RSS

Aλλαγή Παραδείγματος (Paradigm shift)

13 Jun

Αλλαγή παραδείγματος ..κινούμαστε προς το τέλος μιας μεγάλης κοσμοϊστορικής φάσης, ενός μεγάλου πολιτισμικού κύκλου, της νεωτερικότητας. Κατά Kuhn, βρισκόμαστε στην διερεύνηση των συσσωρευμένων ανωμαλιών που προέκυψαν από την εκμετάλλευση του παραδείγματος της νεωτερικότητας. Οι αποδείξεις για το τέλος αυτής της εποχής εντοπίζονται στην επιστήμη, τη φιλοσοφία, την τέχνη και βέβαια στην αρχιτεκτονική. Ο μεταμοντερνισμός και η αποδόμηση είναι το πνευματικό και εικαστικό στιλ της φάσης αυτής. Η κατανόηση του κόσμου μας συντίθεται από την κατανόηση σειράς αδιεξόδων, με πιο προφανές το οικολογικό. Το οικολογικό αδιέξοδο είναι οδυνηρό, γιατί δείχνει τα όρια της νεωτερικότητας, τα όρια του κεφαλαιοκρατισμού (καπιταλισμού) –μαζί και του υπάρξαντος σοσιαλισμού: Το μοντέλο της ανεπτυγμένης Δύσης δεν είναι οικουμενικό. Αν γενικευτεί θα υπάρξει οικολογική καταστροφή, θα καταστρέψει τον εαυτό του –πράγμα που πιθανόν θα συμβεί.

Η προσέγγιση των επιστημολογικών Παραδειγμάτων του Kuhn

1. Κοινωνικές και πολιτιστικές δυνάμεις αναπτύσσουν ένα πεπερασμένο χρονικά Παράδειγμα έρευνας και εξήγησης των φαινομένων, γεγονότων και παρατηρήσεων
2. Προκύπτει μία ανωμαλία στα υπό εξήγηση φαινόμενα που δεν δύναται να ερευνήσει, εξηγήσει ή προσαρμόσει στα πλαίσιά του
3. Προκύπτει «παραδειγματική κρίση» και ανταγωνισμός νέων εξηγητικών Παραδειγμάτων
4. Το Παράδειγμα αναθεωρείται ή αντικαθίσταται εφόσον βρει σχετική κοινωνική συναίνεση και έχει θετικό κοινωνικό αντίκτυπο.
5. Η ανωμαλία πρόσκαιρα εξηγείται.
6. Ο κύκλος επαναλαμβάνεται

Το παράδειγμα έχει προτεραιότητα απέναντι στην γενική θεωρία.
Με τον όρο παράδειγμα υπονοείται “το σύνολο των πεποιθήσεων, των αναγνωρισμένων αξιών και των τεχνικών που ασπάζονται τα μέλη μιας δεδομένης ομάδας”. Με την έννοια αυτή, το παράδειγμα κατέχει μια σφαιρικότερη διάσταση από την θεωρία, καθόσον περιλαμβάνει “νόμους, θεωρίες, εφαρμογές και πειραματισμό ταυτόχρονα” και αποτελείται από ένα “πυκνό δίκτυο δεσμεύσεων – εννοιολογικών, θεωρητικών, πειραματικών και μεθοδολογικών,” που μπορούν να είναι ακόμη και “μεταφυσικές”.

Η σύνδεση του παραδείγματος με την κοινότητα οδήγησαν κάποιους να παραλληλίσουν την έννοια αυτή με τη χρήση της έννοιας της κουλτούρας (πολιτισμού) από τους ανθρωπολόγους. Μέσω αυτής της σφαιρικής έννοιας του παραδείγματος ορίζεται μια βασική κοινωνιολογική κοινότητα, δηλαδή, μια κλειστή ομάδα που ασπάζονται το ίδιο παράδειγμα. Η με αυτόν τον τρόπο συγκρότηση μιας κοινότητας εκτιμάται από πολλούς ότι συνεπάγεται έναν αυξημένο ρόλο της κοινότητας για την κατασκευή της. Έτσι, ο επιστημολογικός προβληματισμός συνηγορεί για την έμφαση στην κατασκευή (κι όχι στην ανακάλυψη) μέσω προσωπικών πεποιθήσεων, κοινωνικής δικαιολόγησης και μηχανισμών επίτευξης κοινής συναίνεσης με διάλογο και συνεργασία. Με τις θέσεις αυτές για το παράδειγμα και την κοινότητα, μπορούμε να δούμε την κοινωνία σαν μια ανθρώπινη κατασκευή ή δημιουργία, που σαν τέτοια παίρνει τις διαστάσεις ενός κοινωνικο-πολιτιστικού φαινομένου. Με αποτέλεσμα, η εξέλιξη να είναι δυνατόν να επηρεάζεται από παράγοντες εξωτερικούς σε αυτήν, όπως οι πεποιθήσεις των ανθρώπων, η πολιτική και οι κοινωνικές συνθήκες.

Η σύνδεση μιας συγκεκριμένης κοινότητας με ένα μοναδικό παράδειγμα δημιουργεί μια ιδιαίτερη παράδοση: κανονικότητα (normality). Με άλλα λόγια, η κανονικότητα είναι η φάση στην ανάπτυξη της κοινωνίας, κατά την οποίαν η κοινότητα εργάζεται υπό την καθοδήγηση ενός παραδείγματος,. Ειδικότερα, στην φάση της κανονικής περιόδου παρατηρούνται εργασίες επίλυσης γρίφων, προσθήκης νέων παρατηρήσεων και θεωρητικών επεκτάσεων, που εμπλουτίζουν το βασικό παράδειγμα και σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούν την ισχύ του. Επομένως, στην φάση αυτή, που είναι η φάση της ωριμότητας, δεν μπορεί να ισχύει η αρχή της διαψευσιμότητας.

Η κατάσταση όμως της κανονικότητας δεν θεωρείται να είναι μια ιστορικά μόνιμη και αυθύπαρκτη κατάσταση: πάντα, είτε στο παρελθόν της είτε στο μέλλον της, υπάρχουν οι επαναστάσεις, που σηματοδοτούν είτε την ιστορική γένεσή της σαν το πέρασμα από μια προ-παραδειγματική κατάσταση σε αυτήν είτε την ιστορική μετεξέλιξή της σε μια διαφορετική κανονικότητα. Αυτό σημαίνει ότι οι κοινωνικές αλλαγές δεν είναι συνεχείς και ομαλές πορείες, αλλά πάντα μεταξύ των σταθεροποιημένων καταστάσεων της κοινωνικής κανονικότητας παρεμβάλλονται οι απότομες διακοπές των ασταθών και απρόβλεπτων καταστάσεων των επαναστάσεων. Έτσι, κατά την διάρκεια μιας επανάστασης οι πεποιθήσεις των ειδικών μεταβάλλονται ριζικά και ένα παλιότερο παράδειγμα αντικαθίσταται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από ένα νέο και ασυμβίβαστο παράδειγμα. Δηλαδή, κάθε επανάσταση οδηγεί σε μια νέα αναδιάταξη των κοινοτήτων γύρω από νέα παραδείγματα και στην αποκατάσταση της ηρεμίας μιας νέας παράδοσης κανονικότητας.

Προϋπόθεση για να λάβει χώρα μια επανάσταση είναι να παρατηρηθούν κάποιες ανωμαλίες στη λειτουργία των παραδειγμάτων, από τις οποίες να εγκύψουν κάποιες περίοδοι κρίσης.

Μια ανωμαλία μπορεί να είναι κάποιο γεγονός που εγείρει υποψίες για την ισχύ του επικρατούντος παραδείγματος χωρίς αναγκαστικά να υπάρχει καμιά ασυμβατότητα με την αντίστοιχη θεωρία. Κάτι τέτοιο, πχ., θα μπορούσε να ήταν ένα από τα εξής: (i) Ένας άλυτος γρίφος, που επιμένει να υπάρχει παρά τις θεωρητικές υποδείξεις ότι θα έπρεπε να μπορεί να λυθεί στα πλαίσια του παραδείγματος. (ii) Κάποιες νέες παρατηρήσεις ή εμπειρικές ενδείξεις που φαίνονται να αντιστέκονται σε μια άμεση υπαγωγή στη λογική του επικρατούντος παραδείγματος. (iii) Κάποια καινούργια θεωρητικά αποτελέσματα που κι αυτά δεν φαίνεται να μπορούν να αφομοιωθούν από την δομή του επικρατούντος παραδείγματος. Βέβαια, κατ’ αρχήν, η εμφάνιση μιας ανωμαλίας δεν μπορεί να κλονίσει την παντοδυναμία του παραδείγματος, γιατί θεωρείται φυσικό το γεγονός κάθε παράδειγμα να έχει κάποιες ατέλειες. Το πρόβλημα όμως δημιουργείται, όταν οι ανωμαλίες, αντί να λιγοστεύουν, συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται, οπότε περνάμε σε κατάσταση κρίσης.

Μια περίοδος κρίσης είναι μια ρευστή κατάσταση, κατά την οποίαν παύει πλέον ένα μόνο παράδειγμα να ασκεί την κυριαρχία του αλλά αναδύονται διάφορα ασυμβίβαστα παραδείγματα, που διαπλέκονται μεταξύ τους για το ποιο θα επικρατήσει ώστε να προσανατολίζει αυτό την άσκηση της πορείας. Η ισχυρότερη τάση μεταξύ των διαπλεκομένων στην κατάσταση της κρίσης παραδειγμάτων συγκροτεί το ιδιόρρυθμο (extraordinary). Το μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον έχει το πώς επιλύεται μια κατάσταση κρίσης. Η επικράτηση ενός νέου παραδείγματος (κάτι που συχνά περιγράφεται σαν μετατόπιση παραδείγματος) δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην εξηγητική πληρότητά του. Αλλά παίζουν μεγάλο ρόλο παράγοντες όπως η δύναμη πειθούς των υποστηρικτών και ο πόλεμος εντυπώσεων μεταξύ τους έτσι ώστε η τελική επιλογή του νέου παραδείγματος να καταλήγει να μοιάζει με “θρησκευτική μεταστροφή,” που δεν στηρίζεται στη ψυχρή λογική ή σε αδιάψευστες μαρτυρίες, ή με ξαφνική αλλαγή οπτικής εικόνας, όπως γίνεται στις περιπτώσεις της μορφολογικής ψυχολογίας (gestalt).2

Επομένως, σε συνθήκες κρίσης δεν υπάρχει καμιά κοινή λογική, δηλαδή, καμιά κοινή αντικειμενική βάση σύγκρισης των αντιμαχομένων απόψεων και άρα ασυμμετρία (incommensurability) των παραδειγμάτων. Ο όρος αυτός, που προέρχεται από τα μαθηματικά (δυο αριθμοί λέγονται ασύμμετροι αν ο λόγος τους είναι άρρητος), τονίζει το γεγονός ότι δυο ανταγωνιστικά παραδείγματα δεν είναι απλώς ασυμβίβαστα, αλλά δεν έχουν ούτε καν κοινό μέτρο σύγκρισης. Πάντως, και με την έννοια της ασυμμετρίας συμβαίνει να μην εννοείται μόνο ένα πράγμα αλλά κυρίως τρεις διαφορετικές κατηγορίες ασυμμετρίας: την ασυμμετρία εννοιών, την ασυμμετρία κριτηρίων και την ασυμμετρία αντιληπτικής ικανότητας.

Η εννοιολογική ασυμμετρίαή ασυμμετρία του γλωσσικού νοήματος παρουσιάζεται, όταν στην επαναστατική μετάβαση από μια κανονική παράδοση σε μια άλλη, τα μέλη της κοινότητας, που εξακολουθούν να μιλούν τις ίδιες λέξεις, αλλάζουν τα νοήματά τους προσδίδοντας εντελώς νέες σημασίες σε παλιούς όρους. Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορούν να επικοινωνούν με αυτούς που έχουν μείνει πιστοί στο παλιό παράδειγμα. (Μια σημαντική συνέπεια της εννοιολογικής ασυμμετρίας είναι ότι με αυτήν απορρίπτεται η θετικιστική θεωρία της αναγωγής, δηλαδή, η θέση ότι η παλαιότερη θεωρία περιέχεται πάντα στη νεότερη και μπορεί πάντα να προκύψει λογικά από τη νεότερη.) Βέβαια, η ασυμφωνία μεταξύ διαφορετικών παραδειγμάτων θα μπορούσε να αρθεί, αν υπήρχε κάποιος τρόπος να μεταφρασθεί η γλώσσα του ενός παραδείγματος στην γλώσσα του άλλου. Όμως υιοθετώντας την θέση για την απροσδιοριστία της ριζικής μετάφρασης, δεν είμαστε ποτέ σε θέση να αποφασίσουμε ποια από μια σειρά πιθανών μεταφράσεων είναι η τέλεια κι έτσι το πρόβλημα παραμένει.

Μεγαλύτερη αξία έχει για τον Kuhn η ασυμμετρία των κριτηρίων. Είναι γεγονός ότι στην διαδικασία διαμόρφωσης μιας παράδοσης κανονικότητας η κοινότητα αναπτύσσει “νόρμες,” “κανόνες” ή “κριτήρια,” που αντιστοιχούν στο κυρίαρχο παράδειγμα. Όλα αυτά ιεραρχούν τις προτεραιότητες των προβλημάτων, αξιολογούν τις λύσεις και θεσμοθετούν τους τρόπους αποδοχής των αποτελεσμάτων. Αλλά η προτεραιότητα των παραδειγμάτων συνεπάγεται ότι τα κριτήρια προσδιορίζονται από τα παραδείγματα κι όχι το αντίστροφο. Επομένως, μια νέα λύση σε ένα πρόβλημα, λύση που εμπνέεται από ένα νέο παράδειγμα και άρα παραβιάζει τα κριτήρια του παλιού παραδείγματος, δεν πρόκειται να αναγνωρισθεί σαν λύση στα πλαίσια της παλιάς παράδοσης. Αν όμως γίνει δεκτή αυτή η νέα λύση, κάτι που γίνεται με καθαρά επαναστατικό τρόπο (απουσία ισχυρών κριτηρίων ή,σε αντίθεση με τα αδύναμα παλιά κριτήρια), τότε αυτόματα δημιουργείται μια νέα παράδοση με νέα κριτήρια.

Τέλος, ακόμη πιο σημαντική είναι για τον Kuhn η ασυμμετρία της αντιληπτικής ικανότητας, όταν σε καταστάσεις κρίσεων (όπως είδαμε) επιβάλλονται διαφορετικές παραστάσεις στο ίδιο πράγμα. Ουσιαστικά, η παντελής έλλειψη κοινής αντικειμενικής βάσης, κάνει τους υποστηρικτές διαφορετικών παραδειγμάτων να βλέπουν διαφορετικά πράγματα, όταν κοιτούν από το ίδιο σημείο στην ίδια κατεύθυνση. Η ασυμμετρία αυτή (που στηρίζεται στις αναλύσεις του Hanson) αναφέρεται και στα πειράματα της μορφολογικής ψυχολογίας (gestalt), στα οποία προκύπτει ότι η εναλλαγή των διαφορετικών οπτικών μορφών γίνεται στιγμιαία κι αυτόματα χωρίς τη μεσολάβηση καμιάς ερμηνείας. Έτσι, ανατρέπεται η πεποίθηση για την ύπαρξη μιας κοινής βάσης ουδετέρων αντιληπτικών δεδομένων, πάνω στην οποία θεμελιώνονται οι διάφορες επιστημονικές ερμηνείες. Με άλλα λόγια, η ασυμμετρία της αντιληπτικής ικανότητας ενισχύει την θέση της θεωρητικής επιβάρυνσης των παρατηρήσεων.

Από τη θέση της ασυμμετρίας δεν απορρέει το ότι η αξιολόγηση των θεωριών γίνεται ανερμάτιστα. Αντιθέτως, ο Kuhn απομονώνει πέντε βασικά κριτήρια για την επιλογή της θεωρίας. Σύμφωνα με αυτά, μια θεωρία πρέπει να είναι:(1) Ακριβής στο πεδίο που εφαρμόζεται σε σχέση με πειράματα και παρατηρήσεις. (2) Συνεπής και με τον εαυτό της και με άλλες αποδεκτές σχετικές θεωρίες. (3) Ευρείας ακτίνας δράσης με την έννοια ότι οι συνέπειές της πρέπει να επεκτείνονται πολύ πιο πέρα από τις παρατηρήσεις ή τις θεωρητικές έννοιες, για την εξήγηση των οποίων αρχικά είχε κατασκευασθεί. (4) Απλή, φωτίζοντας φαινόμενα που διαφορετικά θα έμεναν ασαφή. (5) Γόνιμη για νέες έρευνες αναφορικά με νέα φαινόμενα ή για απαρατήρητες σχέσεις μεταξύ γνωστών φαινομένων.

Πηγές 1, 2

 

Tags: , , , , , , , , , , ,

One response to “Aλλαγή Παραδείγματος (Paradigm shift)

  1. Αβερράνδος

    16/08/2013 at 21:23

    Η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς στην περίοδο «κρίσης Παραδείγματος» και στην αναζήτηση μιας νέας θεώρησης των πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων. Σ’ αυτή την περίοδο θα ακούγονται πολλά και κάποια εξωφρενικά. Tην περίοδο που προηγήθηκε της Θεωρίας της Σχετικότητας εφευρέθηκε ο ανύπαρκτος «αιθέρας», για να εξηγηθούν διάφορα φαινόμενα. Επιπλέον, κατά τον Κουν «πολλοί έφτασαν να εγκαταλείψουν την επιστήμη γιατί δεν κατάφεραν να υπομείνουν την κρίση… να ζουν σ’ ένα κόσμο δίχως συνοχή».

    Like

     

Leave a comment

 

Discover more from + -

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading