων που είναι κάτοχοι του κεφαλαίου και είναι επιχειρηματίες, όπως επίσης τα ανώτερα στρώματα των ειδικευμένων εργατών και το μορφωμένο προσωπικό των επιχειρήσεων, είναι Προτεστάντες. Δηλαδή, εν σχέσει με τους «Καθολικούς», οι Προτεστάντες πλειοψηφούν στις επιχειρήσεις και σε κατοχή κεφαλαίου. Βέβαια, αυτό πιθανόν να ερμηνεύεται από το ότι αυτή η κατάσταση, και κυρίως όταν εξετάζεται κατά χώρα, οφείλεται σε ιστορικά αίτια, ότι, δηλαδή, τον 16ο αιώνα η πλειονότητα των πλουσίων πόλεων έγιναν Προτεστάντες. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να εξηγηθεί πως πλούσιες περιοχές είχαν προδιάθεση για μια εκκλησιαστική επανάσταση, και μάλιστα οι προχωρημένες οικονομικά χώρες.

[v]                      Ο Προτεσταντισμός ή Διαμαρτύρηση, το χριστιανικό κίνημα που εμφανίστηκε το 16ο αιώνα στη Γερμανία, και από εκεί εξαπλώθηκε στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, αποτέλεσε τη «θρησκευτική μεταρρύθμιση» στη δυτική εκκλησία. Πρωτεργάτης των διαμαρτυρόμενων ήταν ο Γερμανός μοναχός Μαρτίνος Λούθηρος (Martin Luther 1483-1546), με αίτιο την ανάμειξη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην κοσμική εξουσία. Έτσι οδήγησε ένα τμήμα της ήδη σχισματικής και με αιρετικές δοξασίες ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, σε ακόμη μεγαλύτερη πνευματική περιπέτεια και σε ένα άνευ προηγουμένου κατακερματισμό, από τον οποίο προήλθαν οι εκατοντάδες παραφυάδες που υπάρχουν σήμερα. Η τακτική του υποστηρίχθηκε απ’ τους άρχοντες κι απ’ τα φτωχότερα στρώματα της αγροτιάς που δέχονταν την καταπίεση του κλήρου. Αφορμές για ξεσηκωμό υπήρξαν πάμπολλες, λέγεται όμως ότι η σπίθα που άναψε την πυρκαγιά προέκυψε, όταν φτωχοί αγρότες συνέλαβαν και κρέμασαν στη νότια Γερμανία ένα επίσκοπο, ο οποίος ερχόταν με συνοδεία από τη Ρώμη για να πουλήσει «συγχωροχάρτια»· ήταν βεβαιώσεις του πάπα, ότι ο κάτοχος και πληρωτής είχε απαλλαγεί από τις αμαρτίες του. Το 1517 ο Μαρτίνος Λούθηρος άρχισε τη διαμαρτύρηση του κατά της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Ο πάπας αφόρισε το Λούθηρο κι αυτός έκαψε δημόσια τις “βούλες” του πάπα. Έτσι άρχισε μια διαμάχη, που έμελλε να τελειώσει μόνο με την απόσπαση των προτεσταντών από την καθολική Εκκλησία. Η εξέλιξη των αντιπαραθέσεων έμελε να οδηγήσει στη δημιουργία ενός από τους τρεις μεγάλους κλάδους του Χριστιανισμού, μαζί με τον Ρωμαιοκαθολικισμό και την Ορθοδοξία.

[vi]          Περί το 1000 μ.Χ. ο δυτικο-ευρωπαϊκός πολιτισμός βρισκόταν στον πυθμένα του βυθού όπου είχε βουλιάξει. Γαλουχημένος, από τα σκοτάδια του Παπισμού και της επεκτεινόμενης βαρβαρότητας, ο κλήρος είχε καταστεί κατά το πλείστον βίαιος, ανήθικος και με ολοένα μεγαλύτερα κοσμικά ενδιαφέροντα. Είχε διαφθαρεί από τον πλούτο και τη δύναμη που χρωστούσε στις ευεργεσίες των πιστών. Η θεολογία της Δύσης αποκομμένη από την θεολογία των Πατέρων, συνδέθηκε με τις θεωρίες των φιλοσόφων. Τότε, μέσα από τα μοναστικά τάγματα, ξεπρόβαλαν οι σχολαστικοί φιλόσοφοι και οδήγησαν στην Αναγέννηση, όπου γεννήθηκε ο νέος κόσμος της δύσης. Σχολαστικισμός ονομάζεται το φιλοσοφικό ρεύμα ή μαθησιακή μέθοδος η οποία αποσκοπούσε στη συμφιλίωση της σκέψης των αρχαίων κλασικών φιλοσόφων, (Αριστοτέλης, Πλάτωνας κ.α.) με την μεσαιωνική θεολογία και, γενικότερα, στην ερμηνεία των φυσικών φαινομένων με βάση τις χριστιανικές αρχές. Στην αρχή η σχολαστική φιλοσοφία βασιζόταν στη φιλοσοφία του Πλάτωνα και ονομάζονταν σχολαστικοί επειδή είχαν σαν εργασία την ενασχόληση με τις επτά ελεύθερες τέχνες (τη μουσική, τη γραμματική, την ρητορική, την αριθμητική, τη γεωμετρία, τη θεολογία και τη φιλοσοφία). Αργότερα όμως προσπάθησαν να συνδυάσουν τις αρχές τους με τις φιλοσοφικές θεωρίες του Αριστοτέλη. Ο σχολαστικισμός άκμασε στη διάρκεια του 13ου αι, αλλά το 14ο αι. άρχισε να σημαίνει την αυστηρή ενασχόληση με τα κείμενα με αποτέλεσμα την άρνηση της πραγματικότητας, και από τη μη ρεαλιστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας επήλθε και η παρακμή του. Διδασκόταν στα μεσαιωνικά πανεπιστήμια από τον 12ο ως τον 14ο αιώνα. Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι επικρατεί μια θεολογική φιλοσοφία, κάθε δηλαδή στοχασμός φιλοσοφικός πρέπει να συμφωνεί με την θεολογία και την θρησκευτική πίστη της εποχής, που αποτελεί και τη βασική αρχή του Σχολαστικισμού. Σχολαστική περίοδος (900-1500 μ.Χ. περίπου. Με το τέλος της Σχολαστικής περιόδου, ολοκληρώνεται η φιλοσοφία και Ψυχό-λογία του χρονικού διαστήματος του Μεσαίωνα. Καλλιεργήθηκε από Ρωμαιοκαθολικούς μοναχούς, και σημαντικότεροι εκπρόσωποί του θεωρούνται οι : Πέτρος Αβελάρδος (1079-1142), Φραγκίσκος της Ασίζης (1182-1226), Ρογήρος Βάκων (1214-1294), Μποναβεντούρα (1221-1274), Θωμάς Ακινάτης (1225-1274).

[vii]                     Το πνεύμα της εποχής εκείνης ήταν πνεύμα φανατισμού και μισαλλοδοξίας, ενώ οι θηριωδίες της παπικής ιεράς εξετάσεως είχαν συνηθίσει τους ανθρώπους με την ιδέα της αμείλικτης τιμωρίας των αιρετικών. Η καθολική εκκλησία που τραντάχτηκε συθέμελα από τις μεταρρυθμιστικές κινήσεις στην Ευρώπη, έθεσε σε λειτουργία τις συνήθεις μεθοδεύσεις περιθωριοποίησης των αποστατών και αντιπάλων του πάπα. Ο Λούθηρος κατηγορήθηκε ως αιρετικός (εκείνους τους αιώνες μια βαρύτατη κατηγορία), γιατί αμφισβητούσε το αλάθητο του πάπα και των συνόδων και σε προπαγανδιστικά φυλλάδια παρίστανε τον Λούθηρο (αργότερα και τον Καλβίνο) ως διάβολο επάνω σε λερναία ύδρα με σώμα αλόγου και τις ιδέες του ως εισιτήριο για την κόλαση. Πολλοί ηγεμόνες στις γερμανικές χώρες αξιοποίησαν τη συγκυρία για να περιορίσουν την επιρροή τού πάπα στο γερμανόφωνο χώρο. Αυτή είναι η περίοδος (1521) που ο Λούθηρος υποθάλπτεται από τον ηγεμόνα Φρειδερίκο το Σοφό στο δυσπρόσιτο πύργο Wartburg στο Eisenach της Θουριγγίας και μεταφράζει σε 11 εβδομάδες την Καινή Διαθήκη από τα ελληνικά, όχι πια στα λατινικά, αλλά στα γερμανικά. Μέχρι τότε, τα θεολογικά και επιστημονικά βιβλία που κυκλοφορούσαν ήταν μόνο στα λατινικά! Αυτή η μεταφραστική δουλειά του Λούθηρου είχε σημαντικές πολιτισμικές επιπτώσεις στην κεντρική Ευρώπη και στη Δύση γενικότερα. Οι Λουθηρανοί λεηλατούσαν συστηματικά τα περιουσιακά στοιχεία των πάμπλουτων εκκλησιών και μοναστηριών που είχαν μείνει πιστά στον πάπα. Με τα χρήματα που μάζευαν χρηματοδοτούσαν την έκδοση ενημερωτικών και προπαγανδιστικών φυλλαδίων στα πάμπολλα τυπογραφεία που λειτουργούσαν από δεκαετιών ήδη στις γερμανικές χώρες, οργάνωναν εκπαιδευτικά προγράμματα για νέους ιερείς και ιεροκήρυκες. Αυτές οι ενέργειες περιόριζαν ακόμα περισσότερο την επιρροή των καθολικών, αφού ο λαός προσχωρούσε εκεί που υπήρχε το χρήμα. Η αναταραχή με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση του Λούθηρου έδωσε αφορμή και σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, ιδίως στους αγρότες, να εκδηλώσουν τη δυσφορία τους για τις συνθήκες υποτέλειας και εξάρτησης, στις οποίες ζούσαν. Συνέπεια της λουθηρανικής επανάστασης μπορεί να θεωρηθεί και ο λεγόμενος «Πόλεμος των Χωρικών» (1524-25) που απλώθηκε σ’ ολόκληρη τη νότια και κεντρική Γερμανία, συνοδευόμενος απ’ όλη την αγριότητα που χαρακτήριζε τους πολέμους εκείνης της εποχής. Στη Γερμανία σκοτώθηκαν περίπου 130.000 χωρικοί. Τα κίνητρα που οδήγησαν τον καταπιεσμένο αγροτικό κόσμο να εξεγερθεί, συνοψίζονται στην «πλήρη σχεδόν παραμέληση των συμφερόντων των αγροτών από τις κυρίαρχες τάξεις (μονάρχες, φεουδάρχες, εκκλησιαστικοί άρχοντες, αστοί). Οι εξαθλιωμένοι χωρικοί εξέλαβαν την αντίθεσή του Λούθηρου με την Παπική Εκκλησία ως επανάσταση, κι επηρεάστηκαν από αυτήν, περιμένοντας υποστήριξη στον ξεσηκωμό τους, ενώ ο τρόπος με τον οποίο ο Λούθηρος αντιμετώπισε την εξέγερση είναι αμφιλεγόμενος: χαρακτήρισε δίκαια τα αιτήματα των χωρικών, δεν ενθάρρυνε όμως την ένοπλη εξέγερση, και όταν αυτή έγινε, παρότρυνε τους ηγεμόνες να τους συντρίψουν. Ιστορικοί θεωρούν την κίνησή του πολιτική, μιας και γνώριζε ότι παρόμοιες εξεγέρσεις στο παρελθόν δεν είχαν καμία τύχη, και τον συνέφερε να συμμαχήσει με τους ηγεμόνες που ήταν ως τότε υποχείρια του παπισμού, ώστε αυτοί να προσχωρήσουν στον Προτεσταντισμό και να στηρίξουν τη Μεταρρύθμιση, παρά με τους χωρικούς, που δεν είχαν ελπίδες επικράτησης. Ήδη το 1514 είχαν ξεκινήσει ανατρεπτικές κινήσεις, οι οποίες οδήγησαν προοδευτικά σε μακρόχρονους αγροτικούς και θρησκευτικούς πολέμους που κατέληξαν ένα αιώνα αργότερα στον ονομαζόμενο ‘τριακονταετή πόλεμο’, ο οποίος ήταν και ο τελευταίος θρησκευτικός πόλεμος στην Ευρώπη. Για την ιστορία, με την Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, σαφώς χαμένος ήταν ο Ρωμαιοκαθολικισμός αφού ο Λουθηρανισμός και ο Καλβινισμός έπαψαν να θεωρούνται αιρέσεις και οι πιστοί τους να οδηγούνται στην πυρά. Ο Λούθηρος θα δημοσιεύσει το 1543 ένα φυλλάδιο με τον τίτλο «Wider die Juden und ihre Lugen» «Για τους Ιουδαίους και τα ψέματα τους», προτείνοντας «… την απαγόρευση της ιουδαϊκής λατρείας» και παρότρυνε τους Χριστιανούς να καταστρέψουν τα εβραϊκά σπίτια και τις συναγωγές, να σωπάσουν τους ραβίνους με την ποινή του θανάτου, να κατασχέσουν τον εβραϊκό πλούτο, και να υποχρεώνουν τους νεαρούς Εβραίους σε σκληρή χειρωνακτική εργασία». Οι Εθνικοσοσιαλιστές επιδείκνυαν αυτό το βιβλίο του Λούθηρου στις δημόσιες συγκεντρώσεις της Νυρεμβέργης. Τα γραπτά του τα χρησιμοποίησε ο Χίτλερ προκειμένου να δικαιολογήσει την Ναζιστική πολιτική. Η λουθηρανική παγκόσμια ομοσπονδία καταδίκασε τον αντισημιτισμό του Λούθηρου το 1984»
Στην Ελβετία από το 1541 έως το 1555 και στον αγώνα για την «αλήθεια» και την κατάκτηση του «βασιλείου του θεού», ούτε ο Καλβίνος γνώριζε πραότητα και έλεος, με τον εξοστρακισμό και τη δολοφονία διαφόρων αντιπάλων του για να ολοκληρώσει το έργο που είχε βάλει ως στόχο του. Την ίδια εποχή που οι Καθολικοί έκαιγαν στην πυρά «αναθεματισμένους αιρετικούς και μάγισσες», οι Διαμαρτυρόμενοι έπνιγαν σε λίμνες και ποτάμια «βδελυρούς αποστάτες» της χριστιανικής διδασκαλίας. Με τέτοιες προϋποθέσεις δεν είναι περίεργο που η θρησκευτική μεταρρύθμιση, όπου επικράτησε και έγινε καθεστώς, βυθίστηκε στην ίδια αδιαλλαξία και αλαζονεία για τα οποία κατηγορούσαν προηγουμένως την καθολική εκκλησία. Αντί της προσδοκώμενης απελευθέρωσης, δημιούργησαν και οι προτεσταντικές εκκλησίες ένα δύσκαμπτο εκκλησιαστικό μηχανισμό, ομοίωμα των μεσαιωνικών προτύπων σε Ανατολή και Δύση.

[viii]         «Καλβινισμός». Ο Γάλλος Ιωάννης Καλβίνος (Johannes Calvin 1509-1564) αγωνιζόταν για την επικράτηση μιας αυστηρής τάξης στη ζωή που θα συνοδευόταν από σκληρή εργασία και χριστιανική εσωτερικότητα. Στην Γενεύη ο Καλβίνος ήταν ποιμήν, κήρυκας, δάσκαλος θεολογίας, επιθεωρητής σχολείων και αρχηγός της μεγάλης αναμορφωτικής κινήσεως, όχι μόνο στην Ελβετία αλλά και στις άλλες χώρες. Ονομάστηκε από πολλούς τότε «ο Πάπας της Γενεύης». Ήθελε στενή σχέση και συνεργασία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, αλλά καθεμία από αυτές κυρίαρχη στις αρμοδιότητές της. Ήθελε η πολιτεία και η εκκλησία να έχουν σαν υπέρτατο γνώμονα της δράσεώς τους το αποκαλυμμένο θέλημα του Θεού, την Αγία Γραφή. Ήθελε την εκκλησία να ενισχύει ηθικά την πολιτεία ενώ την πολιτεία να ενισχύει κοσμικά την εκκλησία. Αυτή ήταν η θεοκρατία του Καλβίνου· θεοκρατία στην οποία επικρατούσε η θρησκεία (όχι η εκκλησία). Εάν λάβουμε υπόψη ότι κατά το Καλβινικό σύστημα στην διοίκηση της εκκλησίας συμμετέχει και ο λαός, η θεοκρατία του αποδεικνύεται λαοκρατική και όχι ιεροκρατική όπως την ήθελε και την θέλει ο παπισμός.

[ix]                      Ο Καλβίνος ήταν πολύ αυστηρός με το θέμα της εκκλησιαστικής πειθαρχίας πράγμα στο οποίο συνεπικουρούσε και η κοσμική εξουσία που με την έμπνευση του εξέδιδε και εφάρμοζε αυστηρότατες διατάξεις σχετικές με τα ήθη και την κοινωνική συμπεριφορά των πολιτών. Όχι μόνον απαγορεύονταν και τιμωρούνταν αυστηρά οι παρεκτροπές όπως η μέθη, η χαρτοπαιξία, η βλασφημία, και η ακολασία, αλλά ακόμα και η πολυτέλεια της ενδυμασίας, η σπατάλη σε γιορτές και γεύματα, οι χοροί και τα λαϊκά τραγούδια. Οι νόμοι όριζαν ακόμα και πόσα φαγητά επιτρεπόταν να παρατεθούν στα ιδιωτικά γεύματα, ενώ η ανάγνωση κοινών βιβλίων και μυθιστορημάτων απαγορευόταν. Οριζόταν η ποινή του θανάτου για τους μοιχούς, τους αιρετικούς, τους ειδωλολάτρες και τους βλάσφημους. Η φοίτηση στην εκκλησία ήταν υποχρεωτική, ενώ η αστυνομία ήταν επιφορτισμένη στον να επιβλέπει για την αυστηρή εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας όφειλαν μία φορά τουλάχιστον το χρόνο να ελέγχουν την πίστη και τα ήθη κάθε οικογένειας.

[x]                      Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Καλβίνου, ο βαθμός της θεϊκής επιλογής κάθε ανθρώπου προκύπτει από τις οικονομικές επιτυχίες του! Ενάντια σε πολλαπλές αντιδράσεις κατάφερε να δημιουργηθεί η μεταρρυθμιστική «καλβινιστική» εκκλησία πάνω στις ιδέες του. Αυτές οι ιδέες πιστεύεται ότι επηρέασαν αποφασιστικά την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη στην Ευρώπη και στην Αμερική. Από την Γενεύη του Καλβίνου έφυγαν οι ακτίνες μίας συστηματοποιημένης αναμορφώσεως που παρήγαγε τη Πρεσβυτεριανή εκκλησία της Σκωτίας, τις αναμορφωμένες εκκλησίες της Αγγλίας, της Ολλανδίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Βοημίας και εν μέρει της Γερμανίας, αναζωογόνησαν και ενθάρρυναν τους Βαλδένσιους της Ιταλίας και τους Ουγενότους της Γαλλίας, ενώ αργότερα μετέδωσε τα φώτα της αναμορφώσεως στη Βόρεια Αμερική.

[xi]                      Ο προτεσταντισμός, έχοντας σαν απόλυτη θέση τη παραδοχή του απόλυτου προορισμού (ο θεός έχει προ-ορίσει ποιος θα σωθεί και ποιος όχι) και καταργώντας τον κλήρο και την εξομολόγηση, δηλαδή εκείνο το μέσο που ο απλός πιστός μπορούσε να διαγνώσει εάν είναι από τους εσωσμένους ή μη εσωσμένους, στέρησε τη δυνατότητα ’αντικειμενικής’ πληροφόρησης του, ποιος είναι τι. Ο πιστός έπρεπε πια να βρει ένα άλλο αντικειμενικό μέτρο, και οι προτεστάντες θεολόγοι όρισαν ότι αυτό το μέτρο είναι η επιτυχία στην εργασία. Δηλαδή αν είσαι προορισμένος να σωθείς θα φανεί στη δουλειά σου, στα κέρδη σου. Αυτό αμέσως λειτούργησε σαν κριτήριο για να συσσωρευθούν χρήματα σαν αυτοσκοπός. Έτσι πρώτος ο προτεστάντης άρχισε να βλέπει μέσα στο χρήμα το ναι ή το όχι του θεού στη ζωή του. Ζώντας ο ίδιος εντελώς λιτά ή και ασκητικά, προκειμένου να βλέπει τα χρήματά του να αυξάνουν, άρχισε να τον ενδιαφέρει η συσσώρευση του κεφαλαίου και έτσι να έχει τη σιγουριά ότι η ευλογία του θεού είναι μαζί του. Βέβαια, κάποτε αυτή η συνάρτηση (συσσώρευση κεφαλαίου και αναμονής σωτηρίας) αδυνάτισε και ο καπιταλισμός αυτονομήθηκε. Δημιουργήθηκαν οι θεωρητικοί του καπιταλισμού και έκτοτε στέκεται ως καθεαυτόν σύστημα που υπακούει στους ειδικούς του νόμους, αρχές και κανόνες, γεννώντας μια άλλη στάση και ένα άλλο νόημα ζωής. Ένας νέος πολιτισμός! Είναι πολύ σημαντικό εδώ να επισημάνουμε ότι στην ανατολική εκκλησία δεν υπήρξαν ποτέ αυτές οι καταβολές.

[xii]                    Ο καλβινισμός, αλλά και όλες σχεδόν οι προτεσταντικές ομάδες, έδωσε μεγάλη σημασία στην εγκόσμια δραστηριότητα. Πως εξηγείται όμως η απόσταση του ατόμου από το περιβάλλον του; Το δόγμα του απολύτου προορισμού όπως λέγει ο Max Weber, δημιούργησε στους ανθρώπους το «αίσθημα μιας ανήκουστης εσωτερικής μοναξιάς του μεμονωμένου ατόμου». Κατά τον Καλβίνο, ο κόσμος υπάρχει μόνον για την δόξα του Θεού. Ο εκλεκτός Χριστιανός υπάρχει στον κόσμο μόνο και μόνο για να συντελεί στην αύξηση της δόξας του Θεού. Ο εκλεκτός προσφέρει κοινωνικό έργο, γιατί αυτό απαιτεί ο Θεός για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής. Επομένως, οι Καλβινιστές εργάζονται κοινωνικά, εξασκούν επαγγελματική εργασία μόνο για την μέγιστη δόξα του Θεού. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε και την αγάπη προς τον πλησίον. Η κοινωνική προσφορά και η αγάπη γίνεται για την ωφελιμότητα του ανθρωπίνου γένους. Μία παραλλαγή του καλβινισμού, ο πουριτανισμός, συνέβαλε στην εκκοσμίκευση των θεολογικών απόψεων του Καλβίνου: Η υλική ευημερία των ανθρώπων είναι απόδειξη ότι ανήκουν στα εκλεκτά τέκνα του θεού. Η κατάκτηση του παραδείσου πέρναγε λοιπόν μέσα από σκληρή εργασία και οικονομική επιτυχία. Οι ιδέες λοιπόν του Καλβίνου έγιναν ευνοϊκά δεκτές από τους επιχειρηματίες της εποχής, γιατί έβλεπαν με ευχαρίστηση ότι οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις αποκτούσαν και πνευματικό κίνητρο εντατικοποίησης της εργασίας τους, πέρα από το μισθό. Αυτή η απρόσωπη ωφελιμιστική εργασία και προσφορά συντελεί στην δόξα του Θεού. Η υπερβατικότητα του Θεού οδήγησε τον πουριτανό στην πλήρη υπαρξιακή απομόνωση, στην αρνητική στάση απέναντι σε όλα τα συγκινησιακά στοιχεία που υπάρχουν στον πολιτισμό και στην θρησκεία, και απετέλεσε πραγματικά τις ρίζες του πιο απαισιόδοξου ατομισμού. Γίνεται έτσι φανερό ότι οι ανθρωπολογικές και πρακτικές συνέπειες του δόγματος του απολύτου προορισμού καλλιεργούν έναν ευσεβιστικό ατομισμό, κατευθύνουν τον άνθρωπο σε μια πνευματική και κοινωνική μοναξιά. Ευρισκόμενος ο άνθρωπος στην διελκυστίνδα μεταξύ της αβεβαιότητος και της βεβαιότητος για την σωτηρία του (για το εάν είναι ή όχι από τους εκλεκτούς), καταλάβαινε πολύ καλά ότι κανένας δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Γιατί όταν η κοινωνική προσφορά είναι απρόσωπη, τότε στην πραγματικότητα πρόκειται για κοινωνικό ατομισμό. Αυτός ο ατομισμός, που έγινε τρόπος ζωής, συνετέλεσε πολύ στην δημιουργία του πνεύματος του Καπιταλισμού, αφού ο Καπιταλιστής στρέφεται στον εαυτό του, κλείνεται ερμητικά σε αυτόν και δεν βλέπει τους άλλους, και αυτός ο ατομικιστικός τρόπος ζωής αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες του πνεύματος του Καπιταλισμού. Αυτές οι ιδέες επηρέασαν αποφασιστικά την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη στην Ευρώπη και αργότερα στην Αμερική.

[xiii]                     Όταν οι δυτικοί αντελήφθησαν ότι δεν υπάρχει ο λεγόμενος κόσμος των ιδεών, πάνω στον οποίο στηριζόταν και ότι οι ιδέες δεν μπορούν να αποδειχθούν επιστημονικώς, τότε οδηγήθηκαν στην άρνηση του ιδεαλισμού και δημιούργησαν τα υλιστικά συστήματα.

[xiv]                    Κάθε θρησκεία έχει την ασκητική της. Στους Προτεστάντες θα βρούμε μια διαφοροποιημένη ασκητική ζωή από ότι στην Ορθόδοξη – Ρωμαίικη Παράδοση. Αυτός ο ασκητικός τρόπος ζωής συντονίζεται με το πνεύμα του Καπιταλισμού. Ο Max Weber για να προσεγγίσει το θέμα χρησιμοποιεί τις απόψεις του Richard Baxter για την ρεαλιστική του τοποθέτηση, πράγμα άλλωστε που τον φέρνει στην κορυφή ανάμεσα στους φιλολογικούς εκπροσώπους της πουριτανικής ηθικής, παγκοσμίως. Ο Baxter θεωρεί ότι η κτήση του πλούτου είναι επικίνδυνη, γιατί ενέχει τον κίνδυνο της χαλάρωσης. Η χαλάρωση φέρνει ανάπαυση και απόλαυση, και, η ανάπαυση και η απόλαυση δεν συντελούν στην δόξα του Θεού. Η δόξα του Θεού επιτυγχάνεται με την δράση. «Πρώτη και σοβαρότερη από όλες τις αμαρτίες είναι η σπατάλη του χρόνου». Καθήκον του ανθρώπου είναι να επιβεβαιώσει την ‘θεϊκή προεπιλογή’ του ως εκλεκτός. Ο Baxter θεωρούσε την αδιάκοπη πνευματική και σωματική εργασία, ως αυτοσκοπό της ζωής του ανθρώπου. Ο πλούσιος δεν πρέπει να αρκείται στα χρήματα που έχει, αλλά να εργάζεται, γιατί αυτό είναι εντολή του Θεού.

Ο πλουτισμός μέσα σε ορισμένα πλαίσια είναι επιτρεπτός. Ως καρπός του επαγγέλματος και όταν δεν γίνεται αφορμή για απόλαυση και τεμπελιά (αμαρτία). Δηλαδή, ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί τον πλούτο για αργία και αμαρτωλή απόλαυσή είναι κακός, αλλά αν ο πλούτος είναι καρπός του καθήκοντος του επαγγέλματος και δεν οδηγεί στην αμαρτωλή ζωή, τότε είναι χρήσιμος και επιβεβλημένος. (Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι διακρίνεται μια σύνδεση της ηθικής του πουριτανισμού με την εβραϊκή αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η κατοχή πλούτου εθεωρείτο ένδειξη της αγάπης και της εύνοιας του Θεού στους εκλεκτούς του.) Αυτός όμως, ο ιδιότυπος ασκητισμός, για το Max Weber, επεκτείνεται και σε ένα άλλο επίπεδο σαν παραπάνω προσφορά του πουριτανικού ασκητισμού στον Καπιταλισμό. Προσέφερε επιμελείς εργάτες που εργάζονταν ενσυνειδήτως και ευσυνειδήτως αφού έβλεπαν «την εργασία και τη φιλοπονία σαν καθήκον τους απέναντι στο Θεό». Η προτεσταντική αυτή αντίληψη «ερμήνευσε την επιχειρηματική δραστηριότητα του εργοδότη σαν επάγγελμα». Οικονομία, λοιπόν, εργασία και αποδοτικότητα, συγκέντρωση του κεφαλαίου… ήδη μιλάμε για την πεμπτουσία του Καπιταλισμού! Βλέπουμε λοιπόν ότι το καθήκον του Προτεστάντη για το επάγγελμα, που το θεωρεί εντολή του Θεού, η ταύτιση της εργασίας με το επάγγελμα, που είναι αυτοσκοπός του ανθρώπου, αποτέλεσε την βάση της εξελίξεως και αναπτύξεως του καπιταλιστικού πνεύματος.

ΠΗΓΕΣ:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΒΙΝΟΣ, του Δημητρίου Μ.Καλοποθάκη
-ΕΤ3- Ανιχνεύσεις: Η πνευματική κρίση που προηγήθηκε της οικονομικής και ο δυτικός καπιταλισμός7/4/2010
Ιστορία της Τεχνολογίας, του Στ. Γ. Φραγκόπουλου, Δρ.Μηχ., Καθηγητή ΤΕΙ Αθήνας,
-Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας: Οι Σχολαστικοί, Russell, Bertrand
Προτεσταντισμός: Από τη Βικιπαίδεια,
Ο Καπιταλισμός ως γέννημα της Δυτικής Μεταφυσικής, Σεβ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου, Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί» σελ 123-184
-UNESCO, «Ιστορία της Ανθρωπότητας», τόμ. 11
-ΟΟΔΕ/Προτεσταντισμός
-Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Απόστολου Βακαλόπουλου, Θεσσαλονίκη 1968.
Απόλυτος προορισμός: Από τη Βικιπαίδεια,
ΕΠΙΣΤΗΜΗ – ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΑ, Μωυσή Α. Μπουντουρίδη

 

Tags: , , , , , , , , , , , ,

9 responses to “Κεφαλαιοκρατισμός – προτεσταντισμός – προτεσταντική ηθική

  1. Αβερράνδος

    05/05/2015 at 20:30

    Ο ευσεβιστικός ατομισμός

    Το δόγμα του απολύτου προορισμού «στην παράφορη απανθρωπιά του», όπως χαρακτηριστικά λέγει ο Max Weber, δημιούργησε στους ανθρώπους το «αίσθημα μιας ανήκουστης εσωτερικής μοναξιάς του μεμονωμένου ατόμου». Ευρισκόμενος ο άνθρωπος στην διελκυστίνδα μεταξύ της αβεβαιότητος και της βεβαιότητος για την σωτηρία του, καταλάβαινε πολύ καλά ότι κανείς άλλος δεν μπορούσε να τον βοηθήση. Ούτε κάποιος ιερεύς μπορούσε να βοηθήση, γιατί ο κάθε εκλεκτός μπορεί να καταλάβη τον λόγο του Θεού στην καρδιά του, ούτε τα μυστήρια, γιατί μόνο δια της ατομικής πίστεως μπορεί κανείς να λάβη την Χάρη του Θεού, ούτε η Εκκλησία, αφού σε αυτήν ανήκουν και οι καταδικασμένοι, ούτε κανένας Θεός, γιατί και ο Χριστός πέθανε για τους εκλεκτούς. Ο πουριτανός τα απέρριψε όλα αυτά, ακόμη και κάθε θρησκευτική τελετή στον τάφο, για να μην αναμειχθή η πίστη του με τις δεισιδαιμονίες.

    Η υπερβατικότητα του Θεού οδήγησε τον πουριτανό στην πλήρη υπαρξιακή απομόνωση, στην αρνητική στάση απέναντι σε όλα τα συγκινησιακά στοιχεία που υπάρχουν στον πολιτισμό και στην θρησκεία, και απετέλεσε πραγματικά τις ρίζες του πιο απαισιόδοξου ατομισμού. Ακόμη και η επικοινωνία του Καλβινιστού με τον Θεό «γινόταν σε βαθιά πνευματική απομόνωση».

    Αυτός ο ατομισμός, που έγινε τρόπος ζωής, συνετέλεσε πολύ στην δημιουργία του πνεύματος του Καπιταλισμού, αφού ο Καπιταλιστής στρέφεται στον εαυτό του, κλείνεται ερμητικά σε αυτόν και δεν βλέπει τους άλλους.

    Βέβαια, πρέπει να παρατηρηθή ότι ο καλβινισμός, όπως και όλες σχεδόν οι προτεσταντικές ομάδες, έδωσε μεγάλη σημασία στην εγκόσμια δραστηριότητα. Πως εξηγείται όμως αυτή η δραστηριότητα με τον ατομισμό, την απόσταση του ατόμου από το περιβάλλον του;

    Κατά τον Καλβίνο, ο κόσμος υπάρχει μόνον για την δόξα του Θεού. Ο εκλεκτός Χριστιανός υπάρχει στον κόσμο μόνο και μόνο για να συντελή στην αύξηση της δόξας του Θεού. Ο εκλεκτός προσφέρει κοινωνικό έργο, γιατί αυτό απαιτεί ο Θεός για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής. Επομένως, οι Καλβινιστές εργάζονται κοινωνικά, εξασκούν επαγγελματική εργασία μόνο για την μέγιστη δόξα του Θεού. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε και την αγάπη προς τον πλησίον. Η κοινωνική προσφορά και η αγάπη γίνεται για την ωφελιμότητα του ανθρωπίνου γένους. Αυτή η απρόσωπη ωφελιμιστική εργασία και προσφορά συντελεί στην δόξα του Θεού.

    Είναι φανερό ότι οι ανθρωπολογικές και πρακτικές συνέπειες του δόγματος του απολύτου προορισμού καλλιεργούν έναν ευσεβιστικό ατομισμό, κατευθύνουν τον άνθρωπο σε μια πνευματική και κοινωνική μοναξιά. Γιατί και όταν η κοινωνική προσφορά είναι απρόσωπη, και τότε στην πραγματικότητα πρόκειται για κοινωνικό ατομισμό. Πιστεύουμε ότι αυτός ο ατομικιστικός τρόπος ζωής αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες του πνεύματος του Καπιταλισμού.

    Liked by 1 person

     
  2. Αβερράνδος

    05/05/2015 at 21:08

    Το καθήκον για το επάγγελμα

    Είδαμε ότι το καθήκον του Προτεστάντη για το επάγγελμα, που το θεωρεί εντολή του Θεού, η ταύτιση της εργασίας με το επάγγελμα, που είναι αυτοσκοπός του ανθρώπου, αποτέλεσε την βάση της εξελίξεως και αναπτύξεως του καπιταλιστικού πνεύματος. Πρέπει στο σημείο αυτό να παρουσιάσουμε τις απόψεις του Max Weber για το επάγγελμα κατά τον πλέον συνοπτικό τρόπο.

    Στο βιβλίο ο Max Weber αφιερώνει ένα κεφάλαιο για να μελετήση τις απόψεις του Προτεσταντισμού για το επάγγελμα, που διαμόρφωσαν αυτό που σήμερα ονομάζουμε πνεύμα του Καπιταλισμού. Το κεφάλαιο τιτλοφορείται: «η έννοια του επαγγέλματος στο Λούθηρο, καθήκον της έρευνας».

    Στην αρχή του κεφαλαίου υπογραμμίζει ότι η λέξη επάγγελμα, η οποία συνδέεται με την αγγλική λέξη calling, που περικλείει την έννοια της αποστολής που δόθηκε από τον Θεό, δεν υπήρχε στους καθολικούς λαούς, ούτε στην κλασσική αρχαιότητα, παρά μόνο στις χώρες εκείνες που πλειοψηφικά ανήκαν στους Προτεστάντες. Αυτό οφείλεται στην μετάφραση της Βίβλου. Και όχι μόνον η λέξη ήταν καινούρια, αλλά και το περιεχόμενό της είναι νέο προϊόν, που οφείλεται στην Μεταρρύθμιση.

    Το νέο περιεχόμενο που δόθηκε στην λέξη επάγγελμα είναι το χρέος που έχει ο άνθρωπος στα εγκόσμια επαγγέλματα, που είναι το ύψιστο περιεχόμενο της ηθικής δραστηριότητας.

    Στην αρχή ο Λούθηρος θεωρούσε το επάγγελμα, και γενικότερα την δραστηριότητα στον κόσμο, ως υλικό, σαν ένα φυσικό γεγονός, όπως το φαγητό και το ποτό. Αργότερα όμως η εργασία σ’ ένα επάγγελμα φαίνεται στον Λούθηρο ως έκφραση της αδελφικής αγάπης. Τελικά επεκράτησε να θεωρήται ότι είναι ο μοναδικός τρόπος ζωής που είναι υπαρκτός από τον Θεό, είναι «εκπλήρωση των εγκοσμίων υποχρεώσεων».

    Όπως σημειώνει ο Max Weber, υπάρχει μια εξελικτική πορεία στην σκέψη του Λουθήρου. Κατ’ αρχάς ήταν προσανατολισμένος στο εσχατολογικό κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, από την άποψη ότι το σύντομο της ζωής δεν μας επιτρέπει να δώσουμε μεγάλη βαρύτητα στην μορφή του επαγγέλματος. Αλλά «με την αυξανόμενη ανάμιξη σε εγκόσμιες υποθέσεις συμβαδίζει χέρι με χέρι η αυξανόμενη εκτίμηση του επαγγέλματος». Έτσι, ο Λούθηρος έβλεπε το επάγγελμα σαν μια ειδική προσταγή του Θεού για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που του επέβαλε ο Ίδιος. Το επάγγελμα ήταν άμεσο αποτέλεσμα του θείου θελήματος. Ο άνθρωπος πρέπει να δέχεται και να μένη στο επάγγελμα που του έδωσε ο Θεός. Με αυτόν τον τρόπο το επάγγελμα είναι για τον άνθρωπο ένα καθήκον που όρισε ο Ίδιος ο Θεός. Μέσα στα πλαίσια αυτά βρίσκεται «η υποταγή στην εξουσία και η παραδοχή των πραγμάτων όπως ήταν».

    Βέβαια, ο Λούθηρος δεν είχε κάποια εσωτερική σχέση και συνάφεια με το πνεύμα του Καπιταλισμού, αφού άλλωστε ο ίδιος ήταν και εναντίον της τοκογλυφίας, που είναι μια μορφή του καπιταλιστικού κέρδους. Αλλά όμως οι απόψεις του για το επάγγελμα είναι συνάρτηση των θεωρητικών θέσεων του Προτεσταντισμού για τον απόλυτο προορισμό του ανθρώπου, και φυσικά είναι συνέπειά του.

    Σε άλλα σημεία του βιβλίου του ο Max Weber λέγει ότι ο προτεσταντικός ασκητισμός είδε την εργασία ως επάγγελμα, που είναι το ύψιστο καθήκον που όρισε ο Θεός. Αυτή η ταύτιση της εργασίας με το επάγγελμα, και μάλιστα ο σύνδεσμός του με τον απόλυτο προορισμό και τις συνέπειές του, δημιούργησε πολλά προβλήματα και φυσικά είναι το βασικό κίνητρο του Καπιταλισμού. Κατά τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η επιχειρηματική δραστηριότητα του εργοδότη, σαν επάγγελμα δοσμένο από τον Θεό.

    Ο ωφελιμισμός που κυριαρχεί κατά την εξάσκηση του επαγγέλματος φαίνεται μόνο σε αυτό (το επάγγελμα) και όχι τόσο στην εργασία. Γιατί «η έλλογη επαγγελματική εργασία είναι αυτό που ο Θεός απαιτεί», και όχι η εργασία. Μέσα στην προοπτική αυτή πρέπει να δούμε και το ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να συνδυάζη πολλά επαγγέλματα και ακόμη να αλλάζη επάγγελμα, εάν αυτό είναι πιο αρεστό στον Θεό.

    Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο έλλογος επαγγελματισμός προϋποθέτει τον ορθολογικό τρόπο ζωής και συμπεριφοράς και κρίνεται με κριτήρια ωφελιμιστικά. Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα συνιστούν το λεγόμενο πνεύμα του Καπιταλισμού. Εκεί στηρίχθηκε όλη η καπιταλιστική νοοτροπία. Και φυσικά αυτά που λέμε για το επάγγελμα πρέπει να συνδεθούν στενά με το περιεχόμενο του προτεσταντικού ηθικισμού, που αναφέρθηκε προηγουμένως.

    Τελειώνοντας αυτήν την ανάλυση της συνδέσεως που κάνει ο Max Weber μεταξύ της προτεσταντικής ηθικής και του πνεύματος του Καπιταλισμού, πρέπει να σημειώσουμε κάτι που ο ίδιος ο Max Weber υπογραμμίζει εμφαντικά. Στους μεταρρυθμιστές δεν μπορεί κανείς να βρη ότι σκοπός της ζωής τους ήταν να θεμελιώσουν κοινωνίες με «ηθικό πολιτισμό». Στο κέντρο των ενδιαφερόντων τους δεν ήταν «προγράμματα ηθικοκοινωνικών μεταρρυθμίσεων», αλλά κυρίως ενδιαφέρονταν για την σωτηρία της ψυχής. Δεν μπορεί να υποστηριχθή δογματικά ότι το καπιταλιστικό πνεύμα προέκυψε μόνον από την επίδραση της Μεταρρυθμίσεως, καθώς επίσης ότι «ο καπιταλισμός σαν οικονομικό σύστημα, είναι δημιούργημα της Μεταρρύθμισης». Εκείνο που θέλει να υποστηρίξη είναι ότι οι θρησκευτικές ιδέες επέδρασαν στην ποιοτική διαμόρφωση και την ποσοτική εξάπλωση του πνεύματος του Καπιταλισμού πάνω στον κόσμο.

    Liked by 1 person

     
  3. Ιωσήφ

    27/05/2017 at 08:41

    Σας ευχαριστώ για το άρθρο σας. Πολύτιμο και τροφή για σκέψη, πολύτιμο επίσης τόσο ως δική σας προσπάθεια έκφρασης και παρουσίασης του θέματος όσο και ως προς το γεγονός ότι παρουσιάζετε συνοπτικά το θέμα. Έφτασα εδώ επειδή τον τελευταίο καιρό με απασχολεί ο ευσεβισμός σαν έννοια και σαν σύμπτωμα. Ωστόσο οφείλω να πω ότι η δυσκολία του θέματος που έχετε καταπιαστεί δεν βρίσκεται τόσο στην καταγραφή και παρουσίαση των δεδομένων και των συνεπαγωγών τους, όσο στο γεγονός ότι συνδέετε θέματα κοινονικοοικονομικά με θέματα θεολογικά που “πνευματικώς ανακρίνονται” και η οποιαδήποτε προσπάθεια να τα “παγώσει” κανείς και να τα δει σε αργή κίνηση φέρνει το σφάλμα της παρατήρησής του στο άπειρο. Με βρίσκει σύμφωνο η τοποθέτησή σας ιδιαίτερα στην πρώτη παράγραφο του επιλόγου καθώς οι πουριτανοί της Αγγλίας που παραδόθηκαν στην επίτευξη πλούτου στην ουσία λάτρεψαν έναν άλλο θεό. Την ίδια στιγμή όμως ούτε όλοι οι πουριτανοί έκαναν κάτι τέτοιο ούτε όλοι οι προτεστάντες ούτε όλοι οι χριστιανοί. Θέλω να πω ότι η παρατηρήσεις του Μαξ Βέμπερ πέρα από το γεγονός ότι πραγματικά αποτυπώνουν την εποχή του, τείνουν να είναι παντελώς ανυπόστατες στην γενίκευση τους και στην γενίκευση που παρατηρείται να τους δίνονται στις μέρες μας. Την ίδια στιγμή όλοι εμείς που ασχολούμαστε με όλα αυτά καταβάλλοντας πόρους σκέψεων έχουμε την αίσθηση ότι ασχολούμαστε με κάτι που κάνει τη ζωή μας να αξίζει. Ωστόσο εάν δεν μας λύνονται τα ερωτηματικά μας απέναντι στο ρολόι που τρέχει και στον δεκαεφτάρη που συνειδητοποιούμε ότι ζει μέσα σε ένα σώμα που όλο και περισσότερο φθείρεται τί κερδίσαμε; Μάλιστα επιτρέψτε μου να θεωρώ ότι εάν όλο αυτό μας σπρώχνει ώστε ο άγνωστος Χριστός των ευαγγελίων να γίνεται μια ολοένα και περισσότερο θαμπή φιγούρα στο βάθος του “κάδρου” μας, τότε αυτό που χάνουμε είναι συνταρακτικό. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτός διατείνεται ότι χαρίζει ζωή άλλης ποιότητας έξω από το χώρο και το χρόνο που μάλιστα δεν μπορεί να απειληθεί.

    Like

     
    • Αβερράνδος

      28/05/2017 at 20:27

      Πιστεύω πως αν μιλούσαμε για τη δική σας ή δική μου προσωπική θρησκευτική αίσθηση ή θρησκευτικό συναίσθημα θα μπορούσαμε να συζητάμε χωρίς να εμπλέκουμε τον κοινωνικοοικονομικό παράγοντα, όμως στο κοινωνικό κατασκεύασμα ακόμα κι αν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι μια θρησκεία μπορεί να υπάρχει αυθύπαρκτη εντούτοις αποτελεί τον ένα από τους πυλώνες της ίδιας της κοινωνίας μαζί με τις επιστήμες και τους θεσμούς, και ως τέτοιος επηρεάζει το κοινωνικό κατασκεύασμα. Ως εκ τούτου το κοινωνικοοικονομικό σχετίζεται ή μπορεί να σχετίζεται με το θρησκευτικό αίσθημα του λαού. Γιατί θεωρώ ότι αυτή η διάκριση είναι σημαντική; Πεποίθησή μου είναι ότι το δυναμικό μοντέλο του ανθρώπου διττά δρα και αναζητεί το μέτρο ανάμεσα σε δύο σφαίρες/διαστάσεις: την κοινωνική και την προσωπική. Η ποιότητα και το είδος του ατόμου/προσώπου εντός του κοινωνικού κατασκευάσματος έχει σημασία και είναι αυτό που κάνει να διαφέρουν οι φαύλες πολιτείες από τις αγαθές. Η αλλοτρίωση των καιρών μας θαρρώ πως σχετίζεται με το γεγονός ότι η σύγχρονη τάση είναι η μηχανιστική (Δύναμη – ύλη) σε αντιδιαστολή με τη φυσική (Λόγος – σχέση). Με άλλα λόγια, ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται την αλήθεια της οντότητας του ως ένα απειροελάχιστο μόριο εντός ενός απειρομέγιστου οργανισμού, του Ενός, του Όλου, κάτι που θα τοποθετούσε το εγώ του στη σωστή διάσταση, αλλά προσβλέποντας -κατά το πρότυπο του δυτικού αλλά καταρρέοντα υλικού πολιτισμού- στον “ιδανικό” δυτικό τρόπο ζωής, τυφλά ακολουθεί τη διαδεδομένη -αλλά σε αδιέξοδο- δυτική σκέψη που τείνει προς το μηδενισμό και την αυτοκαταστροφή. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν γίνεται αντιληπτό ότι η διαδικασία πολιτισμικής αλλαγής χρειάζεται πολύ χρόνο και πολύ αίμα ως ότου κατασταλάξει.
      Ευχάριστα προκλητικό το σχόλιό σας γιατί μου δίνει αφορμή να πάρω θέση για μια προοπτική με όραμα, και γιαυτό ευχαριστώ για την ευκαιρία, μόνο που στερούμαι χρόνο αυτή την περίοδο, αλλά θα προσπαθήσω. Κατανοητή η οπτική γωνία των αναφορών σας. Αν μη τι άλλο την ‘απορία’ την έχετε, άρα ως πρόσωπο σκεπτόμενο ερευνάτε και οδηγείστε στην αλήθεια, απ’ όπου και γνωμοδοτείτε μετά ‘λόγου’ γνώσεως. Ωστόσο, τι γίνεται με τα άτομα εκείνα του στατικού μοντέλου; Πιο το νόημα του να παραμένει ανεπηρέαστο το πλέον του 80% των ανθρώπων που δε γνωρίζει άλλο από το να καταναλώνει και να αφομοιώνει αμαχητί νέα στερεότυπα και νέες προκαταλήψεις, εκθιάζοντας ή όχι το θείο μόνο από το φόβο του απροσδιόριστου ή από άγνοια; Και τι γίνεται με τα ιστορικά μας δεδομένα -ως διαφορετικό πολιτισμικό υπόδειγμα από εκείνο της δύσης- και την απαραίτητη ανάληψη της ευθύνης μας, να δηλώσουμε, με ισχυρή ταυτότητα και με αυτοπεποίθηση που βασίζεται στη γνώση: ‘δεν ανήκω ούτε στην ανατολή αλλά ούτε και στη δύση, καθότι το ορθόδοξο μοντέλο μου είναι απλά το ‘αυθεντικό’ μας και έχει ακόμα κύκλους να κάνει, προς όφελος της ανθρωπότητας; Πότε και πως θα δει ο νυν δεκαεφτάρης ότι οι Έλληνες του μοναδικού αυτού αρχαίου πολιτισμού όταν έφθασαν -νομοτελειακά- στην κρίση τους έκαναν την υπέρβασή τους με το χριστιανισμό, περνώντας από το άτομο στο πρόσωπο, χτίζοντας έτσι ένα νέο χιλιόχρονο πολιτισμό. Μπορεί οι Έλληνες να αισθανόμαστε αλωμένοι αλλά η ιστορία δείχνει ότι οι Έλληνες αλλοτρίωσαν τους άλλους λαούς με τους δύο πολιτισμούς των, και οι οιωνοί υπαγορεύουν ακόμα ένα τρίτο! Πότε θα γίνει αυτό; Θα ξεκινήσει σύντομα, γιατί σύντομα θα ξαναανακαλύψουν τον πνευματικό τους θησαυρό οι Έλληνες, επαναπροσδιορίζοντας τις έννοιες όπως λόγου χάριν ‘Αμαρτάνω’=αστοχώ, ‘Μετανοώ’=μετά (από την αστοχία μου) καταλαβαίνω.
      Το άρθρο λοιπόν βρίσκεται σε συνέπεια με τον ουτοπικό σκοπό του ιστολογίου, που δεν είναι άλλος από το να συμβάλλει στη γένεση της απορίας, που είναι η βάση για την δυνάμει απόκτηση γνώσης που μαζί με την πίστη θα συντελέσουν στην σύνθεση του νέου πολιτισμικού οικοδομήματος επειδή η ανθρωπότητα τώρα ξανά χρειάζεται ένα νέο “ελληνικό άγγιγμα”. Όπως το δεξί μαζί με το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου επιτελούν λειτουργίες που μόνο του το ένα ημισφαίριο δεν δύναται, έτσι και ο ορθολογισμός από μόνος του χωρίς την πίστη, δεν δύναται να επιτελέσει έργο αγαθό. Το ζητούμενο πάντα ήταν και ακόμα είναι το μέτρο. Δεν εννοούσε τίποτα διαφορετικό ο Ηράκλειτος όταν ισχυρίζονταν το ‘πόλεμος πατήρ των πάντων’. Δύο αντίθετες δυνάμεις ισορροπούν δια της αρμονίας των αντιθέτων.
      Λέτε λοιπόν: <..Την ίδια στιγμή όμως ούτε όλοι οι πουριτανοί έκαναν κάτι τέτοιο ούτε όλοι οι προτεστάντες ούτε όλοι οι χριστιανοί. Θέλω να πω ότι η παρατηρήσεις του Μαξ Βέμπερ πέρα από το γεγονός ότι πραγματικά αποτυπώνουν την εποχή του, τείνουν να είναι παντελώς ανυπόστατες στην γενίκευση τους και στην γενίκευση που παρατηρείται να τους δίνονται στις μέρες μας.>
      Καμία γενίκευση αλλά μόνο δια μέσω τέτοιου είδους περιγραφής καθίσταται δυνατή (από μένα) η συνοπτική περιγραφή του θέματος αυτού. Όπως προσπαθώ να συνθέσω εδώ για να εξηγήσω την ελληνική ιδιαιτερότητα όπως την αντιλαμβάνομαι, έτσι και ο Βέμπερ προσπαθεί να προσεγγίσει την Γερμανική ιδιαιτερότητα, και προσωπικά δεν την βρίσκω καθόλου άστοχη μα ούτε και περιγραφικά θεωρώ ότι αποτυπώνει μόνο την εποχή του. Είναι βαθιά τα ιστορικά δεδομένα και η κατευθυντήριες διδαχές όπως την εισέπραξε -από δεύτερο και όχι τόσο καθαρό χέρι- ο δυτικός κόσμος. Μιλάω φυσικά για το ελληνικό χριστιανικό πρόταγμα, μια υπόθεση καθαρότητας και ουσίας μόνο για τον ελληνικό κόσμο. Μπορεί στις μέρες μας να επικρατεί ο σχετικισμός εξού και η γενίκευση που περιγράφετε αλλά και εκείνη εντάσσεται στα πλαίσια της ‘εποχής της πληροφορίας’, όπου το ενδιαφέρον στρέφεται περισσότερο στο ποιος θα παρουσιάσει πρώτος κάτι παρά το τι είναι αυτό το κάτι που παρουσιάζει.
      Λέτε:< Την ίδια στιγμή όλοι εμείς που ασχολούμαστε με όλα αυτά καταβάλλοντας πόρους σκέψεων έχουμε την αίσθηση ότι ασχολούμαστε με κάτι που κάνει τη ζωή μας να αξίζει. Ωστόσο εάν δεν μας λύνονται τα ερωτηματικά μας απέναντι στο ρολόι που τρέχει και στον δεκαεφτάρη που συνειδητοποιούμε ότι ζει μέσα σε ένα σώμα που όλο και περισσότερο φθείρεται τί κερδίσαμε;> Στη ζωή τη δική μου κανείς ποτέ δεν μου έδειξε τίποτα, όλα έπρεπε να τα ανακαλύψω μόνος μου, έστω και καθυστερημένα και υπό αυτή την έννοια αισθάνομαι πολύ τυχερό και ευλογημένο άτομο, ειδικά τα τελευταία χρόνια που αρχίζω να βλέπω την εικόνα στο παζλ, και χωρίς να ξεχνώ στιγμή το πλήθος των μάταιων ανθρώπινων επιδιώξεων. Ακόμα περισσότερο γνωρίζω πως δεν ξέρω τίποτα και γιαυτό είναι αστέρευτη η δίψα μου για γνώση. Αυτά επιδιώκω να μεταδώσω στον δεκαεφτάρη, που χάνει την προσωπική του ταυτότητα προσπαθώντας να ενσωματώσει μια κοινωνική ταυτότητα, μιμούμενος τους άλλους, καθώς δεν ξέρει εκείνα που εμείς δεν φροντίσαμε να μάθει, αφού σταματήσαμε να του μιλάμε από φόβο, ανασφάλεια αλλά κυρίως λόγω της διπλής άγνοιας που μας διακατέχει. Ωστόσο, ο νέος είναι σε θέση να επεξεργαστεί την πληροφορία αρκεί να δει το λόγο να το κάνει. Και θα τον δει!
      Τέλος λέτε: < Μάλιστα επιτρέψτε μου να θεωρώ ότι εάν όλο αυτό μας σπρώχνει ώστε ο άγνωστος Χριστός των ευαγγελίων να γίνεται μια ολοένα και περισσότερο θαμπή φιγούρα στο βάθος του «κάδρου» μας, τότε αυτό που χάνουμε είναι συνταρακτικό. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτός διατείνεται ότι χαρίζει ζωή άλλης ποιότητας έξω από το χώρο και το χρόνο που μάλιστα δεν μπορεί να απειληθεί.> Ως προς την Χριστολογική σας αναφορά, έχω μόνο να πω πως ο Θεός είναι ένας και μοναδικός για όλους τους ανθρώπους του Κόσμου, και πως όταν κάποιος ακολουθεί το δόγμα της αλήθειάς του σταματά να αφουγκράζεται άλλες αλήθειες. Έτσι σε μένα αρκεί να ‘δογματιστώ’ στην πίστη του ενός και μοναδικού Θεού, κάτι που με ενώνει με όλους τους ανθρώπους. Μου αρκεί που βλέπω τον Ήλιο, τον τρόπο που εκφράζεται η φύση ή το άπειρο του Κόσμου για να συνειδητοποιήσω το: “ποιος είμαι εγώ που θα προβάλλω το εγώ των επιθυμιών μου μπροστά σε τέτοια μεγαλοσύνη”. Να κατανοήσω τη μηδαμινότητα της ύπαρξής μου χάριν του Μέγιστου που ούτως ή άλλως ποτέ δεν θα μπορέσω να το προσδιορίσω με σαφήνεια παρά μόνο να το νιώσω, να αισθανθώ τη μεγάλη του πνοή και να πιστεύω.

      Like

       
  4. Αβερράνδος

    02/03/2018 at 23:16

    Το μεταφορικό σχήμα του “κλειδούχου” των σιδηροδρομικών γραμμών, που χρησιμοποίησε ο Weber (1958), για να παρομοιάσει το πώς η Προτεσταντική ηθική λειτούργησε σαν καταλύτης ανάπτυξης του καπιταλισμού. Όπως ο κλειδούχος δεν μπορεί να προσδιορίσει ούτε τις θέσεις των γραμμών, ούτε τις καταστάσεις των τραίνων, έτσι κι ο εγκόσμιος ασκητισμός των Καλβινιστών δεν προσδιόριζε ούτε τις ιστορικές προϋποθέσεις, ούτε τις συνθήκες για την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Αντίθετα, ο ρόλος του Προτεσταντισμού υπήρξε καταλυτικός για την ώθηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και την εκτίναξη της οικονομικής ανάπτυξης προς κάποιες συγκεκριμένες κατευθύνσεις, προς τις οποίες διαφορετικά μπορούσε να μην οδηγιόταν.

    Like

     

Leave a comment

 

Discover more from + -

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading