RSS

Η «αθωότητα» της επιστήμης

26 Oct

Σχέδιο Μανχάταν[..] μετά το μακάβριο γεγονός της Χιροσίμα, τα πράγματα άλλαξαν δραστικά. Οι ισχυροί κατάλαβαν ότι η επιστημονική έρευνα μπορεί να προσανατολιστεί κατάλληλα και να παραγάγει ασυναγώνιστα όπλα. Γι’ αυτό τον λόγο η έρευνα υποστηρίζεται έκτοτε με τεράστια κονδύλια. Πρωτοφανή μέσα τίθενται στη διάθεση των επιστημόνων, ενώ στήθηκαν υπερσύγχρονα εργαστήρια, εφοδιασμένα με απίστευτο πλούτο οργάνων. Το τίμημα βεβαίως είναι ότι πλέον κατά μεγάλο μέρος η επιστήμη ετεροκαθορίζεται. Τι πάει να πει αυτό; Απλώς ότι η επιστήμη δεν αναπτύσσεται με γνώμονα τα γνωστικά αντικείμενα που η ίδια η επιστημονική κοινότητα έχει προκρίνει ως μείζονα, αλλά με βάση τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες που της θέτουν οι χρηματοδότες και οι «επόπτες» της.

Tο σχέδιο Mανχάταν (Manhattan project)
Ένα καταπληκτικό δοκίμιο, που δείχνει έμπρακτα ότι η επιστήμη είναι πλέον δέσμια των εκάστοτε πολιτικών σκοπιμοτήτων, είναι το βιβλίο του Ζαν-Ζακ Σαλομόν: Επιβιώνοντας της επιστήμης (2003). [..]
Ο συγγραφέας Ζαν-Ζακ Σαλομόν, φιλόσοφος και ιστορικός της επιστήμης με ταυτόχρονη πανεπιστημιακή και τεχνοκρατική εμπειρία, θεωρεί τη στιγμή της ρίψης της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, στις 6 Αυγούστου του 1945, ως ημερομηνία -ορόσημο, πέρα από την οποία η επιστήμη απώλεσε οριστικά την αθωότητά της.
Τότε έγινε μια πρωτόγνωρη καταστροφή, που ουσιαστικά την επέφερε ένα επιστημονικό επίτευγμα της ατομικής Φυσικής. Κυρίως όμως, ο συγγραφέας αναφέρεται στο γεγονός ότι το σχέδιο Mανχάταν, ως υπόδειγμα, μετασχημάτισε οριστικά και αμετάκλητα τόσο τους όρους διεξαγωγής της επιστημονικής έρευνας όσο και τα αντικείμενά της, τις εφαρμογές καθώς και τις αντίστοιχες χρήσεις της.
Δεν υποστηρίζουμε βέβαια ότι μέχρι τότε οι επιστήμονες ήταν «αγνοί και άμωμοι» και εργάζονταν πάντοτε μόνο για τα ιδανικά της επιστήμης τους, ούτε ότι το έργο τους χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για αγαθούς σκοπούς. Είναι γνωστό ότι ο Κέπλερ, ο Γαλιλαίος, ο ντα Βίντσι και πολλοί άλλοι πρόσφεραν τις επιστημονικές συμβουλές τους για στρατιωτικούς σκοπούς, ενώ και ο Φράνσις Μπέικον είχε -ήδη από τον 17ο αιώνα- επισημάνει τόσο τους αμφίδρομους δεσμούς γνώσης και εξουσίας, όσο και τις κυριαρχικές βλέψεις, ή μάλλον τον εναγκαλισμό της τελευταίας, προς την επιστήμη. Άλλωστε οι πρίγκιπες κατά τον Μεσαίωνα χρησιμοποιούσαν μαθηματικούς, αστρονόμους και φυσικούς στην Αυλή τους εκ του πονηρού, ελπίζοντας να προσπορίσουν οικονομικά ή στρατιωτικά οφέλη από τις τυχόν εφευρέσεις τους.
Ο Σαλομόν στο βιβλίο του ισχυρίζεται ότι στην εποχή μας, που ουσιαστικά αρχίζει μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επιστήμη και τεχνολογία οδεύουν «βίους παράλληλους» και αναπτύσσονται σε ένα υπεργιγαντωμένο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, που οι ίδιες κατά κάποιον τρόπο διαμόρφωσαν και το οποίο έκτοτε τις αλληλοχαρακτηρίζει.
Έως τις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι επιστήμονες -ιδιαιτέρως των θετικών επιστημών- διατείνονταν ότι εργάζονταν ανιδιοτελώς για την αναζήτηση της γνώσης σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον το οποίο διατηρούσε -εν μέρει- την αυτοτέλειά του τόσο από το κράτος όσο και από την κοινωνία. Το πανεπιστήμιο ως θεσμός ήταν ο προνομιακός χώρος διεξαγωγής της βασικής έρευνας, της προσανατολισμένης στην παραγωγή νέας γνώσης, ανεξάρτητα από τον βαθμό ενδεχόμενων πρακτικών εφαρμογών της. Υπό αυτό το πρίσμα, τότε, οι έξωθεν πιέσεις, οι έλεγχοι και οι καταπιέσεις ήταν μάλλον περιορισμένα.
Αντιθέτως, μετά το μακάβριο γεγονός της Χιροσίμα, τα πράγματα άλλαξαν δραστικά. Οι ισχυροί κατάλαβαν ότι η επιστημονική έρευνα μπορεί να προσανατολιστεί κατάλληλα και να παραγάγει ασυναγώνιστα όπλα. Γι’ αυτό τον λόγο η έρευνα υποστηρίζεται έκτοτε με τεράστια κονδύλια. Πρωτοφανή μέσα τίθενται στη διάθεση των επιστημόνων, ενώ στήθηκαν υπερσύγχρονα εργαστήρια, εφοδιασμένα με απίστευτο πλούτο οργάνων. Το τίμημα βεβαίως είναι ότι πλέον κατά μεγάλο μέρος η επιστήμη ετεροκαθορίζεται. Τι πάει να πει αυτό; Απλώς ότι η επιστήμη δεν αναπτύσσεται με γνώμονα τα γνωστικά αντικείμενα που η ίδια η επιστημονική κοινότητα έχει προκρίνει ως μείζονα, αλλά με βάση τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες που της θέτουν οι χρηματοδότες και οι «επόπτες» της. Ποιοι είναι αυτοί;
α) Το κράτος, η κρατική εξουσία, ως φορέας άσκησης οικονομικής πολιτικής.
β) Η πολεμική βιομηχανία με τους παχυλούς μισθούς των στελεχών της και τις πλούσιες χρηματοδοτήσεις της έρευνας.
γ) Οι μεγάλες επιχειρήσεις που προσδοκούν αύξηση των κερδών τους.
Έτσι, οι νέοι πυλώνες που καθοδηγούν την έρευνα είναι η ανάπτυξη, η παραγωγικότητα και οι πρακτικές εφαρμογές.
Γι’ αυτό μεγάλες εταιρείες, αλλά και ο στρατός, δημιουργούν τα δικά τους εργαστήρια γνώσης, που ανταγωνίζονται τα πανεπιστήμια και πολλές φορές απορροφούν το πανεπιστημιακό δυναμικό προσφέροντάς του πολλαπλάσιους μισθούς και πολλές οικονομικές διευκολύνσεις, όπως ακριβά αυτοκίνητα, τεράστιες κατοικίες, προσωπική φύλαξη κ.ά.
Η επιστημονική κοινότητα γιγαντώθηκε. Μπορεί να απέκτησε τεράστιους πόρους, ταυτόχρονα όμως απώλεσε μεγάλο μέρος της αυτοτέλειάς της. Μετατράπηκε σε παραγωγική και πολεμική μηχανή.
Ο Σαλομόν εξετάζει κριτικά τις κοινωνικές συνέπειες από τη διεξαγωγή της έρευνας σε αυτές τις συνθήκες, μελετώντας διάφορα πεδία και κυρίως εκείνα που γνωρίζουν τη μεγαλύτερη άνθηση, όπως η Πληροφορική και η Γενετική. Παράλληλα αναλύει τον κίνδυνο η επιστήμη να στραφεί εναντίον των ίδιων των αξιών στις οποίες θεμελιώθηκε με βάση τις αρχές του Διαφωτισμού. Το βιβλίο υπαινίσσεται, όπως άλλωστε φαίνεται από τον τίτλο του, μια έντονη ανησυχία για το μέλλον του πλανήτη μας, για κινδύνους που σχετίζονται με τα οικολογικά προβλήματα, τα οποία η επιστήμη καλείται να αντιμετωπίσει, αλλά κατά κάποιον τρόπο η ίδια δημιούργησε, ή αλόγιστα η ίδια οξύνει σε ένα πλαίσιο αβεβαιότητας και μη αναστρεψιμότητας.
Θαυμάσιο μέρος του βιβλίου είναι οι βιογραφικές αναφορές επιστημόνων, όπου σε ατομικό επίπεδο αναδεικνύεται άλλοτε η μικρότητα, η ματαιοδοξία, η υστεροβουλία, και άλλες φορές η μεγαλοψυχία, η κοινωνική συνείδηση και το ήθος των επιστημόνων: ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες σε αντιδιαστολή με ανθρώπινες αρετές και δύναμη θέλησης. Αυτός ο δυϊσμός δείχνει ότι οι επιστήμονες είναι άνθρωποι και δεν είναι διόλου απαλλαγμένοι από όλα αυτά.
Τα διλήμματα του Νηλς Μπορ, το ειρηνιστικό όραμα του Τζόζεφ Ρότμπλατ και οι τύψεις του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ συνθέτουν μια ιστορία της επιστήμης, που ουσιαστικά διαπλέκεται με την ευρύτερη κοινωνική διάσταση.

Δρ. Στράτος ΘεοδοσίουΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ – ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΡΤΕΣΙΟ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ” Εκδόσεις Δίαυλος (Αθήνα, 2008)

 

Tags: , , , , , , , , , , , ,

3 responses to “Η «αθωότητα» της επιστήμης

  1. Αβερράνδος

    02/03/2018 at 23:15

    Ο Merton δεν παρέλειπε να επισημαίνει ότι μερικές φορές, μπορούν να παρατηρηθούν φαινόμενα επιστημονικής απάτης, απόκρυψης αποτελεσμάτων ή επιλεκτικής διάχυσής τους και προκαταλήψεων εις βάρος ορισμένων ατόμων ή ομάδων.

    Τα συμφέροντα που επηρεάζουν την επιστημονική γνώση θεωρήθηκαν ότι μπορούν να προέρχονται από διάφορους κοινωνικούς θεσμούς, να είναι οικονομικά, πολιτικά, θρησκευτικά ή και πολιτιστικά. Επιπλέον, μπορεί να παράγονται από επαγγελματικές επιστημονικές δραστηριότητες σε καθαρά επιστημονικά θέματα. Με την τελευταία έννοια, συμπεριλήφθησαν και τα γνωστικά συμφέροντα, που αναγκάζουν, για παράδειγμα, τους επιστήμονες να αποδεχθούν ή να απορρίψουν τις ιδέες, που τους ευνοούν ή τους ζημιώνουν, ανάλογα με το αν αυτές συνεπάγονται, αντίστοιχα, αύξηση ή μείωση της αξιοπιστίας της δουλειάς τους.

    Στις μελέτες που έκανε ο Steven Shapin για την φρενολογία (ή κρανιολογία) στο Εδιμβούργο στο τέλος του δεκάτου ογδόου αιώνα (Shapin, 1975, 1979), υποδεικνύεται ότι η υποστήριξη στις φρενολογικές θεωρίες και τα συγκεκριμένα νευροφυσιολογικά ευρήματά τους προερχόταν κι υπηρετούσε τα κοινωνικά συμφέροντα των τότε ανερχόμενων αστικών ομάδων. Αντίθετα, η αντίδραση στην φρενολογία εντοπιζόταν κι υπηρετούσε τα κοινωνικά συμφέροντα των παραδοσιακών ελίτ. Βέβαια, ο Shapin αναγνώριζε ότι στην πραγματικότητα μπορούσαν να συνυπάρξουν τέτοιες αντίθετες τοποθετήσεις και το τελικό αποτέλεσμα των συγκρούσεών τους εξαρτιόταν από τους στόχους και την δυναμική των εμπλεκόμενων ομάδων.

    Μια επιστημονική αντιδικία που έχει μελετηθεί ήταν σε σχέση με την εξέλιξη και την κληρονομικότητα στις αρχές του εικοστού αιώνα μεταξύ των υποστηρικτών της βιομετρίας και των Μεντελιανών (MacKenzie & Barnes, 1975). Οι πρώτοι, στους οποίους πρωταγωνιστούσε ο Karl Pearson, πίστευαν ότι η εξέλιξη προχωρούσε με την επιλογή μεταξύ μικρών ‘συνεχών’ διαφορών, που ακολουθούσαν την κανονική κατανομή ως προς κάποιο χαρακτηριστικό. Από την άλλη μεριά, οι Μεντελιανοί, με κύριο εκπρόσωπό τους τον William Bateson, υποστήριζαν ότι η εξέλιξη μπορούσε να είναι ασυνεχής, καθώς οι κύριες διαφορές στα χαρακτηριστικά των ανθρώπων θα μπορούσαν να κληρονομηθούν και να τροποποιηθούν με απρόβλεπτο τρόπο μέσω διαφόρων μεταλλάξεων. Το ενδιαφέρον στην αντιδικία αυτή ήταν το γεγονός ότι οι αντιμαχόμενοι δεν είχαν πρόσβαση σε διαφορετικά δεδομένα, ούτε υπήρχαν σημαντικές διαφορές στην επιστημονική παιδεία τους και στους τρόπους που ασκούσαν την επιστήμη. Δηλαδή, απουσίαζαν πλήρως οι εσωτερικοί, τεχνικοί παράγοντες, που θα μπορούσαν να εξηγήσουν τις αντιθέσεις των δυο ομάδων στο συγκεκριμένο θέμα. Αλλά τα πράγματα ήταν διαφορετικά αναφορικά με το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και τα κοινωνικά συμφέροντα των δυο ομάδων. Οι υποστηρικτές της βιομετρίας ήσαν θερμοί θιασώτες της ευγονικής, ενός προγράμματος για την βαθμιαία βελτίωση των φυλετικών χαρακτηριστικών με προμελετημένη τροποποίηση της γονιμότητας. Το πρόγραμμα αυτό εκδήλωνε τις μεταρρυθμιστικές και παρεμβατικές τάσεις της ανερχόμενης επαγγελματικής μεσαίας τάξης στην Αγγλική κοινωνία της περιόδου 1890-1910. Στο αντίπαλο στρατόπεδο των Μεντελιανών, η δογματική έμφαση στην ασυνέχεια και την αδυναμία πρόβλεψης της εξέλιξης θα μπορούσε να συσχετισθεί με τη συντηρητική εναντίωση προς την βιομηχανοποίηση, την ‘ορθολογική’ αστικοποιημένη κοινωνία και τον ατομικισμό των ωφελιμιστών.

    Like

     
  2. Αβερράνδος

    03/03/2018 at 19:41

    Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΩΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ : Η ΡΙΖΙΚΗ ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ FEYERABEND
    Στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα η ένταξη της επιστημονικής κοινότητας στο ιστάμενο θεσμικό σύστημα και η λειτουργία της ως εντολοδόχου της κοινωνικής εξουσίας είχε, ιδίως στον ανεπτυγμένο κόσμο, ολοκληρωθεί με την ποδηγέτηση της έρευνας από τις μεγάλες εταιρείες και τις κεντρικές κυβερνήσεις. Από τη σκοπιά αυτή τα ερευνητικά προγράμματα που συγκεντρώνουν πιθανότητες για τη χρηματοδότηση τους και τη γενικότερη θετική αξιολόγηση τους είναι εκείνα που επιτυχώς υπηρετούν την κερδοσκοπική δραστηριότητα των μεγάλων εμπορικών συγκροτημάτων και την πολεμική βιομηχανία. Η εισβολή ταυτόχρονα της τεχνολογίας στην κοινωνική ζωή επιτρέπει αδιανόητες παλαιότερα δυνατότητες ελέγχου και καταναγκασμού των πολιτών. Η σωρευτική συνέπεια όλων αυτών των εξελίξεων είναι μια ογκούμενη εναντίωση τόσο στην επιστήμη, ως οργανωμένο πλέον κρατικό θεσμό, όσο και στην επιστημονική νοοτροπία γενικά, ως μια διανοητική έξη που γυμνώνει τον άνθρωπο από τις διαισθητικές και ποιητικές πτυχές της προσωπικότητας του και τον ευτελίζει σε άβουλο ενεργούμενο στα χέρια απρόσωπων εξουσιαστικών κέντρων. Η δυσαρέσκεια αυτή, που κορυφώθηκε κατά τη δεκαετία του 1960 και συντηρείται έκτοτε, δεν άργησε να επηρεάσει και την καθαρή φιλοσοφία της επιστήμης και να συνενωθεί με το ρεύμα της «εξωτερικής» (externalist) ερμηνείας της επιστημονικής μεθόδου, την οποία έτσι κι αλλιώς είχε πυροδοτήσει ο ιστορισμός. Με τον τρόπο αυτό εσωγενείς και εξωγενείς εντάσεις, η κρίση του θετικισμού και η επαναστατική έξαψη που σφράγιζε το «πνεύμα της εποχής», λειτούργησαν από κοινού για να απαξιωθεί η επιστήμη και το τεχνοκρατικό ήθος. Κανένας φιλόσοφος δεν εκφράζει με πιο εκρηκτικό τρόπο την εξέγερση αυτή από τον Αυστριακό Paul Feyerabend (1924-1994). Η σκέψη του Feyerabend διαμορφώθηκε αρχικά στο πλαίσιο της ποππεριανής κριτικής του θετικισμού, με ιδιαίτερη όμως αιχμή την προσπάθεια να κατοχυρωθεί ο ρεαλισμός ως το αναγκαίο υπόβαθρο της επιστημονικής διαδικασίας. Η συνάντηση του με τη φιλοσοφία του Wittgenstein καθώς και η εντεινόμενη συναίσθηση της καταλυτικής παρουσίας της θεωρίας μέσα στην παρατήρηση τον οδήγησαν σταδιακά σε μια γνωσιολογία που χαρακτηρίζεται ως contextualism, την ιδέα δηλαδή ότι το νόημα, και τελικά η αλήθεια, διαμορφώνεται μέσα στο πλαίσιο των παραδοχών που συγκροτούν την κοινή συνείδηση μιας δεδομένης ανθρώπινης ομάδας, μέσα σε ένα συγκεκριμένο πρότυπο ζωής (την υπαρκτική «παράδοση», όπως την αποκαλεί). Η τελική κατάληξη της προβληματικής αυτής ήταν η κατανόηση της επιστήμης ως μιας ανθρώπινης δραστηριότητας δίπλα σε μια πληθώρα άλλων, μιας δραστηριότητας που δεν διαθέτει υπέρτερο κύρος σε σχέση με τις υπόλοιπες. Τις αξιόλογες τεχνολογικές επιτυχίες της τις εξαργυρώνει με τη συμμετοχή της στο σύστημα της εξουσίας, και μετατρέπεται έτσι σε κεντρικό στυλοβάτη ενός αλλοτριωτικού και καταπιεστικού κοινωνικού σχηματισμού. Η επιστήμη δεν έχει καμία εγγενή αξία, καμία προνομιακή σχέση με την ουσία των πραγμάτων, ούτε είναι φορέας διανοητικών και αξιολογικών προτύπων υποχρεωτικών για όλους. Αν ο χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος ήταν το θεμελιακό αίτημα των μεγάλων επαναστάσεων του 18ου αιώνα, ο χωρισμός της επιστήμης από το κράτος είναι η προϋπόθεση για την ελευθερία στο τέλος του 20οΰ. Συνολικά λοιπόν το δυτικό πολιτισμικό πρότυπο που στηρίζεται στην τεχνοκρατική ορθολογικότητα συνιστά μιαν οπισθοδρόμηση του πολιτισμού. Η ελεύθερη κοινωνία είναι εκείνη που συνίσταται από μια πλειάδα ξεχωριστών «παραδόσεων», από τις πιο νεωτερικές, ριζοσπαστικές, ανατρεπτικές έως τις πιο οπισθοδρομικές, ανορθόλογες, συμβατικές κτλ. Μια απροκατάληπτη μελέτη της ιστορίας της επιστήμης θα δείξει, πιστεύει ο Feyerabend, ότι και αυτή η σημερινή ορθολογική στάση για την οποία τόσο υπερηφανευόμαστε αναπτύχθηκε πάνω στη βάση μιας ριζικής μεθοδολογικής πολλαπλότητας. Καμιά μέθοδος δεν ήταν υποχρεωτική και καμιά δεν ήταν απαγορευμένη στην προσπάθεια για την πιο λειτουργική εμπλοκή με τον κόσμο που χαρακτήρισε τη νεωτερική επιστήμη. Όπως και να έχει το πράγμα, η συλλογιστική του Feyerabend κατάφερε να αγγίξει μιαν εξόχως προβληματική πτυχή στη σημερινή θεσμοποίηση της επιστήμης, τη μετατροπή της δηλαδή σε συστατικό ενός συστήματος κοινωνικού καταναγκασμού, μια πραγματικότητα που είχε όντως συσκοτισθεί από την επίσημη, ακαδημαϊκή θεωρία και την ιστορία. Παρά τις ακρότητες της, λοιπόν, έπιασε τον σφυγμό μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας και αποτέλεσε μία από τις ιδεολογικές επιρροές που σφράγισαν τα σύγχρονα οικολογικά και αντιτεχνολογικά κινήματα.

    Like

     

Leave a comment

 

Discover more from + -

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading