RSS

Το πρόβλημα της αποτυχίας του καπιταλισμού και οι θεωρίες της κρίσεως

19 Nov

Ελλάδα και Χρέη = ΜεταρυθμίσειςΗ ανυπαρξία, μιας καλύτερης (αν όχι εναλλακτικής) μεθόδου οικονομικής οργάνωσης από αυτή του συστήματος της αγοράς, θέτει το θέμα της σχετικής του «επιτυχίας». Η απάντηση στο θέμα αυτό ταυτόχρονα αποτελεί και ένδειξη της ανάγκης για την αναζήτηση και ανεύρεση μιας εναλλακτικής μεθόδου. Με την έννοια αυτή, η «αποτυχία» ή κρίση του καπιταλισμού είναι ίσως περισσότερο επίκαιρη από ποτέ.

Τη δεκαετία του ’90 η επικρατούσα άποψη θεωρούσε την «πτωτική τάση του κέρδους», την «υποκατανάλωση» και την «αυξανόμενη δύναμη της εργασίας» ανταγωνιστικές. Τότε παρουσιάστηκαν και οι απόψεις περί «ρύθμισης» (regulation) και «κοινωνικής δομής συσσώρευσης» (social structure of accumulation). Τόσο οι «νεοκλασικές» όσο και οι μαρξικές θεωρίες παρουσιάζουν κοινές αδυναμίες.

Νεοκλασικές θεωρίες περί «επιτυχίας» και «αποτυχίας» του καπιταλισμού

Η θεωρία περί «γενικής ισορροπίας» αποτελεί την κορωνίδα της νεοκλασικής οικονομικής», όπου οι συναλλαγές είναι ίσες προς τις προσφορές και ζητήσεις στην τιμή ισορροπίας. Η κύρια σημασία της απόδειξης του άριστου του συστήματος της γενικής ισορροπίας είναι το άριστον της αγοράς. Όπως παρατηρεί  ο McKenzie το 1989, η κύρια θεσμική κατανομή των πόρων στο σύστημα γενικής ισορροπίας είναι η αγορά (μηχανισμός των τιμών), και κατά συνέπεια το άριστο της γενικής ισορροπίας συνεπάγεται το άριστο της αγοράς, δηλαδή την επιτυχία (μη-αποτυχία) της αγοράς.

Σε μικροοικονομικό επίπεδο όμως, έχουν τονιστεί διάφορες «στιγμές» αποτυχίας της αγοράς, όπως η ύπαρξη εξωτερικών οικονομιών και επιβαρύνσεων (externalities), η παρουσία ολιγοπωλιακών-μονοπωλιακών παρεκκλίσεων κλπ., που θέτουν σε αμφισβήτηση το άριστο του συστήματος των τιμών (αγοράς).
Η μακροοικονομική θεώρηση της αποτυχίας της αγοράς είναι συσχετισμένη με τον Keynes. Στο έργο του  Γενική Θεωρία, 1936, ο Keynes υποστήριξε ότι ο «νόμος του Say» (ότι η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση, άρα αποτυχίες της αγοράς, όπως για παράδειγμα αθέλητη ανεργία, δεν μπορούν να υπάρξουν) είναι αβάσιμος. Σύμφωνα με τον Keynes, η ισότητα προσφοράς και ζήτησης εξαφαλίζεται μόνον εκ των υστέρων (ex-post) μέσω προσαρμογών σε ποσότητες (quantity adjustment). Εκ των προτέρων (ex-ante) δεν υπάρχει λόγος ισορροπίας ζήτησης και προσφοράς, μια και οι σχεδιαζόμενες επενδύσεις (των εταιριών) δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τις σχεδιαστικές αποταμιεύσεις (των νοικοκυριών). Μη σύμπτωση συνεπάγεται αποτυχία της αγοράς (αθέλητη ανεργία ή πληθωρισμό), που επιπλέον δεν είναι αυτοδιορθούμενη. Έχουμε δηλαδή αποτυχία σε ισορροπία.

Με δεδομένη τη μη ex-ante ισορροπία στο κεϋνσιανό μοντέλο, η ex-post ισορροπία επιτυγχάνεται μέσω μεταβολών στο εισόδημα. Τέτοιες μεταβολές ποσοτήτων λείπουν παντελώς από το «υπόδειγμα γενικής ισορροπίας», και από τα «υποδείγματα ανισορροπίας». Κατά τον Keynes όμως, η «αποτυχία της αγοράς» σε μακροοικονομικό επίπεδο δεν συνεπάγεται, και την «αποτυχία του καπιταλισμού». Εκεί που αποτυγχάνει η αγορά μπορεί να επέμβει το κράτος. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα γενικής αποτυχίας συνεπάγεται τη μη-αναγκαιότητά της μέσω της κρατικής παρέμβασης, δηλαδή μέσω των κατάλληλων δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών.

Την αισιοδοξία του Keynes, όσον αφορά το ρόλο του κράτους, δεν συμερίζονται οι «μονεταριστές» οικονομολόγοι. Ο Milton Friedman, αντιτείνει ότι το κράτος όχι μόνο δεν μπορεί να προσφέρει λύση στην «αποτυχία της αγοράς», αλλά στο βαθμό που η αποτυχία αυτή υπάρχει, το κράτος είναι ο δημιουργός της. Οι μονεταριστές ισχυρίζονται ότι οι αγορά μπορεί από μόνη της να επιτύχει άριστη κατανομή των πόρων, στο βαθμό που η λειτουργία της δεν εμποδίζεται από λαθεμένες κρατικές παρεμβάσεις. Στην περίφημη επανερμηνεία της κρίσης του 1929, οι Friedman και Schwartz (1963) υποστηρίζουν ότι η κρίση οφείλονταν στη πτώση της προσφοράς του χρήματος την περίοδο 1929-1933, την οποία η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ επέτρεψε να συνεχιστεί και οδήγησε στο να μετατραπεί η κερδοσκοπική μικροαναταραχή σε χρηματιστηριακό κραχ. Η προσφορά του χρήματος αφέθηκε να πέσει περισσότερο, και οδήγησε τελικά στη «μεγάλη κρίση».
Λόγοι για την «αποτυχία του κράτους» που προτείνονται από τους μονεταριστές είναι πολλοί: για παράδειγμα, η καιροσκοπική ιδιοτελής συμπεριφορά των κρατικών λειτουργών, πολιτικών κλπ., και η εξάρτηση των τελευταίων από οργανωμένα συμφέροντα (είτε εργοδοτών, είτε εργαζομένων). Θα επανέλθουμε στο θέμα αυτό αργότερα. Προς το παρόν αρκεί να τονιστεί το εξής: ότι, αντίθετα με τους κεϋνσιανούς, που τονίζουν τη μακροοικονομική αποτυχία της αγοράς, αλλά πιστεύουν στην ικανότητα διόρθωσής της από το κράτος, οι μονεταριστές τονίζουν την αποτυχία του κράτους και ισχυρίζονται ότι ελλείψει της η αγορά δεν θα αποτύγχανε. Αυτό που έχουν κοινό και οι δύο θεωρήσεις είναι η πίστη ότι ένα σύστημα αγοράς μπορεί να επιτύχει άριστη κατανομή των πόρων στο βαθμό που το κράτος παρεμβαίνει (κεϋνσιανή άποψη) ή απλά περιορίζει το ρόλο του στο ελάχιστο, π.χ. στον ορισμό των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας (μονεταριστική άποψη).

Ακολουθεί η γνωστή άποψη και των δύο θεωρήσεων, ότι τυχόν αποτυχίες του συστήματος της αγοράς οφείλονται σε «λάθη πολιτικής» (policy errors).

Ενώ η μονεταριστική άποψη επισημαίνει την πιθανότητα αποτυχίας του συστήματος της αγοράς λόγω του κράτους, δεν παρέχει κάποια συστηματική σύνδεση μεταξύ κράτους και αποτυχίας της αγοράς. Μια τέτοια σύνδεση έχει προσφέρει η θεωρία περί κοινωνικής ασφάλισης του Martin Feldstein, σ’ ένα άρθρο του το 1974. Υποστηρίζει ότι η εισαγωγή του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στις ΗΠΑ είναι υπεύθυνη για τη μείωση της συσσώρευσης κεφαλαίου στη χώρα αυτή κατά το ήμισυ περίπου.

Κατά τη συλλογιστική αυτή, υποτίθεται ότι τα νοικοκυριά έχουν ένα άριστο διαχρονικό επίπεδο κατανάλωσης-αποταμίευσης, στο οποίο επιδιώκουν να ευρίσκονται. Επίσης υποτίθεται ότι τα νοικοκυριά θεωρούν όλα τα είδη χρηματικών πόρων που έχουν ως στενά υποκατάστατα (as set substitution). Η εισαγωγή της κοινωνικής ασφάλισης (κρατικών συντάξεων) συνεπάγεται τη συνεισφορά από τα νοικοκυριά ενός μέρους του εισοδήματος τους για λήψη κρατικής σύνταξης όταν συνταξιοδοτηθούν. Δεδομένου ότι τα νοικοκυριά θεωρούν τις συνεισφορές αυτές ως μελλοντικό εισόδημα (αποταμίευση), μειώνουν την τρέχουσα αποταμίευσή τους κατά ένα ποσό ισοδύναμο των συνεισφορών τους. Εδώ όμως παρουσιάζεται το εξής πρόβλημα. Η κοινωνική ασφάλιση στις περισσότερες δυτικές χώρες είναι «pay-as-you-go», δηλαδή το κράτος δεν διατηρεί ένα «κεφάλαιο» ισοδύναμο με τις αναμενόμενες πληρωμές συντάξεων, αλλά αντίθετα χρησιμοποιεί τις τρέχουσες συνεισφορές για τη χρηματοδότηση τρεχουσών πληρωμών για συντάξεις, εν αναμονή λήψης συνεισφορών για τη χρηματοδότηση αυτών που εργάζονται τώρα (συνεισφερόντων) από την επόμενη ενεργό γενιά. Η παράλληλη έλλειψη του κεφαλαίου και της πεποίθησης των νοικοκυριών για την ύπαρξή του, και συνεπώς της μείωσης των αποταμιεύσεών τους, οδηγεί σε αντίστοιχη με την τελευταία μείωση των αποταμιεύσεων, τις οποίες ο Felstein εξισώνει με την «κεφαλαιουχική συσσώρευση».

Η υπόθεση Feldstein έχει τύχει ιδιαίτερης προσοχής (και κριτικής) για το λόγο ότι αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική κριτική του λεγάμενου «κράτους ευημερίας», που οι λειτουργίες του (π.χ. κοινωνική ασφάλιση) εμφανίζονται υπεύθυνες για τη μείωση της κεφαλαιουχικής συσσώρευσης (συνεπάγεται της ανάπτυξης) των δυτικών χωρών. Η ορθότητα της υπόθεσης αυτής, συνεπώς, αποτελεί έναν παραπέρα λόγο για τον περιορισμό της κρατικής παρέμβασης, η οποία εδώ φαίνεται να είναι λόγος συστηματικής μείωσης της οικονομικής ενεργητικότητας και όχι μόνο: στο βαθμό που ο συνεισφέρων πληθυσμός αυξάνεται διαχρονικά και/ή το ποσοστό συνεισφορών αυξάνεται, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια διαρκής τάση μείωσης της συσσώρευσης. Το κράτος δηλαδή, γίνεται λόγος μιας τάσης προς αποτυχία ή κρίση του συστήματος αγοράς. Από τις θεωρητικές κριτικές της υπόθεσης Feldstein, ενδιαφέρον έχει αυτή του James Tobin (1980), που επισημαίνει ότι νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα και περιορισμούς ρευστότητας μπορεί να αδυνατούν να μειώσουν τις αποταμιεύσεις τους (π.χ. επειδή δεν έχουν!) και/ή να δανειστούν, όταν αυξάνονται οι συνεισφορές τους για κοινωνική ασφάλιση.

Η κριτική του Tobin αμφισβητεί την ισχύ της υπόθεσης Feldstein, αλλά όχι και τη λογική της. Ο Barro, ισχυρίστηκε ότι τα νοικοκυριά θεωρούν τις συνεισφορές για κοινωνική ασφάλιση «φόρους». Λόγω των ορθολογικών τους προσδοκιών αναμένουν τις μελλοντικές τους συνεισφορές (φόρους) και αποφεύγουν να αυξήσουν την τρέχουσα κατανάλωσή τους όταν λαμβάνουν πληρωμές από συντάξεις. Έτσι, οι συνεισφορές για κοινωνική ασφάλιση δεν αλλοιώνουν το άριστο επιθυμητό επίπεδο κατανάλωσης-αποταμίευσης των νοικοκυριών, άρα το κράτος είναι αδύναμο να βλάψει στη συγκεκριμένη περίπτωση! Σύμφωνα με το Lucas και τη σχολή των ορθολογικών προσδοκιών, οι κρατικές παρεμβάσεις αντισταθμίζονταν από τη συμπεριφορά των ορθολογικών νοικοκυριών, στο βαθμό τουλάχιστον που δεν είναι μη-αναμενόμενες. Έτσι, μόνο μη-αναμενόμενες πολιτικές μπορεί να έχουν κάποιο αποτέλεσμα. Υποθέτοντας επιπλέον την ύπαρξη συνεχούς ισορροπίας στην αγορά, συμπεραίνεται ότι οι οικονομικές διακυμάνσεις είναι απλώς «κινούμενα σημεία ισορροπίας» (moving equilibria).

Από τις σημαντικότερες κριτικές της σχολής των ορθολογικών προσδοκιών είναι αυτή του Tobin (1980), ο οποίος εναντιώθηκε στην υπόθεση ύπαρξης συνεχούς ισορροπίας για την έλλειψη ρεαλισμού της, ή/και την ύπαρξη κάποιων νέων εμπειρικών δεδομένων που να τη δικαιολογούν. Μια και ουσιαστικά η σχολή αυτή απλά ισχυρίζεται την ορθότητα αυτού που οι Arrow-Debreu έχουν τουλάχιστον προσπαθήσει να αποδείξουν. Η αντίληψη αυτή του Tobin επαναβεβαιώνει την ανάγκη ύπαρξης παρεμβατικής πολιτικής από το κράτος, και επίσης την, κατά τον Tobin, δυνατότητα επιτυχίας της.

Συνοπτικά: οι μονεταριστές και νεοκλασικοί (ορθολογικές προσδοκίες) πιστεύουν ότι ο μηχανισμός των τιμών μπορεί από μόνος του να επιτύχει άριστη κατανομή χωρίς σταθεροποιητική διορθωτική κρατική παρέμβαση, που μόνο κακό μπορεί να προκαλέσει (μονεταριστές) ή είναι απλά αναποτελεσματική (νεοκλασικοί). Αντίθετα, οι κεϋνσιανοί πιστεύουν ότι ο μηχανισμός των τιμών δεν μπορεί να κατανείμει τους πόρους άριστα ελλείψει κρατικής παρέμβασης, μπορεί όμως μέσω τέτοιας παρέμβασης. Και στις δύο περιπτώσεις, τυχούσες αποτυχίες του συστήματος της αγοράς οφείλονται σε λάθη πολιτικής, κατά συνέπεια όχι σε λόγους αποτυχίας ενδημικούς στο σύστημα αγοράς και στο μηχανισμό των τιμών καί της κρατικής παρέμβασης, δηλαδή του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά.

Και όμως η απλή παραδοχή από πλευράς ενός εξωτερικού παρατηρητή ότι «έχουν όλοι δίκιο», δηλαδή και οι κεϋνσιανοί περί αποτυχίας της αγοράς, και οι μονεταριστές περί αποτυχίας του κράτους, συνεπάγεται τη λογική πιθανότητα αποτυχίας του συστήματος! Βέβαια, το σημαντικό είναι να εξηγήσει κανείς πώς και γιατί. Έξω από τα πλαίσια της νεοκλασικής ορθοδοξίας, μια τέτοια εξήγηση δίνεται από τη μαρξική θεώρηση που ισχυρίζεται ότι υπάρχει η αναγκαιότητα αποτυχίας (κρίσης) του συστήματος αγοράς εξαιτίας παραγόντων που είναι ενδημικοί στον καπιταλισμό.

Μαρξικές θεωρίες της καπιταλιστικής κρίσης

Η μαρξική θεωρία αναφέρεται στην κρίση του συστήματος συνολικά, και όχι απλά σε αποτυχίες (failures) της μιας ή της άλλης από τις θεσμικές μορφές του συστήματος. Η θεωρία της κρίσης έχει ιδιάζουσα σημασία στη μαρξική θεωρία για δύο κυρίως λόγους.
Πρώτον, η κρίση δείχνει ότι ο καπιταλισμός, πέρα από το ότι βασίζεται σε ανισότητες (κάτοχοι και μη-κάτοχοι των μέσων παραγωγής), αποτελεί επίσης και έναν μη-αποδοτικό (inefficient) τρόπο κατανομής των πόρων.
Δεύτερον, στο βαθμό που σύμφωνα με τη μαρξική θεωρία ο καπιταλισμός είναι ένας μεταβατικός «τρόπος παραγωγής» ή «κοινωνικός σχηματισμός», η κρίση είναι δυνατόν να είναι το προοίμιο της μετάβασης στο επόμενο σύστημα, το σοσιαλισμό.

Στη συνέχεια, επιχειρείται η συνοπτική παρουσίαση της ιδιαίτερα εκτεταμένης βιβλιογραφίας από τους μαρξιστές στο θέμα αυτό.

Κατ’ αρχήν είναι χρήσιμο να διακρίνουμε μεταξύ των «όρων της κρίσης», των συνθηκών δηλαδή που κάνουν την κρίση δυνατή στον καπιταλισμό, και των «θεωριών περί κρίσης», δηλαδή του προσδιορισμού των αιτιακών παραγόντων που οδηγούν στην κρίση.

Σύμφωνα με τους μαρξιστές, οι τρεις κύριες συνθήκες (όροι) της κρίσης είναι:
πρώτον, η συνύπαρξη του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ιδιωτικής ιδιοποίησης στον καπιταλισμό, και οι συναφείς με αυτήν ανισότητες στο εισόδημα
δεύτερον, η ύπαρξη πολλών ασυγχρονιών μεταξύ των κεφαλαίων (εταιριών), δηλαδή η «αναρχική» φύση του καπιταλισμού1·
τρίτον, το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είναι χρηματική (monetized) οικονομία, πράγμα που επιτρέπει τη διάρρηξη της συγχρονίας αγοράς / πώλησης, που βρίσκεται για παράδειγμα στις ανταλλακτικές (barter) οικονομίες.

Σε αντίθεση, ωστόσο, με τη νεοκλασική θεώρηση, η μαρξική θεωρία δεν παραμένει στους όρους ή τις συνθήκες της κρίσης, αλλά προτείνει αιτιακούς παράγοντες που τείνουν να μετατρέψουν τις συνθήκες κρίσης σε πραγματική κρίση. Οι τρεις πλέον γνωστοί παράγοντες (θεωρίες της κρίσης) είναι οι ακόλουθοι:
πρώτον, η θεωρία της αύξουσας οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου -πτωτικής τάσης του κέρδους·
δεύτερον, η θεωρία της υποκατανάλωσης και της κρίσης πραγματοποίησης, και,
τρίτον, η θεωρία της αυξανόμενης δύναμης της «εργασίας» (εργατικής τάξης).

Παρά το ότι ξεχωρίσαμε τη θεωρία της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους ως ιδιαίτερη θεωρία, και οι τρεις βασίζονται στην πτωτική τάση, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους με αναφορά στους λόγους που οδηγούν στην πτώση, και στις μορφές που παίρνει αυτή η τάση.

Ο «νόμος» της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους (ΠΤΚ) είναι κατ’ αρχήν, σύμφωνα με τον Marx ο πλέον θεμελιώδης «νόμος» της «σύγχρονης» οικονομίας. Σε πολύ απλούς όρους, ο «νόμος» αυτός μπορεί να διατυπωθεί ως εξής. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού οδηγεί σε μιαν αύξηση της οργανικής σύνθεσης, δηλαδή της αναλογίας σταθερού κεφαλαίου (κεφαλαιουχικός εξοπλισμός, κτίρια, πρώτες ύλες κλπ.) προς μεταβλητό κεφάλαιο (εργατική δύναμη), που ορίζονται σε όρους αξίας. Μπορεί ν’ αποδειχτεί ότι το ποσοστό του κέρδους συνδέεται θετικά με το βαθμό υπεραξίας (αξία προϊόντος πλέον της απαραίτητης για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης) ή το βαθμό εκμετάλλευσης, και αρνητικά με την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Προκύπτει απ’ αυτό ότι τυχόν αύξηση της τελευταίας συνεπάγεται την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους. Το θέμα βέβαια είναι γιατί αυξάνεται η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Αυτό εξηγείται στη μαρξική θεωρία με το επιχείρημα ότι η ταξική πάλη από τη μια πλευρά και ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων κεφαλαίων από την άλλη, οδηγούν σε μια τάση για εισαγωγή νέων τεχνολογιών που εξοικονομούν εργασία (labour saving technical progress). H «εκδίωξη» της ζωντανής εργασίας από την παραγωγή αυξάνει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και κατά συνέπεια μειώνει το ποσοστό του κέρδους, εκτός βέβαια, αν ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης αυξηθεί επαρκώς ώστε να αντισταθμίσει την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Δεδομένων των ορίων (τεχνικών, όπως το ότι η μέρα έχει 24 ώρες, και κοινωνικοπολιτικών, π.χ. αντίσταση των εργατών) στην αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, και δεδομένης της απουσίας τέτοιων ορίων στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, θεωρείται ότι τελικά οι αυξήσεις στην οργανική σύνθεση θα οδηγήσουν στην ΠΤΚ.

Πέρα από το «βαθμό εκμετάλλευσης», άλλοι παράγοντες που μπορεί να λειτουργήσουν ως αντίρροπες τάσεις που δεν επιτρέπουν την εκδήλωση των αποτελεσμάτων του «νόμου», είναι κατά τον Marx οι μειώσεις των μισθών, το εξωτερικό εμπόριο, οι αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου (joint stock capital), δηλαδή των επιχειρήσεων περιορισμένης ευθύνης, ο σχετικός υπερπληθυσμός που τείνει να μειώνει τους μισθούς, και η πτώση της αξίας των στοιχείων του σταθερού και του μεταβλητού κεφαλαίου.

Η δεύτερη γνωστή θεωρία κρίσης στο μαρξισμό είναι εκείνη της «υποκατανάλωσης» (underconsumption) και της πραγματοποίησης των κερδών (realization of profits). Αντίθετα με την προηγούμενη θεωρία, που είχε σχεδόν αγνοηθεί από τους μαρξιστές για πολύ μεγάλο διάστημα, η θεωρία της υποκατανάλωσης ήταν ιστορικά ιδιαίτερα δημοφιλής. Η «υποκατανάλωση» δεν θεωρείται απλά μια φάση του οικονομικού κύκλου, αλλά τάση προς την οποία τείνει μόνιμα η καπιταλιστική οικονομία, ελλείψει αντισταθμιστικών παραγόντων. Απλουστεύοντας κάπως τα πράγματα, υποκατανάλωση σημαίνει ότι η δυνατότητα του πληθυσμού να αγοράσει το προϊόν που είναι δυνατόν να παραχθεί είναι ανεπαρκής· έτσι, το παραγόμενο προϊόν δεν αγοράζεται, ή το προϊόν που θα μπορούσε κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες να παραχθεί δεν παράγεται λόγω της έλλειψης αποτελεσματικής κατανάλωσης (δηλαδή επιθυμίας κατανάλωσης με παράλληλη ύπαρξη χρήματος για την ικανοποίηση της επιθυμίας).

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού δημιουργεί πτωτική τάση της αποτελεσματικής ζήτησης (κατανάλωσης, επένδυσης, εξαγωγικού πλεονάσματος και ελλείμματος του προϋπολογισμού). Σύμφωνα με τον Kalecki, ο λόγος για την τάση αυτή είναι η αύξηση του βαθμού μονοπωλίου (degree of monopoly) και εξαρτάται από παράγοντες όπως ο βαθμός συγκεντροποίησης της παραγωγής σε μικρό αριθμό επιχειρήσεων, από τις πολιτικές διαφήμισης των επιχειρήσεων κλπ., και τείνει να αυξάνεται διαχρονικά. Ο λόγος αυτής της διαχρονικής αύξησης μπορεί να αναζητηθεί στη μαρξική θεωρία της «αύξουσας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου», που κατά τον Marx οφειλόταν κύρια στην ανάγκη των επιχειρήσεων να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακος, που τείνει να αυξήσει το μέγεθος των επιχειρήσεων και να εκδιώξει τις μικρές αντι-οικονομικές επιχειρήσεις. Ο μαρξικός αυτός νόμος έχει επιβεβαιωθεί εμπειρικά, όχι τόσο από έρευνες μαρξιστών, αλλά από τη νεοκλασική θεωρία της «βιομηχανικής οργάνωσης».

Με δεδομένα τα ανωτέρω, το κύριο θέμα στη θεωρία της υποκατανάλωσης είναι γιατί και πώς η τάση αύξησης του βαθμού μονοπωλίου δημιουργεί τάση μείωσης της ενεργού ζήτησης συνολικά, ή τουλάχιστον κατ’ αρχήν της κατανάλωσης. Εδώ έχουν προταθεί διάφορα σενάρια. Το απλούστερο είναι η κεϋνσιανή άποψη ότι οι μισθωτοί έχουν μεγαλύτερη ροπή κατανάλωσης από τους καπιταλιστές. Δεδομένου ότι η τάση συγκεντροποίησης της παραγωγής συνεπάγεται αναδιανομή του εισοδήματος από τους μισθούς στα κέρδη, ακολουθεί η τάση υποκατανάλωσης.

Άλλη θεωρία υποκατανάλωσης αυτή των Baran και Sweezy της οποίας κύρια σημεία είναι τα ακόλουθα:
Πρώτον, έχουμε ολιγοπωλιακές αγορές, με τα ολιγοπώλια να συμπεριφέρονται συνεργατικά ώστε να μεγιστοποιούν το συνολικό κέρδος για τον κλάδο (δηλαδή ως οιονεί μονοπώλιο), προσπαθώντας παράλληλα να αποτρέπουν την είσοδο ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στον κλάδο. Δεύτερον, έχουμε τάση αύξησης της «ολιγοπωλιοποίησης», που δεδομένης της τιμολογιακής πολιτικής των ολιγοπωλίων, οδηγεί σε τάση αύξησης του «πλεονάσματος» (surplus), που ορίζεται όπως η υπεραξία στη θεωρία του Marx (κέρδη, τόκοι, πρόσοδοι, εισόδημα αυτοαπασχόλησης) συν τις «μη χρήσιμες» δαπάνες από επιχειρήσεις και κυβερνήσεις, όπως διαφήμιση, εξοπλισμοί κλπ. Το «πλεόνασμα» χωρίζεται σε πραγματικό και δυνητικό, όπου το τελευταίο είναι εκείνο που θα μπορούσε να παραχθεί αν όλοι οι αχρησιμοποίητοι πόροι είχαν αποδοτική χρήση. Το (ανοδικό) πλεόνασμα μπορεί. να καταναλωθεί, επενδυθεί ή αναλωθεί σε μη-χρήσιμες δαπάνες. Διαχρονικά, η κατανάλωση τείνει να πέφτει λόγω της πολιτικής των εταιριών περιορισμένης ευθύνης να αυξάνουν μεταβατικά τα μερίσματα όταν αυξάνονται τα κέρδη. Έτσι, η επένδυση πρέπει να αυξάνεται διαχρονικά για να «γεμίσει το κενό». Αυτό είναι απίθανο, λόγω της τάσης των μονοπωλίων να μη χρησιμοποιούν υπάρχουσες εφευρέσεις, εφόσον τα υπάρχοντα εργοστάσια-μηχανήματα είναι ακόμη επικερδή. Έτσι, το κενό παραμένει ή απορροφάται από μη-χρήσιμες δαπάνες, κύρια διαφημίσεις, εξοπλισμός και πολιτικές δαπάνες των κυβερνήσεων.

Η τρίτη μαρξική προσέγγιση στη θεωρία της κρίσης είναι αυτή της «αύξουσας δύναμης της εργασίας» (rising labour strength). Επιχειρήματα αυτού του τύπου έχει χρησιμοποιήσει ο Marx για να εξηγήσει τον οικονομικό κύκλο. Η κεντρική θέση της θεώρησης αυτής είναι ότι διαχρονικά η δύναμη της «εργασίας» (εργατικής τάξης) αυξάνεται σχετικά περισσότερο από εκείνη του κεφαλαίου, κι αυτό τείνει να μειώνει το ποσοστό κέρδους (σε τιμές αγοράς), πράγμα που τελικά οδηγεί σε κρίση. Το κεντρικό επιχείρημα των Botty και Crotty είναι ότι στην ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου μειώνεται ο «εφεδρικός στρατός εργασίας», πράγμα που αυξάνει τη διαπραγματευτική δύναμη της εργασίας, και επομένως το μερίδιο των μισθών στο εισόδημα.

Στην πραγματικότητα, όπως ο ίδιος ο Marx είχε παρατηρήσει, ακόμη και ένα φθίνον μερίδιο κερδών προς τους μισθούς είναι συμβατό με τον αυξανόμενο βαθμό εκμετάλλευσης. Η παρατήρηση αυτή, ότι αυξανόμενα ποσοστά μισθών μειώνουν το βαθμό εκμετάλλευσης, μόνον συμπτωματικά και κατ’ ελάχιστον αμφισβητεί τον κεντρικό πυρήνα της θεωρίας της «αύξουσας δύναμης της εργασίας».

Αυτό που προκύπτει, από τη μέχρι τώρα συνοπτική παρουσίαση των μαρξικών απόψεων, είναι ότι όλες τους αποτελούν αντικείμενο έντονων συζητήσεων και κριτικής, χωρίς καμιά να είναι γενικά αποδεκτή. Επιπλέον, η γενική τάση είναι οι θεωρίες αυτές να αναπτύσσονται ως ανταγωνιστικές και όχι ως συμπληρωματικές. Αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό όσον αφορά, για παράδειγμα, τη θεωρία της υποκατανάλωσης, που προβλέπει ένα αυξανόμενο μερίδιο κερδών στο εισόδημα, και τη θεωρία της αύξουσας δύναμης της εργασίας, που προβλέπει το αντίθετο.

Η θεωρία του Wright (1977), ο οποίος συσχετίζει διαφορετικές θεωρίες κρίσης με διαφορετικές «στιγμές» ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλισμού. Αν και η θεωρία δεν κάνει χρήση ιστορικών στοιχείων, η ανάλυση είναι δυναμική (διαχρονική), και κάνει την «περιοδοποίηση» του καπιταλισμού ενδογενή, προτείνοντας ότι το πέρασμα από το ένα στάδιο στο άλλο επέρχεται ως αποτέλεσμα της υπερπήδησης των «εμποδίων συσσώρευσης» που παρουσιάζονται στο στάδιο αυτό. Συγκεκριμένα, στο αρχικό στάδιο της «πρωταρχικής συσσώρευσης» το κύριο εμπόδιο στη συσσώρευση θεωρείται η μάζα της υπεραξίας, λόγω του περιορισμένου μεγέθους της εργατικής τάξης και της έλλειψης στενής επιτήρησης της εργασίας. Η λύση είναι θεσμικές αλλαγές, όπως μετανάστευση, εκδίωξη αγροτών από τη γη τους (enclosures) και το πέρασμα στο εργοστασιακό σύστημα. Στο δεύτερο στάδιο της βιομηχανίας (manufacture), εμπόδιο είναι το ποσοστό υπεραξίας εξαιτίας κυρίως της χαμηλής παραγωγικότητας. Λύση είναι οι τεχνικές αλλαγές εξοικονόμησης εργασίας, κι έτσι έχουμε το νόμο της ΠΤΚ (λόγω αύξουσας οργανικής σύνθεσης). Οικονομικοί κύκλοι που μειώνουν την αξία του κεφαλαίου και τείνουν στην αύξηση της συγκεντροποίησης, και τεχνικές αλλαγές εξοικονόμησης εργασίας που μειώνουν τη διαπραγματευτική δύναμη της εργασίας αυξάνοντας τον εφεδρικό στρατό, θεωρούνται ως λύση στο στάδιο αυτό. Η αύξηση της συγκεντροποίησης οδηγεί στο επόμενο στάδιο, σ’ αυτό του μονοπωλιακού κεφαλαίου (monopoly capital). Εδώ έχουμε αυξητική τάση του πλεονάσματος και ως εκ τούτου τάσεις υποκατανάλωσης-κρίση πραγματοποίησης και αύξηση της μαχητικότητας της εργασίας. Η εισαγωγή κεϋνσιανών παρεμβατικών πολιτικών και σύνθετων δομών προαγωγών, συλλογικών διαπραγματεύσεων κλπ. θεωρούνται, η λύση στο στάδιο αυτό. Ακολουθεί το στάδιο του αναπτυγμένου μονοπωλιακού κεφαλαίου, όπου το κόστος αναπαραγωγής του συστήματος υποτίθεται ότι αυξάνει λόγω των αντιθέσεων μεταξύ του «συσσωρευτικού» και «νομιμοποιητικού» ρόλου του κράτους. Αποτέλεσμα είναι η χρόνια στασιμότητα με πληθωρισμό. Η λύση εδώ είναι η ενεργός συμμετοχή του κράτους στην παραγωγή με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας. Τέλος, στο στάδιο του κρατικά κατευθυνόμενου μονοπωλιακού καπιταλισμού (state directed monopoly capitalism), έχουμε τάση πολιτικοποίησης της διαδικασίας συσσώρευσης, με αβέβαια πιθανά αποτελέσματα, όπως π.χ. σοσιαλισμό ή, αντίθετα, μορφές κρατικού καπιταλισμού με υψηλό βαθμό καταναγκασμού.

Η ανάλυση του Wright αποτελεί μια βελτιωμένη μορφή σε σχέση με τις προηγούμενες μαρξικές θεωρήσεις, και τα προβλήματα της τονίζουν ακόμη περισσότερο τις ελλείψεις των προηγουμένων αναλύσεων. Έχω τη γνώμη -κάτι που έχει περάσει απαρατήρητο- ότι η θεώρηση του Wright αποτελεί το φυσικό πρόγονο των σύγχρονων απόψεων περί κρίσης, των θεωριών «ρύθμισης» και «κοινωνικής δομής συσσώρευσης». Παρότι και οι δύο αυτές θεωρήσεις δεν σκοπεύουν απλώς στην ανάλυση της κρίσης, οι απόψεις που εκφράζουν έχουν άμεσες συνέπειες στο θέμα της κρίσης και ως εκ τούτου χρειάζεται να αναφερθούμε συνοπτικά σ’ αυτές.

Η θεωρία της «κοινωνικής δομής συσσώρευσης» (ΚΔΣ) στοχεύει κατ’ αρχήν στην εξέταση των συγκεκριμένων θεσμικών ιδιαιτεροτήτων της τρέχουσας καπιταλιστικής εποχής, χρησιμοποιώντας την έννοια της ΚΔΣ ως ιστορικά ειδική έκφραση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Κύρια ιδέα της είναι η ανάπτυξη ενός υποδείγματος για την εξήγηση της ανόδου και πτώσης διαδοχικών ΚΔΣ. Αναγκαία και επαρκής προϋπόθεση για τη συσσώρευση και μεγέθυνση του κεφαλαίου είναι η εγκαθίδρυση ενός συνόλου κοινωνικο-οικονομικών θεσμών που συνιστούν μια ΚΔΣ. Η τελευταία όμως διαβρώνεται προσωρινά από εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις που μειώνουν την αποτελεσματικότητά της στην προώθηση της κερδοφορίας. Αυτό οδηγεί σε κρίση, κατά τη διάρκεια της οποίας αναπτύσσονται πολιτικοί αγώνες με αναφορά στο ζήτημα της «δομικής αναδόμησης», που είναι αναγκαία για την εμφάνιση μιας νέας ΚΔΣ. Η ΚΔΣ, που επέτρεψε τη συνεχή μεγέθυνση των ΗΠΑ κατά τη μεταπολεμική περίοδο, είχε τρεις κύριες διαστάσεις: την Pax Americana (δηλαδή την ηγεμονική θέση των ΗΠΑ), την (περιορισμένη) συμφωνία μεταξύ κεφαλαίου/εργασίας και τη «συμφωνία» μεταξύ πολιτών/κράτους. Οι τρεις αυτές διαστάσεις επέτρεψαν την εγκαθίδρυση μιας επιτυχημένης ΚΔΣ, η οποία υπήρξε επιτυχής επειδή κατόρθωσε να επιβάλει την ιδεολογία της συσσώρευσης μέσω της επίτευξης ιδιωτικού κέρδους σε όλη την οικονομία. Εσωτερικά προβλήματα (η άρνηση της εργασίας να δεχτεί τη θέση «υποταγής» που της επεβλήθη από το μεταπολεμικό σύστημα) και εξωτερικοί παράγοντες οδήγησαν στη διάβρωση της ΚΔΣ. Με τα παραπάνω δεδομένα, οι υποστηρικτές της θεωρίας της ΚΔΣ καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η πλέον σημαντική θεωρία κρίσης για τη σύγχρονη καπιταλιστική εποχή είναι αυτή της «αύξουσας δύναμης της εργασίας», και προσφέρουν μια σειρά εμπειρικών στοιχείων για να την υποστηρίξουν. Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Weisskopf (από τους πρώτους υποστηρικτές της άποψης αυτής) σε οικονομετρική του έρευνα του 1985, έδειξε ότι τα δεδομένα, αντίθετα, υποστηρίζουν τη θεωρία «κρίσης πραγματοποίησης» και όχι τη θεωρία της «αύξουσας δύναμης της εργασίας».

Σε αντίθεση με τη μάλλον απλοϊκή προσέγγιση των υποστηρικτών της ΚΔΣ, η θεωρία της «ρύθμισης» προβάλλεται ως η εναλλακτική μαρξική θεώρηση στο νεοκλασικό υπόδειγμα της «γενικής ισορροπίας». Στόχος της είναι η ανάλυση των μεταβολών στις κοινωνικές σχέσεις που δημιουργούν οικονομικές και μη-οικονομικές μορφές, οι οποίες οργανώνονται σε δομές που αναπαράγουν μια καθοριστική δομή, τον «τρόπο παραγωγής». Η μεγέθυνση και οι κρίσεις υποτίθεται ότι αλλάζουν στο χώρο και το χρόνο, με τις κρίσεις να αντιπροσωπεύουν ουσιαστικά την εξάντληση ενός «καθεστώτος συσσώρευσης». Το πλέον γνωστό και σημαντικό επιχείρημα των θεωρητικών της ρύθμισης είναι ότι «εντατικά καθεστώτα συσσώρευσης», που βασίζονται σε μαζική παραγωγή, τείνουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα κρίσης της μορφής της αύξουσας οργανικής σύνθεσης-ΠΤΚ, και όχι υποκατανάλωοης-κρίσης πραγματοποίησης.

Παρά τις προόδους της μαρξικής προσέγγισης στα εν λόγω ζητήματα, η τελευταία απέχει ακόμη πολύ από το να είναι σε θέση να παρουσιάσει μια αρκετά ολοκληρωμένη (και συνεπώς γενικά αποδεκτή) θεωρία κρίσης. Μια τέτοια θεωρία θα πρέπει να εξετάζει δυναμικά και ιστορικά την εξέλιξη του συστήματος, της εμφάνισης, του ρόλου, των λειτουργιών, της εξαφάνισης και της αλληλοσυσχέτισης των σημαντικών θεσμικών μορφών του καπιταλισμού ως προϋπόθεση τάσεων κρίσης και αιτία θεσμικών μεταβολών. Ιδιαίτερη σημασία στο σενάριο αυτό θα πρέπει να έχει το ζήτημα του κράτους, της διεθνοποίησης της παραγωγής και της (πολυεθνικής) επιχείρησης, καθώς και η αλληλοσυσχέτιση τόσο μεταξύ τους όσο και με την κρίση.

Ανεξάρτητα από τη νεοκλασική νεοθεσμική θεώρηση των θεσμών του καπιταλισμού, ή σε αντιπαράθεση με αυτή, υπάρχει τώρα μια ολοένα και μεγαλύτερη βιβλιογραφία από μαρξιστές οικονομολόγους που στοχεύει στην εξήγηση του κράτους, της (πολυεθνικής) επιχείρησης κλπ.

Συγκριτική αξιολόγηση των θεωριών περί αποτυχίας και κρίσης.

Συμπεράσματα.

Τα όρια συγκρισιμότητας των δύο ιδεολογικά αντιπάλων θεωρήσεων περί κράτους, δηλαδή, η σκοπιά της ορθόδοξης νεοκλασικής (και νεοθεσμικής) αντίληψης είναι αυτή της «επιτυχίας» του συστήματος της αγοράς, από την οποία συνεπώς απορρέει και η ανάγκη εξήγησης τυχόν αποτυχιών (των θεσμικών μορφών) του συστήματος. Η μαρξική θεώρηση έχει ως αφετηρία της την υπόθεση ότι υφίσταται τάση αποτυχίας (κρίσης), η οποία υπολαμβάνεται ως προϋπόθεση μετάβασης, και προσπαθεί μ’ αυτή την έννοια να εξηγήσει την «επιτυχία» (αναπαραγωγή) του συστήματος. Κρίσιμη επιπλέον διαφορά συνιστά, όπως ήδη έχει επισημανθεί, το ότι η ορθόδοξη θεώρηση αρκείται στην εξήγηση συγκεκριμένων στιγμών αποτυχίας, πράγμα που ισχύει ακόμη κι όταν υπάρχει γενίκευση αυτών των στιγμών όπως, για παράδειγμα, μέσω της θεωρίας του «κόστους συναλλαγών». Αντίθετα, η μαρξική θεώρηση προσπαθεί να εξηγήσει ενδογενώς τις τυχόν τάσεις για κρίση. Με την έννοια αυτή, η μαρξική θεώρηση είναι λιγότερο στατική από τη νεοκλασική ομόλογό της. Τρίτο σημείο διαφοροποίησης μεταξύ των δύο θεωρήσεων είναι η έμφαση της μεν νεοκλασικής θεώρησης στην κοινότητα συμφερόντων μεταξύ των ατόμων (τάξεων), της δε μαρξικής θεώρησης στις αντιθέσεις (πάλη) των τάξεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να θεωρούνται ως ουσιώδης εξήγηση της επιτυχίας-αποτυχίας των θεσμικών μορφών στον καπιταλισμό, για τη μεν νεοκλασική θεωρία η αποδοτικότητα, για τη δε μαρξική θεώρηση τα ζητήματα της διανομής. Ενδιαφέρον ως προς αυτό έχει π.χ. το ότι η νεοθεσμική θεώρηση τείνει να βλέπει την εμφάνιση μιας θεσμικής μορφής (π.χ. της εταιρίας) ως «λύση» στην «αποτυχία» μιας άλλης θεσμικής μορφής (π.χ. της αγοράς)· έτσι, η θεώρηση αυτή τείνει να αρνείται την πιθανότητα συνολικής αποτυχίας (κρίσης). Η μαρξική θεώρηση, αντίθετα, αντιλαμβάνεται τη διανομή ως λόγο εμφάνισης νέων θεσμικών μορφών για παράδειγμα, εξηγεί την επιχείρηση ως προσπάθεια αύξησης του ελέγχου του κεφαλαίου και της εργασίας. Σε γενικές γραμμές τέλος, ενώ η νεοκλασική θεώρηση τείνει να βλέπει τη μονάδα (κύρια τον καταναλωτή) ως την κινητήρια δύναμη της οικονομικής εξέλιξης, η μαρξική θεώρηση τείνει να βασίζεται στις κοινωνικές σχέσεις, π.χ. στις τάξεις, και υπολαμβάνει τη «μονάδα» όπως αυτή μορφοποιείται από το κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον, δηλαδή κατά βάση τις παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις.

Μολονότι τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω προσδιορίζουν τα κύρια σημεία διαφοροποίησης μεταξύ των δύο θεωρήσεων σε ό,τι αφορά το ζήτημα των οικονομικών κρίσεων, υπάρχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ τους. Συνοπτικά, και οι δύο θεωρήσεις εξηγούν ατελώς την εμφάνιση και εξέλιξη των θεσμικών μορφών του καπιταλισμού, κυρίως του κράτους, της (πολυεθνικής) επιχείρησης, της αγοράς κλπ. Είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα η νεοκλασική (νεοθεσμική) θεώρηση έχει κάνει σημαντικότερα βήματα από τη μαρξική θεώρηση, η οποία θεωρεί τους θεσμούς είτε ως δεδομένους, είτε απλώς ως αποτέλεσμα της ανάγκης απόσπασης υπεραξίας, και επιπλέον αναλύει τις λειτουργίες αυτών των θεσμών μάλλον «εργαλειακά», ως απόπειρες δηλαδή της καπιταλιστικής τάξης και των «συμμάχων» της, π.χ. του κράτους, να «λύσουν» τα προβλήματα του συστήματος. Πρέπει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι οι αναλύσεις των δύο σχολών δεν έχουν κατορθώσει να εντάξουν με κατάλληλο τρόπο στα πλαίσια τους τις πλέον εκλεπτυσμένες θεωρήσεις περί θεσμών.

Η τελευταία παρατήρηση θέτει το ζήτημα ότι μια ολοκληρωμένη θεώρηση της σχετικής επιτυχίας-αποτυχίας (κρίσης) του καπιταλιστικού συστήματος προϋποθέτει συνολικά μια ιστορικοεξελικτική θεώρηση που προσπαθεί να εξηγήσει (κι όχι απλώς να δεχτεί) την εμφάνιση, τις λειτουργίες και την εξέλιξη των θεσμών στην αλληλοσυσχέτισή τους, τα αποτελέσματά τους στην επιτυχία-κρίση του συστήματος, καθώς επίσης και τα αποτελέσματα τους στους θεσμούς. Στον τομέα αυτό η νεοκλασική και η μαρξική θεώρηση έχουν προχωρήσει ελάχιστα. Αυτό είναι παράδοξο, ιδιαίτερα για τη δεύτερη, δεδομένης αφ’ ενός της μεθοδολογίας της (που θεωρητικά τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι ιστορικο-εξελικτική) και αφ’ ετέρου του τελικού της σκοπού, που είναι η εξήγηση και η απόδειξη της αναγκαιότητας και του αναπόφευκτου της κρίσης. Κατά τη γνώμη μου, μια τέτοια προσέγγιση έχει να διδαχτεί και από τις δύο θεωρήσεις, και είναι πολύ σημαντικό στον τομέα αυτό ότι πρόσφατα μαρξιστές και νεοκλασικοί οικονομολόγοι τείνουν να βλέπουν τα σημεία προσέγγισης και διαφωνίας των δύο θεωρήσεων κατά τρόπο μη δογματικό. Τούτο ακριβώς καθιστά ακόμη περισσότερο αναγκαία τη συγκριτική εξέταση των δύο θεωρήσεων, προκειμένου να διευκρινιστούν με σαφήνεια τα μεθοδολογικά τους και άλλα όρια κατά την πρόσβαση του αντικειμένου.

 Δρ. ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΙΤΕΛΗΣ (1992)

Επιλεγμένα (για την εκλαΐκευση) αποσπάσματα από την ομώνυμη εργασία

Πηγή σε pdf

 

 

Tags: , , , , , , , , , , ,

Leave a comment

 

Discover more from + -

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading