RSS

Ευδαιμονία και Επίκουρος

12 Oct

ΑνέλιξηΟ Επικουρισμός είναι η φιλοσοφική σχολή της αρχαιότητας με την μεγαλύτερη διάρκεια αλλά και την μεγαλύτερη εσκεμμένη συκοφάντηση, που δυστυχώς διαιωνίζεται μέχρι τις μέρες μας. … Ο Επίκουρος έφυγε από τη πόλη για να βρει την ουσία της ανθρώπινης ζωής. Παρόλο ότι η σχολή του Επίκουρου κράτησε πολύ περισσότερα χρόνια από όλες τις άλλες σχολές των άλλων φιλοσόφων, ο Επικουρισμός έχει «κακοποιηθεί», και οι έννοιες του έχουν διαστρεβλωθεί περισσότερο από εκείνες όλων των άλλων φιλοσόφων. Κι αυτό διότι ο Επίκουρος προσπάθησε να ελευθερώσει τον άνθρωπο. Αυτό δεν τον κατέστησε αγαπητό σε κανένα είδος εξουσίας, πουθενά και ποτέ. Κατά τον Μεσαίωνα ο Επικουρισμός παραδόθηκε σαν σκοτεινή και επικίνδυνη φιλοσοφία. Επάνω του βάραινε η καταδίκη της ελληνικής επιστήμης.. Η Επικούρεια “Καταστηματική Ηδονή”[1], το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ευδαίμωνος ανθρώπου, δηλαδή αυτό που πλημμυρρίζει την ύπαρξη της ανθρώπινης υπόστασης όταν τελεί υπό την ειδική εκείνη συνειδησιακή κατάσταση της ένωσης με το Παν, το Όλον, το Εν. Πρόκληση για τους φαρισαίους της ασκητικής “αγνότητας”, παρεξηγήθηκε, παρανοήθηκε και έγινε αφορμή για τις πιο ηλίθιες και κακόβουλες διαστροφές. Λαβή για μεγαλύτερη συσκότιση έδωσε και η μετάφραση της “ηδονής” στα λατινικά με τη λέξη voluptas, που είναι περισσότερο φορτισμένη με αισθησιακή απόχρωση, καθώς και οι πλαστογραφημένες επιστολές που κυκλοφορούσαν με το όνομα του Επίκουρου. Πενήντα τέτοιες ασελγείς επιστολές έγραψε μόνο ο Διότιμος ο Στωικός! … Στην πιο γυμνή της μορφή η διαστροφική παρερμηνεία λέει : «Για ύψιστο αγαθό έχουν (οι επικούρειοι) την ηδονή. Αποθέωση της κοιλιάς. Να φάμε να πιούμε, γιατί αύριο θα πεθάνουμε».

Επίκουρος Η αλήθεια είναι ότι ο Επίκουρος (341 π.χ.-270 π.χ.) και οι μαθητές του ζούσαν λιτότατα (τους έφτανε το ψωμί και το νερό, όπως βεβαιώνεται στις γνήσιες επιστολές). Η ηθική διδασκαλία του Επίκουρου φανερώνει ευσέβεια προς τους θεούς, φιλανθρωπία προς τους φίλους και τα παιδιά τους, καθώς και την ημερότητα προς τους δούλους που απελευθέρωσε. Στην εξάπλωση της επικούρειας διδασκαλίας συνετέλεσε αφ’ενός η αγάπη του Επίκουρου προς τους μαθητές του και αφ’ετέρου το πρακτικό πνεύμα της ηθικής του διδασκαλίας, που αποτελούσε όαση στην ταραγμένη Ελληνική κοινωνία μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου. Στον “Κήπο” έφθαναν νέοι απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας, αλλά και από την Μ.Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο. Σ’ αυτό τον φιλικό κύκλο δεν συμμετείχαν μόνο άνδρες αλλά (επαναστατικό για την εποχή) και γυναίκες καθώς και εταίρες. Μαζί τους συμφιλοσοφούσαν, ως ίσοι, και οι σκλάβοι. Ενός μάλιστα το όνομα είναι γνωστό : Μυς, ενδοξότατος μάλιστα, όπως αναφέρει ο Λαέρτιος. Ο Επίκουρος εμφανίστηκε όταν η φιλοσοφία είχε γίνει εγκύκλια και σχολαστική. Στον Κήπο δεν γίνονταν συστηματικά μαθήματα. Τη μόρφωση της κοινότητας την πετύχαινε ο δάσκαλος αποτελεσματικότερα με την καθημερινή συναναστροφή, με ομιλίες κάθε φορά που δινόταν η ευκαιρία και με την άμεση ψυχική επαφή.

Η σχολή διατηρήθηκε ως πέρα στους τελευταίους αυτοκρατορικούς χρόνους της Ρώμης, με διαδοχικούς σχολάρχες και ζωντάνια, ενώ όλες σχεδόν οι άλλες χλόμιασαν και έσβησαν.

Ο Διογένης ο Οινοαδέας (2ος μ.χ. αιώνας) ανέφερε ότι μια πνευματική παραζάλη, η “ψευδοδοξία”, όπως την αποκαλεί, μάστιζε την εποχή του σαν επιδημία και σαν κολλητική αρρώστια : «Ο αριθμός των βλαμμένων (από τις φαντασιοκοπίες που κυκλοφορούν στην αυτοκρατορία) μεγαλώνει μέρα με τη μέρα : γίνονται δε πλείονες, δια γαρ τον ζήλον άλλος εξ άλλου λαμβάνει την νόσον ως τα πρόβατα»..
Το μέσον της θεραπείας είναι η επικουρική συνταγή, η “ΤΕΤΡΑΦΑΡΜΑΚΟΣ:
Ανακαλύφθηκε το 1752 κατά τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην Έπαυλη των Παπύρων (Villa dei Papiri) στο Ηράκλειο (Ερκολάνο) της Καμπανίας κοντά στην Πομπηία
Άφοβον ο θεός ανύποπτον ο θάνατος· και τ’ αγαθόν μεν εύκτητον το δε δεινόν ευεκαρτέρητο.
(Τον θεό πρέπει να τον σέβεστε κι όχι να τον φοβάστε. Το θάνατο δεν τον συναντάς ποτέ: όταν ζεις αυτός λείπει, όταν έρχεται εσύ φεύγεις. Το αγαθό εύκολα κατακτιέται, οι οδύνες εύκολα υπομένονται).

Ο επικουρισμός, η πεμπτουσία της Ιωνικής φιλοσοφίας, αγωνίζεται συνεπώς να σώσει τον ελληνικό ορθολογισμό και τη νηφαλιότητα από προλήψεις, δεισιδαιμονίες και ψευδομυστικιστικά ρεύματα. Για τον Επίκουρο και τη σχολή του η φιλοσοφία υπηρετεί τη ζωή κι έχει μοναδικό σκοπό να φέρει τη γαλήνη και την ευτυχία, αντί να χασομερεί με περιθωριακά ζητήματα, με άγονες συζητήσεις και με διαλεκτικά πλάσματα που δίνουν την εντύπωση της υψηλής σοφίας.

«Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως· ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει͵ οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν».
«Δεν είναι δυνατό να ζει κανείς ευχάριστα, αν δεν ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, όπως και δεν μπορεί να ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, αν δεν ζει ευχάριστα». Επίκουρος, Κύριαι δόξαι εδ.5

H έννοια της ηδονής :

Η λέξη προβάλλει για πρώτη φορά στον ποιητή Σιμωνίδη, εννοώντας περισσότερο τη σαρκική απόλαυση. Ο σοφιστής Πρόδικος, στα “Συνώνυμά” του, κατατάσσει την ηδονή με τη γενικότερη έννοια : χαρά, τέρψη και ευφροσύνη. Οι Στωικοί χαρά λέγανε την “εύλογον έπαρσιν”, ηδονή την “άλογον έπαρσιν”, τέρψη την ηδονή από την ακοή, ευφροσύνη από τους ωραίους λόγους.

Το βασικό στοιχείο για την ανθρώπινη ζωή, για την ευτυχία και την ανύψωσή της, την καλή διάθεση, την ευεξία, την ευθυμία ή ευεστώ, όπως την έλεγε ο Δημόκριτος, ο Επίκουρος την ονόμασε “Ηδονή”. Για να την ξεχωρίσει από τις κοινές ηδονές (όπως το φαγητό, πιοτό, ερωτισμό, θεάματα, κ.λ.π.) την είπε «Καταστηματική (καταστασιακή) Ηδονή», ενώ τις κοινές ηδονές τις είπε «εν κινήσει».
Καταστηματική ηδονή, λοιπόν, είναι η σταθερή, μόνιμη, ευχάριστη διάθεση, που είναι ανεξάρτητη από τις εξωτερικές συνθήκες! Στα Λατινικά η αντίστοιχη διάκριση γίνεται μεταξύ voluptas stabilis και voluptas movens. Ενώ για τους περισσότερους ηδονή είναι μια κίνηση των αισθητηρίων οργάνων, που τους κάνει να νιώσουν κάποια απόλαυση, για τον Επίκουρο η Καταστηματική Ηδονή είναι «το πέρας ταις ηδοναίς», η ευάρεστη διάθεση που έχουμε όταν λείψει κάθε ενόχληση : πείνα, δίψα ή άλλη επιθυμία.«Παντός του αλγούντος Υπεξαίρεσιν», ότι άλλως ονομάζετο Αοχλησία (absence de la douleur). Όχληση δίνει ακόμα και η χαρά, δηλαδή κάθε θετικό συναίσθημα! Στο σύγγραμμά του ¨Περί αιρέσεων και φυγών”, διάβαζε κανείς, όπως μας πληροφορεί ο Λαέρτιος: «Η μεν γαρ αταραξία και απονία καταστηματικαί εισίν ηδοναί, η δε χαρά και η ευφροσύνη κατά κίνησιν ενεργεία βλέπονται».

Η έννοια της φιλίας

Επίκουρος 2 Κατά τον Επίκουρο, η φιλία αποτελεί το συνεκτικό δεσμό μεταξύ των ατόμων που συγκροτούν μια κοινότητα φίλων. Αυτή δένει τα άτομα με αμοιβαία αγάπη και αλληλεγγύη στην κοινή επιδίωξη του «μακαρίως ζην». Σε μια τέτοια κοινότητα οι νόμοι είναι περιττοί, διότι τα πάντα είναι γεμάτα δικαιοσύνη. Η κοινότητα των φίλων προβάλλει -μετά την παρακμή της πόλης κράτους και της ίδρυσης μεγάλων βασιλείων- ως η μόνη δυνατή μορφή κοινωνικής οργάνωσης που μπορεί να στηρίξει το άτομο και να του εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις της ευδαιμονίας του. Η πολιτεία δεν ήταν πια σε θέση να εξασφαλίσει τους όρους μιας ευτυχισμένης ζωής. Τη θεωρούσαν μάλιστα οι επικούρειοι «βλάβη και σύγχυση του μακαρίου» και γι’ αυτό συνιστούσαν την απομάκρυνση από την πολιτική. «Πρέπει», λέει ο Επίκουρος, «να ελευθερώνουμε τους εαυτούς μας από τη φυλακή των καθημερινών ενασχολήσεων και της πολιτικής». Αυτή η αναχώρηση από τα πολιτικά δρώμενα συμπυκνώθηκε στην αποφθεγματική φράση: «λάθε βιώσας».
Η φράση σημαίνει: απόφευγε τις μωρές επιδιώξεις, τις τιμές και τη δόξα, τις πράξεις που προκαλούν αντίδραση και ταράζουν τη γαλήνη σου. Η αληθινή ασφάλεια και συνακόλουθα η αταραξία της ψυχής προέρχεται από μιαν ήσυχη ζωή και την απομάκρυνση από το πλήθος.

Οι απόψεις αυτές δε σημαίνουν ότι ο Επίκουρος υπερασπιζόταν την αναχώρηση από τον κόσμο, αλλά αναδεικνύουν την ανάγκη αναζήτησης ενός συλλογικού τρόπου ζωής που να καθιστά δυνατό τον μακάριο βίο. Για τον Επίκουρο μια τέτοια ζωή μπορεί να εξασφαλισθεί σε μια κοινότητα φίλων· ανάμεσά τους το άτομο λυτρώνεται από φόβους και «μάταιες» επιθυμίες, ηρεμεί η τρικυμία της ψυχής και ζει σε μια κατάσταση που συναγωνίζεται και τη θεϊκή μακαριότητα.

Μια τέτοια κοινότητα φίλων ήταν και ο Κήπος που ίδρυσε ο Επίκουρος σε ένα προάστιο της Αθήνας. Σ’αυτήν την κοινότητα συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες, άνθρωποι κάθε κοινωνικής προέλευσης, ακόμη και δούλοι· όλοι θεωρούνταν ικανοί να καταλάβουν τη φιλοσοφία και να επωφεληθούν από αυτήν. Συνεκτικός δεσμός όσων συμμετέχουν στην επικούρεια κοινότητα ήταν η φιλία και η κοινή επιδίωξη του ευ ζην μέσω της φιλοσοφίας.

Ο επικούρειος τρόπος ζωής είναι πράγματι ένας ύμνος στη χαρά και στη φιλία, «η οποία σέρνει το χορό ολόγυρα στην οικουμένη κηρύσσοντας σ’όλους μας να σηκωθούμε για την ευτυχία μας.

Η κατάσταση αυτή της απόλυτης αταραξίας είναι για τον Επίκουρο το ύψιστο αγαθό· όταν παραμεριστεί το ‘συναίσθημα’ που ταράζει τον άνθρωπο, είτε θετικά είτε αρνητικά, τότε αναβλύζει από το βαθύτερο είναι του ανθρώπου, η ανώτερη υπόστασή του ανθρώπου. Τέλος, εμπειρικά γνωρίζομε πως όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση της αταραξίας, τότε ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ πλημμυρίζει την υπόστασή του ένα συναίσθημα ‘ηδονικό’ που καμία σχέση δεν έχει με την σωματική ‘ηδονή’ που όλοι γνωρίζουμε αλλά και δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί με λόγια.. η καταστηματική ηδονή του Επίκουρου είναι η ανώτατη κατάσταση συνείδησης που μπορεί να κατακτήσει ο άνθρωπος, είναι η ευδαιμονία των Ελλήνων ή η νιρβάνα των Ινδών.

Στο επίγραμμα ΧV 12 της Παλατινής Ανθολογίας, με τον τίτλο ‘Λέοντος φιλοσόφου και Εις εαυτόν του επονομαζομένου Έλληνος’, ο Λέων ο Φιλόσοφος ή μαθηματικός (γεννήθηκε στα τέλη του 8ου αιώνα και πέθανε μετά το 869) ευχαριστεί την τύχη που του χάρισε την ήσυχη απραγματοσύνη του Επικούρου.

Η διδακτορική διατριβή του Μαρξ ήταν μια ανάλυση της διαφοράς μεταξύ του Επίκουρου και του Δημόκριτου για το εάν η κοινωνία είναι αιτιοκρατική (προκαθορισμένη) με τον ίδιο τρόπο που είναι η φύση, εάν υπάρχουν, δλδ., μηχανισμοί που θα επέτρεπαν την πρόβλεψη και τον έλεγχο της κοινωνίας με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζεται από την τωρινή επιστήμη και τεχνολογία για τη φύση. Το συμπέρασμά του ήταν ότι ο Επίκουρος είχε δίκαιο, και από ‘κει προερχόταν ο σεβασμός που είχε (ο Μαρξ) για τη διαλεκτική και για την ανθρώπινη συμμετοχή στην κατασκευή της κοινωνικής πραγματικότητας, για να μη πούμε για την λιτότητα με την οποία εξέφρασε το τι ακριβώς θα ήταν η επόμενη (σοσιαλιστική) φάση της ανθρωπότητας, παρ’ όλη τη «σιγουριά» που έδειξαν μερικοί οπαδοί του τον 20ο αιώνα.

Πηγές 1, 2, 3, 4(pdf)

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΜΕΝΟΙΚΕΑ

Ο Επίκουρος στέλνει χαιρετισμούς στον Μενοικέα.

Επίκουρος 1Ούτε όταν κάποιος είναι νέος να αργεί να φιλοσοφεί ούτε και όταν φτάσει στα γηρατειά να λυπάται τον κόπο να φιλοσοφεί. Γιατί κανείς δεν είναι άωρος ούτε πάρωρος για εκείνο που κάνει την ψυχή να υγιαίνει. Όποιος λέει ότι ακόμη δεν είναι καιρός ή ότι πέρασε ο καιρός για να φιλοσοφεί, μοιάζει μ’ αυτόν που λέει πως δεν ήρθε ή ότι πέρασε ο καιρός για την ευδαιμονία. Επομένως πρέπει να φιλοσοφεί και ο νέος και ο γέρος. Ο νέος για να είναι νέος μαζί και γέρος λόγω της αφοβίας για εκείνα που θα έρθουν, ο γέρος για να παραμένει νέος με την ανάμνηση των αγαθών που χάρηκε. Πρέπει, λοιπόν, να μελετήσουμε όσα κάνουν την ευδαιμονία, γιατί όταν αυτή την έχουμε, τα έχουμε όλα, όταν πάλι τη στερηθούμε, κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.

Όσα συνεχώς σου παράγγελνα αυτά και να τα κάνεις και να τα μελετάς, θεωρώντας τα στοιχεία της σωστής ζωής. Πρώτα πρώτα τον θεό να τον θεωρείς όν, άφθαρτο και μακάριο, όπως μας τον παρουσιάζει η κοινή σε όλους μας παράσταση του θεού, και να μην του φορτώνεις τίποτα ξένο προς την αφθαρσία του και αταίριαστο στη μακαριότητά του. Αντίθετα να φρονείς γι’ αυτόν κάθε τι που μπορεί να διαφυλάξει τη μακαριότητα και την αφθαρσία του. Διότι οι θεοί υπάρχουν, εφ’ όσον η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ολοκάθαρη. Δεν είναι όμως τέτοιοι όπως τους φαντάζεται ο περισσότερος κόσμος. Διότι δεν κρατά ακέραιη την αρχική παράσταση για τους θεούς. Ασεβής δεν είναι εκείνος που δεν παραδέχεται τους θεούς πολλών, αλλά εκείνος που αποδίδει στους θεούς τις δοξασίες των πολλών. Ό,τι φρονούν οι πολλοί για τους θεούς δεν είναι γνώση αλλά προλήψεις, από όπου, στους κακούς προκαλούνται από τους θεούς οι μεγαλύτερες βλάβες και οι ωφέλειες στους καλούς. Γιατί επειδή οι άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι με τις δικές τους αρετές αποδέχονται όλους τους όμοιους και θεωρούν ξένο κάθε τι που δεν είναι τέτοιο.

Κοίταξε να συνηθίσεις με την ιδέα πως ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς, επειδή κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι να στερηθείς την αίσθηση. Γι’ αυτό η σωστή γνώση πως ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για εμάς, κάνει να χαρούμε την πρόσκαιρη ζωή μας, όχι επειδή μας φορτώνει ατελείωτα χρόνια, αλλά επειδή μας αφαιρεί τον κόπο της αθανασίας. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα φοβερό στη ζωή του ανθρώπου αν έχει καταλάβει ότι δεν υπάρχει τίποτα φοβερό γι’ αυτόν που παύει να ζει. Επομένως, ανόητος είναι εκείνος ο οποίος λέει ότι φοβάται το θάνατο όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν θα έρθει αλλά γιατί τον στενοχωρεί το ότι θα έρθει. Γιατί εκείνο που δεν μας ενοχλεί όταν είναι μπροστά μας, άδικα μας στενοχωρεί όταν το περιμένουμε. Το πιο φρικιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτα για εμάς, γιατί ακριβώς, όταν εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν υπάρχει. Όταν όμως ο θάνατος είναι παρών τότε εμείς δεν υπάρχουμε. Επομένως, ούτε με τους ζωντανούς έχει σχέση ούτε με τους πεθαμένους, γιατί ακριβώς για τους ζωντανούς δεν υπάρχει (ο θάνατος), οι δε πεθαμένοι δεν υπάρχουν (όταν έλθει). Ο πολύς όμως κόσμος άλλοτε αποφεύγει τον θάνατο σα μέγιστο κακό, κι άλλοτε τον επιδιώκει σαν ανάπαυση των δυσκολιών της ζωής. Ο σοφός όμως ούτε εγκαταλείπει τη ζωή, ούτε φοβάται το να μη ζει, γιατί δεν θεωρεί κακό το να μη ζει ούτε του είναι πόθος το να ζει. Γιατί όπως φαγητό δεν διαλέγει το περισσότερο, αλλά το πιο νόστιμο, έτσι και στη ζωή δεν ζητάει τον περισσότερο χρόνο, αλλά τον πιο ευχάριστο. Αυτός δε που παραγγέλει στον νέο να ζει καλά, ενώ τον γέροντα να έχει καλά γεράματα είναι ανόητος, όχι μόνο γιατί η ζωή έχει τις χάρες της αλλά και γιατί αυτές είναι η μελέτη του να ζει κανείς καλά και να πεθαίνει καλά. Αλλά πολύ χειρότερος είναι και εκείνος που λέει: καλό είναι να μην γεννηθεί ο άνθρωπος, αφού όμως γεννήθηκε να περάσει τις πύλες του Άδη όσο μπορεί γρηγορότερα.

Γιατί αν αυτό το λέει επειδή το πιστεύει, πως λοιπόν δεν φεύγει από τη ζωή; γιατί αυτό του είναι εύκολο, εάν βέβαια το έχει πάρει απόφαση. Εάν όμως το λέει κοροϊδεύοντας, είναι απερίσκεπτος σε πράγματα που δεν επιδέχονται αστεία. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι το μέλλον ούτε είναι εξ ολοκλήρου δικό μας, ούτε δεν είναι. Ώστε να μην περιμένουμε ότι σίγουρα θα είναι δικό μας, ούτε εξ ολοκλήρου να απελπιζόμαστε ότι δεν θα είναι.

Θα πρέπει να αναλογιστούμε και ότι από τις επιθυμίες, άλλες είναι φυσικές και άλλες μάταιες και από τις φυσικές άλλες είναι αναγκαίες και άλλες μονάχα φυσικές. Από τις αναγκαίες επιθυμίες, άλλες είναι απαραίτητες για την ευδαιμονία, άλλες για την ανάπαυση του σώματος και άλλες για την ίδια τη ζωή. Η χωρίς πλάνη μελέτη αυτών μας οδηγεί στο να ανάγουμε κάθε προτίμηση και κάθε αποφυγή στην υγεία του σώματος και στην αταραξία της ψυχής, εφ’ όσον αυτός είναι ο σκοπός της μακάριας ζωής. Γιατί όλα γι’ αυτό τα κάνουμε, για να μην πονάμε και για να μην ταραζόμαστε. Άπαξ και τούτο διασφαλιστεί για εμάς, γαληνεύει η βαρυχειμωνιά της ψυχής, διότι ο άνθρωπος δεν έχει πια ανάγκη να τρέξει να κυνηγήσει κάτι για να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του σώματος. Γιατί τότε μόνο χρειαζόμαστε την ηδονή, όταν υποφέρουμε από τη στέρησή της. Όταν όμως δεν υποφέρουμε, δεν χρειαζόμαστε πια την ηδονή.

Και για τούτο θεωρούμε την ηδονή και αρχή και τέλος της μακάριας ζωής. Γιατί αυτήν αναγνωρίζουμε σαν πρώτο αγαθό σύμφυτο μ’ εμάς, και από αυτήν ξεκινά κάθε προτίμηση και αποφυγή και σ’ αυτήν καταλήγουμε, έχοντας το συναίσθημα σαν κανόνα για να κρίνουμε κάθε αγαθό. Και επειδή αυτή είναι το πρώτο και έμφυτο αγαθό, γι’ αυτό και δεν επιδιώκουμε κάθε ηδονή, αλλά μερικές φορές πολλές ηδονές τις ξεπερνούμε, όταν από αυτές μας προκύπτουν μεγαλύτερες ενοχλήσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο, πολλούς πόνους τους θεωρούμε ανώτερους από πολλές ηδονές, εφ’ όσον ακολουθεί μεγαλύτερη ηδονή, όταν υπομείνουμε πολύ χρόνο τους πόνους. Κάθε ηδονή, λοιπόν, επειδή έχει συγγενική φύση με εμάς είναι καλό, δεν προτιμάται όμως κάθε ηδονή. Όπως ακριβώς κάθε πόνος είναι κακό, όμως από τη φύση του δεν είναι αποφευκτός κάθε πόνος. Όλα όμως αυτά επιβάλλεται να κριθούν με συγκριτική μεταξύ τους κλίμακα και προσεχτικό καταλογισμό του τι είναι από τα συμφέροντα και του τι δεν είναι. Γιατί μερικές φορές χρησιμοποιούμε το μεν αγαθό σαν κακό, το δε κακό αντίθετα σαν καλό.

Και την αυτάρκεια τη θεωρούμε μεγάλο αγαθό όχι για να χρησιμοποιούμε πάντοτε τα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα αν δεν έχουμε πολλά, με πλήρη πεποίθηση ότι με μεγάλη ευχαρίστηση απολαμβάνουν την πολυτέλεια αυτοί που την έχουν ελάχιστα ανάγκη και ότι κάθε τι φυσικό είναι ευκολοπόριστο, ενώ το περιττό δυσκολοπόριστο. Και τα λιτά γεύματα δίνουν την ίδια ευχαρίστηση με τα πολυτελή δείπνα εφ’ όσον εξαλείφουν τελείως όλο τον πόνο που προέρχεται από την έλλειψη. Και το ψωμί και το νερό προκαλούν τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση, εφ’ όσον τα παίρνει κάποιος όταν τα έχει ανάγκη. Το να συνηθίζει κανείς σε απλή και όχι πολυτελή διατροφή και στην υγεία του είναι ωφέλιμο και στις αναγκαίες του βίου ενασχολήσεις ακούραστο τον κάνει και όταν, λοιπόν, κατά διαστήματα καταλήγουμε σε πολυδάπανες δίαιτες, τις απολαμβάνουμε καλύτερα και απέναντι στις μεταπτώσεις της τύχης μας κάνει άφοβους. Όταν, λοιπόν, λέμε ότι η ηδονή είναι σκοπός της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων ή αυτές των απολαύσεων, όπως μερικοί που αγνοούν ή δεν παραδέχονται ή (είναι) κακώς πληροφορημένοι θεωρούν, αλλά το να μην πονάει κανείς στο σώμα ούτε να ταράσσεται στην ψυχή. Γιατί δεν είναι τα μεθύσια και οι αδιάκοπες διασκεδάσεις ούτε οι απολαύσεις αγοριών και γυναικών, ούτε ψαριών και των άλλων όσα προσφέρει ένα πολυτελές τραπέζι, εκείνα που γεννούν την ευχάριστη ζωή, αλλά ο νηφάλιος λογισμός που ερευνά στο βάθος τις αιτίες για κάθε προτίμηση ή αποφυγή, και που διώχνει τις δοξασίες από τις οποίες μεγάλη ταραχή κυριεύει τις ψυχές.

Αρχή όλων αυτών και το μέγιστο αγαθό είναι η φρόνηση. Γι’ αυτό και πολυτιμότερο από τη φιλοσοφία είναι η φρόνηση, διότι απ’ αυτήν όλες οι υπόλοιπες αρετές έχουν βγει, και επειδή διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα, χωρίς να ζει φρόνιμα και ηθικά και δίκαια, ούτε είναι δυνατόν να ζει κανείς φρόνιμα και ηθικά και δίκαια χωρίς να ζει ευχάριστα. Γιατί οι αρετές έχουν φυτρώσει από την ίδια ρίζα με την ευχάριστη ζωή και η ευχάριστη ζωή είναι αχώριστη από αυτές.

Γιατί ποιος νομίζεις ότι είναι ανώτερος από αυτόν που έχει σωστές απόψεις για τον θεό και ο οποίος έχει λυτρωθεί τελείως από το φόβο του θανάτου και ο οποίος έχει συνειδητοποιήσει το σκοπό που έθεσε η φύση και ο οποίος πιστεύει πόσο εύκολα μπορεί να αναζητηθεί και να επιτευχθεί το ύψιστο αγαθό και πόσο η διάρκεια ή η ένταση των δεινών είναι σύντομη; Την δε ειμαρμένη του προτείνουν μερικοί ως κυρίαρχο των πάντων, πόσο αυτός κοροϊδεύει βεβαιώνοντας ότι μερικά κατ’ ανάγκη συμβαίνουν, άλλα κατά τύχη κι άλλα από εμάς, επειδή βλέπει ότι η μεν ανάγκη είναι ανεύθυνη η δε τύχη άστατη, η δική μας όμως δραστηριότητα είναι ελεύθερη, γι’ αυτό από τη φύση του είναι να υπόκειται σε μομφή ή να επαινείται, γιατί είναι προτιμότερο να ακολουθούμε το μύθο και τους θεούς παρά να υποτασσόμαστε στην ειμαρμένη των φυσικών φιλοσόφων. Γιατί ο μύθος για τους θεούς αφήνει να διαφαίνεται κάποια ελπίδα εξιλέωσης με τη μεσολάβηση της τιμής προς τους θεούς. Η ειμαρμένη εμφανίζει την ανάγκη να μη γνωρίζει εξιλέωση. Την τύχη ούτε θεό την θεωρεί, όπως την θεωρούν οι πολλοί, γιατί από τον θεό τίποτα δεν γίνεται άτακτα, ούτε την θεωρεί αβέβαιη έστω αιτία, γιατί δεν πιστεύει ότι από αυτή παρέχεται το αγαθό ή το κακό για την μακαριότητα των ανθρώπων, παρ’ όλο που δημιουργεί την αφετηρία για μεγάλα αγαθά ή κακά. Πιστεύει, λοιπόν, ότι είναι καλύτερο να ατυχήσει κανείς μετά από σωστή σκέψη, παρά να ευτυχήσει παράλογα. Διότι είναι καλύτερο στις πράξεις των ανθρώπων εκείνο που σωστά επιλέχθηκε να αποτύχει, παρά εκείνο που κακώς επιλέχθηκε να πετύχει λόγω τύχης.

Να μελετάς, λοιπόν, τα συγγενικά με αυτά, μέρα και νύχτα μόνος σου ή μαζί με όμοιο με σένα και ποτέ ούτε στον ύπνο σου ούτε στον ξύπνιο σου θα διαταραχθείς, θα ζήσεις δε σαν θεός μεταξύ των ανθρώπων. Γιατί δεν μοιάζει καθόλου με θνητό ον ο άνθρωπος που ζει ανάμεσα σε αθάνατα αγαθά.

Οὐ γάρ ἰδιολογίας καί κενῆς δόξης ὁ βίος ἡμῶν ἔχει χρείαν, ἀλλά τοῦ ἀθορύβως ἡμᾶς ζῆν


Ὁ θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς· τὸ γὰρ διαλυθὲν ἀναισθητεῖ͵ τὸ δ΄ ἀναισθητοῦν οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς.

Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως· ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει͵ οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν.

Οὐδεμία ἡδονὴ καθ΄ ἑαυτὴν κακόν· ἀλλὰ τὰ τινῶν ἡδονῶν ποιητικὰ πολλαπλασίους ἐπιφέρει τὰς ὀχλήσεις τῶν ἡδονῶν.

Οὐθὲν ὄφελος ἦν τὴν κατὰ ἀνθρώπους ἀσφάλειαν παρασκευάζεσθαι τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων καὶ τῶν ὑπὸ γῆς καὶ ἁπλῶς τῶν ἐν τῷ ἀπείρῳ.

Τῆς ἀσφαλείας τῆς ἐξ ἀνθρώπων γενομένης μέχρι τινὸς δυνάμει τε ἐξερειστικῇ καὶ εὐπορίᾳ͵ εἰλικρινεστάτη γίνεται ἡ ἐκ τῆς ἡσυχίας καὶ ἐκχωρήσεως τῶν πολλῶν ἀσφάλεια.

Ὁ τῆς φύσεως πλοῦτος καὶ ὥρισται καὶ εὐπόριστός ἐστιν͵ ὁ δὲ τῶν κενῶν δοξῶν εἰς ἄπειρον ἐκπίπτει.

Τῶν ἐπιθυμιῶν ὅσαι μὴ ἐπ΄ ἀλγοῦν ἐπανάγουσιν ἐὰν μὴ συμπληρωθῶσιν͵ οὐκ εἰσὶν ἀναγκαῖαι͵ ἀλλ΄ εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν͵ ὅταν δυσπορίστων ἢ βλάβης ἀπεργαστικαὶ δόξωσιν εἶναι.

Τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μέν εἰσι φυσικαὶ καὶ οὐκ ἀναγκαῖαι͵ αἱ δὲ οὔτε φυσικαὶ οὔτε ἀναγκαῖαι͵ ἀλλὰ παρὰ κενὴν δόξαν γινόμεναι.

Ἡ ἀδικία οὐ καθ΄ ἑαυτὴν κακόν͵ ἀλλ΄ ἐν τῷ κατὰ τὴν ὑποψίαν φόβῳ͵ εἰ μὴ λήσει τοὺς ὑπὲρ τῶν τοιούτων ἐφεστηκότας κολαστάς.

Πηγή

Diogenis laertii : vitae philosophorvm
31 Την διαλεκτικήν (£§. 3 6 ΙΙδ.) ώς παρελκουσαν άποδοκιμά- ζουσιν άρκεΐν γάρ τούς φυσικούς χώρεΐν κατά τούς τών πρα¬ γμάτων φθόγγους, εν τοίνυν τω Κανόνι λεγων εστιν ό Επίκουρος (%. 35 ^3.) κριτήρια της αλήθειας είναι τάς αισθήσεις καί προληφεις καί τά πάθη, οί δ’ *Επικούρειοι καί τάς φανταστικάς 15 επιβολάς τής διάνοιας· λεγει δε και εν τή προς ( Ηρόδοτον επιτομή καί εν ταΐς Κυρίαις δόζαις· “ πασα γάρ,” φησίν, “ αϊσθησις άλογός εστι καί μνήμης ούδεμιάς δεκτική * ούτε γάρ ύφ’ αυτής κινείται ούτε ύφ’ ετερου κινηθεΐσα δυναταί τι προσ- 32 θεΐναι ή άφελεΐν ουδέ εστι τό δυνάμενον αύτάς διελεγξαι. ούτε 2ο γάρ ή όμογενεια αϊσθησις την ομογενή διά την ίσοσθενειαν, ονθ’ […] […]34 άνθρωπος; την δε δόξαν καί ύπόληφιν λεγουσιν, αληθή τε φασι καί φευδή’ άν μεν γάρ επιμαρτυρήται ή μη άντιμαρτυρήται, αληθή ειναΐ’ εάν δε μη επιμαρτυρήται ή άντιμαρτυρήται, φευδή τυγχάνειν. όθεν (το) προσμενον είσήχθη· οΐον το προσμεΐναι και εγγύς γενεσθαι τώ πύργω και μαθεΐν οποίος εγγύς φαίνεται . 5 Πάθη δε λεγουσιν (£§. 200 Οδ.) είναι 8 ύο, ηδονήν καί άλγηδόνα, ίστάμενα περί παν ζώον, καί την μεν οίκεΐον, την δε άλλότριον δι ών κρίνεσθαι τάς αιρέσεις καί φυγάς. των τε ζητήσεων (%. 265 ΙΙδ.) είναι τάς μεν περί των πραγμάτων, τάς δε περί φίλην την φωνήν, καί ταϋτα δη περί τής διαίρεσε ως καί τοΰ κριτηρίου ίο στοιχειωδώς.
Άνιτεον δε επί την επιστολήν. ζί ‘.
Επίκουρος *Ηροδότω χαίρειν.
35 “ Τοΐς μη δυναμενοις, ώ Ηρόδοτε, εκαστα των περί φύσεως άναγεγραμμένων ήμΐν εξακριβοϋν μηδε τάς μείζους των συντε – 15 ταγμένων βίβλους διαθρεΐν επιτομήν τής όλης πραγματείας εις το κατασχεΐν των όλοσχερωτάτων γε δόξων την μνήμην ίκανώς αυτός πάρε σκεύασα, ΐνα παρ’ εκάστους των καιρών εν τοΐς κυριωτάτοις βοηθέΐν αύτοΐς δύνωνται, καθ’ όσον άν εφάπτωνται τής περί φύσεως θεωρίας, καί τούς προβεβηκότας δε ίκανώς εν 2ο τή τών όλων επιβλεφει τον τύπον τής όλης πραγματείας τον κατεστοιχειωμενον δει μνημονεύεις τής γάρ άθρόας επιβολής πυκνόν δεόμεθα, τής δε κατά μέρος ούχ ομοίως. […]
Πηγή

[1]. Καταστηματικός

καταστηματικός, ή, όν, εὐσταθής, ἀτάραχος, ἐπὶ προσώπων, ἤρεμος, βλέμματι καὶ κινήματι πρᾷος καὶ κ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2, ἀντίθετ. ἐκστατικός,
Σχολ. εἰς Πλάτ. Πολιτ. 131· ὡσαύτως μέτριος, ἥσυχος, ἡδονὴ κατ., ἡ ἐπ’ ἀναιρέσει ἀλγηδόνων καὶ οἷον ἀοχλησία Ἐπικούρ. ὅρος παρὰ Διογ. Λ. 2. 87., 10, 136· μέλος κατ. τὸ τὴν πρᾳότητα ἐπιφέρον, οἷον τὸ σπονδεῖον Walz Ρήτ. 5. 458.
Πηγή

Η ευτυχία τότε και τώρα..
Οι βασικές θέσεις των Στωικών

 

Tags: , , , , , , , , ,

6 responses to “Ευδαιμονία και Επίκουρος

  1. Ioannis

    26/02/2017 at 08:58

    Σ’ευχαριστώ που ανάρτησες το κείμενό μου αλλά τουλάχιστον θα μπορούσες να αναφέρεις την πηγή!…

    Like

     
    • Αβερράνδος

      26/02/2017 at 22:25

      Μέρος του κειμένου.. και ο ιστότοπός σου δεν έτρεχε πάντα.. Σε είχα χάσει! (σωσμένο αρχείο) Ευχαριστώ που εμφανίστηκες. Πρόσθεσα την πηγή.

      Like

       
  2. Χωριάτης

    22/09/2020 at 10:27

    Aulus Gellius, Attic Nights 9.5:

    Various opinions of philosophers about the type and nature of pleasure; and some words of the philosopher Hierocles, with which he censured the ideas of Epicurus.

    The ancient philosophers pronounced various opinions on pleasure. Epicurus sets pleasure down as the highest good, yet he defines it thus: a healthy condition of the flesh. Antisthenes the Socratic says that pleasure is the highest evil; for this is his opinion: I would rather lose my mind than feel pleasure. Speusippus and the old Academy say that pleasure and pain are two evils opposed between themselves, and the good is to be found between them. Zeno thought that pleasure was indifferent, that is neither good nor bad, which he called adiaphoron in Greek. Critolaus the Peripatetic says that pleasure is an evil and it brings forth many other evils from itself, such as carelessness, laziness, forgetfulness, idleness. Plato discoursed upon pleasure before all these guys so variously and with such comprehensiveness that all of those opinions, which I have placed above, appear to have flowed forth from the fountains of his writings. He uses each of these arguments as the nature of pleasure, which is manifold, suggests, and as is demanded by the reason of the causes which he is conducting and the things which he wishes to effect. But our man Taurus, whenever mention was made of Epicurus, always had these at the ready words of that serious holy man Hierocles the Stoic: Pleasure as the goal is a prostitute’s dogma; there is no foresight, nor a prostitute’s dogma. ήδονὴ τέλος, πόρνης δόγμα: οὐκ ἔστιν πρόνοια, οὐδὲ πόρνης δόγμα.

    Like

     

Leave a comment

 

Discover more from + -

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading