RSS

Ανατομία της νεοελληνικής «ιδεολογίας»

21 Nov

Νεοελληνική1 (Μια εργασία από το 1975. Η προλογική* παράγραφος, στο τέλος του κειμένου)
[..] Στις σελίδες που ακολουθούν, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη φύση και το ρόλο της ιδεολογικής υπερδομής του νεοελληνισμού1 στη διαμόρφωση ενός εθνικού κράτους και μιας σύγχρονης οικονομίας. Η οπτική μας συνδέει την «πολιτιστική» μεταβλητή με την εμφάνιση νέων τρόπων κοινωνικής συμπεριφοράς και με τη γενίκευση ορθολογιστικών στάσεων. Φρονεί ότι η εκλογίκευση ενός μέρους της «κουλτούρας»2, οφείλεται σε κοινωνικές μεταλλαγές, αλλά στη συνέχεια αποτελεί, αυτή καθ’ εαυτήν, παράγοντα και μηχανισμό κοινωνικής αλλαγής. Διακρίνοντας ένα ορθολογισμένο μέρος των εκδηλώσεων του κοινωνικού βίου και ένα μέρος που παραμένει αδιατύπωτο3, θα χρησιμοποιήσουμε την ορολογία «ιδεολογική υπερδομή» και θα της δώσουμε τον ακόλουθο ορισμό:
η ιδεολογική υπερδομή περιλαμβάνει το σύνολο των φαινομένων της κοινοτικής συνείδησης, που περιγράφονται και διασαφηνίζονται στους επιστημονικούς, φιλοσοφικούς και πολιτικούς λόγους, αποκρυσταλλωμένα και σταθεροποιημένα από τούς νομικούς, πολιτικούς και εκπαιδευτικούς θεσμούς.

Ο νεοελληνισμός (ή απλούστερα ο  ε λ λ η ν ι σ μ ο ς, ορολογία που θα χρησιμοποιήσουμε στη συνέχεια), σαν ιδεολογική βάση της νεοελληνικής κοινωνίας και σημείο αναφοράς των πληθυσμών που, μετά το 1912, ενσωματώθηκαν ή βρήκαν άσυλο στο έδαφος τού εθνικού κράτους, ανήκει στα ευρωπαϊκά εθνικιστικά ρεύματα του 18ου και 19ου αιώνα (εποχή από την οποία και χρονολογείται). Η προέλευσή του είναι ίσως διφορούμενη, δεν παρουσιάζεται όμως σαν ιδεολογική υπερδομή μιας οπισθοδρομικής, οικονομικά, κοινωνίας, «άλλα αντίθετα αποτελεί πρωτότυπο γεγονός που δημιουργήθηκε από τις επαφές (των Ελλήνων) με τη δυτική προοδευτικότητα»4. Γι’ αυτό συμφωνούμε με την άποψη ότι στάθηκε «εξ υπαρχής η ελληνική εκδοχή του ευρωπαϊκού πολιτισμού» του αιώνα του διαφωτισμού και της εποχής που είδε να εδραιώνεται ο βιομηχανικός καπιταλισμός4. Αυξάνει, άλλωστε, συνεχώς ο αριθμός των ερευνητών που διαπιστώνουν, θεμελιώνοντάς το με έρευνα πηγών, ότι στη διάρκεια της δεύτερης πεντηκονταετίας του 18ου αιώνα αναπτύχθηκε ένα στρώμα εμπόρων5 στην ευρωπαϊκή Τουρκία. Η εμφάνιση αυτή συνδέεται με την κοινωνική μεταλλαγή που εξηγεί την ανάγκη μιας νέας ιδεολογικής υπερδομής.

Παρ’ όλο το πλήθος των εθνών και πολιτισμών που περιείχε η οθωμανική αυτοκρατορία και τον τεμαχισμό που προκαλούσαν οι τοπικισμοί, το κράτος αυτό προσφερόταν, με την γεωγραφική έκταση που κατείχε σε τρεις ηπείρους, για να αποτελέσει μια μεγάλη αγορά. Αυτόν τον οικονομικό χώρο, όπου οι εμπορευματικές σχέσεις είχαν μακραίωνη παράδοση, θέλησαν να κατακτήσουν, από μέσα, οι ορθόδοξοι Έλληνες έμποροι. Ο ιστορικός τους ρόλος, που αναγνωρίζεται πια σήμερα,6 οδήγησε στην άνθηση πολλών μικρών περιφερειακών οικονομικών κέντρων, που συντελώντας στην ανάπτυξη του πληθυσμού της υπαίθρου, ανταγωνίζονταν σιγά σιγά τις μεγάλες πόλεις, όπου παραδοσιακά συγκεντρωνόταν η οικονομική και η πολιτιστική ζωή της Αυτοκρατορίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ενίσχυση των τοπικιστικών ρευμάτων, που υποκινούσαν άλλωστε οι ξένες δυνάμεις, γεγονός που με τη σειρά του διευκόλυνε την διαδικασία τεμαχισμού της Τουρκίας. Είναι επίσης γεγονός ότι οι εσωτερικοί κοινωνικοί αγώνες της αυτοκρατορίας, αλλά και οι αδιάκοπες επιδρομές των δυτικών, που η φθίνουσα οθωμανική ισχύς είχε όλο και λιγότερο την ικανότητα να συγκρατησει7, αποτελούσαν φραγμούς στην οικονομική ανάπτυξη των εμπορικών κοινοτήτων. Θυμίζουμε ότι οι κοινότητες αυτές βάσιζαν τον πλούτο τους σε μια σειρά από παραγωγικές δραστηριότητες8, και όπως ήταν τοποθετημένες γεωγραφικά στα ορεινά και στα νησιά, είχαν τον έλεγχο ενός σημαντικού μέρους από το χερσαίο και θαλάσσιο διαμετακομιστικό εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου και της νοτιο-ανατολικής Ευρώπης και συχνά είχαν «προνόμια» και (φορολογικές απαλλαγές, που τις έκαναν «ημι-αυτόνομες».9 Η συλλογική μορφή παραγωγής και εμπορίας των προϊόντων που κυριαρχούσε στις κοινοτικές σχέσεις, βασιζόταν σε ένα ευρύ οικογενειακό πυρήνα, που έδινε στις κοινότητες αυτές μια συνεκτικότητα που αποτελούσε και τη δύναμή τους. Έτσι, σιγά σιγά, οι πληθυσμοί αυτοί, συχνά οργανωμένοι σε συντεχνίες, δημιούργησαν παροικίες σε όλα τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης.10 Μια ιδεολογική μεταλλαγή επήλθε όταν οι έμποροι ανακάλυψαν ότι ο εθνικισμός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να στρέψουν προς το μέρος τους το αίσθημα «εθνικής ταύτισης» και νομιμότητας11. Η αποτελεσματικότητα αυτής της διαδικασίας, οφείλεται, φυσικά, στο γεγονός ότι οι έμποροι δεν εντοπίζονται σε ένα συγκεκριμένο, και αριθμητικά περιορισμένο, στρώμα ανθρώπων με ατομικά συμφέροντα, αλλά συνδέονται αναπόσπαστα με το σύνολο των πληθυσμών που κατοικούσαν στα ορεινά και στα νησιά12, μέσα από πολυσύνθετους οικογενειακούς, κοινοτικούς, συντεχνιακούς και συλλογικούς δεσμούς.

Η εθνικιστική ιδεολογία, ξεσηκωμένη σε μεγάλο της μέρος από τα ανάλογα ρεύματα ιδεών του αιώνα του διαφωτισμού, επιβάλλεται προοδευτικά και διαμορφώνεται, αντικαθιστώντας τον πόθο της νομιμότητας με εκείνον της ελευθερίας και εκλαϊκεύοντας το σύστημα αξιών της ελληνο-βυζαντινής ιδεολογίας13. Η διαδικασία, που θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας εγκόσμιας θεώρησης, ξεκινάει με την εισαγωγή της έννοιας του «Έλληνα», που εμφανίζεται συγχρόνως με την ανάπτυξη των κλασσικών σπουδών στα ιταλικά, γερμανικά και γαλλικά πανεπιστήμια. Σαν Ιδεολογικό όπλο, στρεφόταν αρχικά κατά του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού και ωφέλησε σε μεγάλο βαθμό τούς ορθόδοξους εμπορικούς κύκλους που παρουσίαζαν, έτσι, μια «εικόνα» παραδεκτή και συνταιριασμένη με τα συμφέροντα και τις ιδεολογίες που κυριαρχούσαν από τα μέσα του 17ου αιώνα. Παράλληλα με τα πολιτικά της επακόλουθα14, η υιοθεσία της έννοιας του «Έλληνα» αποτέλεσε μια σημαντική εκχώρηση στον παπικό καθολικισμό.

Για να καταλάβει όμως ο αναγνώστης πώς φτάνουμε στα συμπεράσματα αυτά χρειάζεται να υπενθυμίσουμε, εν συντομία, ποιες ήταν οι βάσεις της επίσημης ιδεολογίας της ελληνο-χριστιανικής ορθοδοξίας στην οθωμανική περίοδο. Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο σύγχρονος ελληνισμός και τούς στόχους του.

Η ρωμιο-βυζαντινή ιδεολογία

Νεοελληνική2 Ξέρουμε ότι το εθνικό όνομα που χρησιμοποιούσαν οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν το «Ρωμαίος» ή «Ρωμιός». Το γένος (ή Έθνος, millet) είχε σαν πνευματικό και πολιτικό του ηγέτη τον Οικουμενικό Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, που από το πρώτο βεράτι του 1453 – 54 έφερε τον επίσημο τίτλο της κεφαλής του γένους των ρωμαίων (εθνάρχης, millet basi).15 Η εθνική αυτή ονομασία αντιστοιχούσε στην άποψη που πίστευε άτι οι ορθόδοξοι ελληνόφωνες κάτοικοι της οθωμανικής επικράτειας ήταν οι νόμιμοι θεματοφύλακες της «καθολικής» Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που από την εποχή του Θεοδοσίου είχε τον χριστιανισμό σαν επίσημη και αποκλειστική της θρησκεία.16 Καταλαβαίνουμε πόσο απαράδεκτη ήταν η ερμηνεία αυτή για το Βατικανό, που συστηματικά γενίκευσε τη χρήση της λέξης «Γραικός» (Graecus, Grec), η οποία, σε αντίθεση με το «Φράγκος», χρησίμευε, από την εποχή των σταυροφοριών, για να διακρίνει τούς ορθόδοξους από τούς ρωμαιοκαθολικούς.17

Σύμφωνα με το ρωμιο-βυζαντινό όραμα η απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό δεν μπορούσε να εννοηθεί παρά σαν «ανάσταση» της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων, που θα ξαναποκτούσε το παλιό της μεγαλείο («η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει άλλο», σημειώνει η λαϊκή μούσα). Και είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι το αίσθημα της γνήσιας ρωμαϊκής νομιμότητας έζησε και μετά την δημιουργία του ελλαδικού κράτους, σε ορισμένους τουλάχιστον κύκλους. Όμως, παρ’ όλη την ανατρεπτική αυτή όψη, η ελληνοφωνία — η ρωμιοσύνη — ως κοινωνικός και πολιτιστικός χώρος, στάθηκε μια συγκεντρωτική δύναμη για την οθωμανική αυτοκρατορία, γι’ αυτό και ο Πατριάρχης στο Φανάρι διατήρησε το προνόμιο άσκησης επίσημης εξουσίας. Τα αντιλατινικά αισθήματα των πληθυσμών υπηρετούσαν τα κρατικά συμφέροντα της Πύλης, που είχε να αντιμετωπίσει συνεχείς δυτικές εισβολές. Άλλωστε για τούς Έλληνες (Ρωμιούς) οι Οθωμανοί δεν κατείχαν παρά ρωμαϊκά εδάφη, που έπρεπε να διατηρηθούν, όσο το δυνατόν πιο ακέραια από τις βλέψεις των δυτικών, περιμένοντας «τον χρόνο, τον καιρό» που «πάλι δικά μας θάναι». Συγκεντρωτική επιρροή ασκούσε η ρωμιο-βυζαντινή ιδεολογία και μέσα από την ελληνική γλώσσα, γλώσσα πολιτισμού και θρησκείας18, αλλά αντίθετα με εκείνο που συνέβη αργότερα, αυτή η γλώσσα αναγόταν γενεαλογικά στον ελληνιστικό κόσμο και αντιπροσώπευε δύο ιδανικά πεπρωμένα: Πρώτο, υπήρξε η αρχική γλώσσα του χριστιανισμού, το «εκλεκτό» όργανο που επέτρεψε τη διάδοση και κατοχύρωση της παγκοσμιότητας της θρησκείας. Δεύτερο, στάθηκε για 11 αιώνες ο θεματοφύλακας της Ρωμαϊκής βασιλείας και του Ρωμαϊκού Δικαίου.19

Αλλά και την ιδιοποίηση του «παραδειγματικού μύθου» τού Μεγάλου ’Αλεξάνδρου επέτρεπε η ελληνιστική γενεαλογία, που τον είχε υιοθετήσει και το Ισλάμ.20

Η ρωσική ισχύς που άρχισε να αναπτύσσεται δίπλα στην Τουρκία, έβρισκε άμεση ανταπόκριση μέσα στη φαναριώτικη Ιδεολογία. Ο καισαροπαπισμός των τσάρων ταίριαζε απόλυτα με τη λογική της ρωμιο-βυζαντινής παράδοσης (αλλά και με την πρακτική που ακολουθούσε το χαλιφάτο). Οι οικουμενικές και αυτοκρατορικές τους βλέψεις πάνω στην ορθοδοξία ήταν ανάλογες με εκείνες που είχαν οι αυτοκράτορες της βασιλεύουσας, από τούς οποίους οι ηγεμόνες της Μοσχοβίας είχαν δανειστή τον τίτλο (Καίσαρ) και τα σύμβολα (δικέφαλος αετός). Η Μόσχα άλλωστε δήλωνε ότι ήταν πια η γνήσια, νόμιμη, διάδοχος της πρώτης και της δεύτερης Ρώμης.21 Μέσα από αυτή την ιδεολογική θεώρηση η «ρωμέικη» ορθοδοξία είχε βρει, στην ορθοδοξία της Ρωσίας, τον σύμμαχο και το αντίγραφό της. Ήταν λοιπόν φυσικό να χρησιμοποιηθούν, από το 1711, Φαναριώτες άρχοντες για να κυβερνήσουν τις Παραδουνάβιες επαρχίες για λογαριασμό του Σουλτάνου. Αποδεκτοί από τούς τσάρους, οι πρίγκιπες αυτοί διευκόλυναν την εδραίωση ενός modus vivendiστη συνοριακή ζώνη.

Όμως ακριβώς εδώ, στη Μολδαβία και στη Βλαχία, στο σταυροδρόμι όπου συναντιόνταν οι υπήκοοι της Ρωσίας, της Τουρκίας και των Γερμανικών κρατών, επιταχύνθηκε και ο πλουτισμός των ελληνικών εμπορικών στρωμάτων, και προέκυψε ένα διαζύγιο με την ρωμιο-βυζαντινή ιδεολογική υπερδομή. Έτσι, την ώρα που η Ρωσία συγκέντρωνε γύρω της όλους όσους ελπίζανε να ξανασυστήσουν την Ανατολική αυτόκρατορία22, με πρωτοβουλίες των εμπορικών παροικιών δημιουργούνται στα Βαλκάνια23 εκπαιδευτικά κέντρα απ’ όπου διαδίδεται η ιδεολογία των «φώτων» και του «ελληνισμού».

Με την αποτυχία της ναυτικής εκστρατείας της Αικατερίνης της 2ης (Ορλοφικά) στη Μεσόγειο, έρχεται και η αποφασιστική καμπή που θα επιτρέψει την τελική υιοθεσία της ιδέας του «Γένους των Ελλήνων». Αν η συνθήκη του 1774 (Κιουτσούκ Καϊναρτζή) εξασφάλισε ορισμένα, γενικά πια, προνόμια στους Έλληνες και το δικαίωμα επέμβασης της Ρωσίας για την προστασία των ορθοδόξων, δεν χωρούν πια ψευδαισθήσεις· ήταν σαφές ότι η παγκόσμια συσχέτιση δυνάμεων απέκλειε την κατάληψη της Τουρκίας και την επανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. και το σπουδαιότερο, η άνοδος της μηχανικής βιομηχανίας και η αποσύνθεση της οθωμανικής αγοράς ήταν φαινόμενα οριστικά.

Οι λειτουργίες της Νέας Ιδεολογίας

Ο νεοελληνισμός, σαν ιδεολογία των νέων καιρών, εξασφάλισε στα στρώματα που ασχολούνταν με την εμπορία, τόσο στις κοινότητες του εσωτερικού όσο και στις παροικίες, σημαντικά οφέλη. Η απαρίθμησή τους παρουσιάζει ενδιαφέρον.

1  Στο πολιτιστικό επίπεδο, το γόητρο και το κύρος της γενεαλογικής αναφοράς στην κλασσική αρχαιότητα24 δεν ήταν μικρότερα από εκείνα της «ρωμαϊκής» ρίζας. Χρησιμοποιούσε άλλωστε την ίδια γλωσσική παράδοση και επέτρεπε την ανάκτηση μεγάλου μέρους στοιχείων που αποτελούν την κοινωνικο-πολιτιστική διάσταση της «εθνικής ταύτισης» των ελληνόφωνων.
2   Με την «εθνική» του προέλευση ο ελληνισμός διευκόλυνε την εκλαΐκευση του κοινωνικού εποικοδομήματος. Αλλά παρ’ όλον ότι συμμετείχε στον ευρωπαϊκό ορθολογισμό, η αναφορά στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη έδινε τη δυνατότητα να αποφευχθεί βίαιη ρήξη με τα δόγματα της Εκκλησίας, της οποίας η ιεραρχία ήταν πάντα εθνικό κέντρο. Φυσικά η διαδικασία της εκλαΐκευσης δεν μπορούσε να γίνει χωρίς «οδύνες» και απαίτησε, άλλωστε, πάρα πολύ χρόνο. Ακόμα και σήμερα είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι μας περιτριγυρίζει πλήθος στοιχείων ιδεολογίας που προέρχονται από νόθους συμβιβασμούς που οδήγησαν σε αποστείρωση την ορθόδοξη σκέψη και σε ανυπαρξία την ελλαδική επιστήμη.
3  Οι φορείς της νέας ιδεολογίας μπορούσαν, χάρη σ’ αυτήν, να διαχωριστούν από εκείνους της παλαιάς. Επίσης, αντιγράφοντας τα όσα δίδασκαν τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ήταν δυνατό να παρουσιάσουν μια υπερδομή εξ ίσου πλήρη με εκείνη της ρωμιο-βυζαντινής, εφ’ όσον διέθεταν ένα ολοκληρωμένο σύνολο από επιστημονικούς, φιλοσοφικούς και πολιτικούς «λόγους» και μια σειρά από αντίστοιχους θεσμούς. Έφτανε να γίνει η κατάλληλη προσαρμογή25, που την ανέλαβαν στοχαστές, στρατολογημένοι στα στρώματα των εμπορευομένων μέσα και έξω από την Ελλάδα.
4   Ο ελληνισμός σαν ιδεολογία, επέτρεπε την αναφορά στις έννοιες της προόδου, της αλλαγής, της εξέλιξης, της αποτελεσματικότητας και του σύγχρονου. Ο ορθολογισμός και ο ουμανισμός εξυπηρετούσαν τα στρώματα που εκινούντο στο χώρο της διεθνούς αγοράς, οδήγησαν όμως στην έμμεση αποδοχή της υλικής και πνευματικής υπεροχής της Εύρώπης26. Αυτό επέτρεψε μια πρώτη προσέγγιση μεταξύ Ελλήνων και Δυτικών, που οι θρησκευτικοί αγώνες είχαν κάνει εχθρούς· παράλληλα όμως δημιουργήθηκαν και οι προϋποθέσεις για την αφομοίωση των παροικιών.
5   Τέλος οι φορείς της ιδεολογίας συνδέθηκαν με την εισαγωγή των ιδεών της Γαλλικής επανάστασης27, που με τις ελπίδες που δημιούργησε στους υπόδουλους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εδραίωσε τον πόθο της ελευθερίας που υποκατέστησε τον πόθο της νομιμότητας28.

Στις σχέσεις των Ελλήνων με τις άλλες εθνότητες και τις διάφορες κρατικές εξουσίες στους χώρους όπου εκινούντο, ο λειτουργικός ρόλος της νεοελληνικής ιδεολογίας είναι ακόμα πιο σημαντικός. Διαπιστώνουμε μάλιστα μια μονιμότητα λειτουργιών μέσα στο χρόνο, που οφείλεται στο ότι η ελληνική Διασπορά παραμένει πολυάριθμη.

1    Όπλισε τούς Έλληνες με ένα σήμα «κατατεθέν» που ήταν αποδεκτό και εκρίνετο θετικό από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.29 Δημιουργήθηκε έτσι μια «εικόνα» που ταίριαζε στις ιδέες που ήταν της μόδας· αυτό άνοιγε προοπτικές κοινωνικής ανόδου, μια και οι ορθόδοξοι έμποροι πλησίασαν ιδεολογικά τούς ευρωπαίους συναδέλφους τους. Ας σημειωθεί ότι ο ελευθεροτεκτονισμός έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αλληλοεπικοινωνία έλλήνων και ευρωπαίων, όπως άλλωστε και στην οργάνωση των φιλικών και στη δημιουργία κινήματος φιλελλήνων.
2     Επιτελώντας μια ριζική τομή και ένα τελικό διαζύγιο με την παραδοσιακή υπερδομή, ο ελληνισμός οδήγησε και σε απομάκρυνση των ελλήνων από τη Ρωσία.30 Αυτό έδινε μια πρώτη σειρά εγγυήσεων στις δυνάμεις που θεωρούσαν τούς Έλληνες σαν όργανα της ρωσικής επέκτασης. Ξέρουμε ότι ο Φαλλμεράυερ υποστήριζε ότι το ελληνικό ορθόδοξο κρατίδιο θα κατέληγε να γίνει νευρόσπαστο της Ρωσίας. Πάντως για να γίνει αποδεκτή η ‘Ελλάς χρειάστηκε να πληρώσει ένα τίμημα πολύ πιο συγκεκριμένο από μια απλή «ιδεολογική τομή»· της επεβλήθη η βασιλεία και προσαρτήθηκε μετά το 1860 στη βρεταννική αυτοκρατορία. Η ρωσική πολιτική στράφηκε από τότε στις σλαβικές εθνότητες των Βαλκανίων.
3     Καθώς ολοκληρωνόταν η τομή με την ρωμιο-βυζαντινή παράδοση, ο νεοελληνισμός γινόταν προοδευτικά ανεκτός από τούς ρωμαιοκαθολικούς και από τούς επιγόνους της Αγίας Γερμανικής αυτοκρατορίας.31 Παίρνοντας μάλιστα τη μορφή της άρνησης των αυτοκρατορικών διεκδικήσεων της ρωμιοσύνης, η ιδεολογική υπερδομή του εθνικού κράτους μετατόπιζε τους κινδύνους διαλύσεως της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τον «μεγάλο ασθενή» που για πολλές δεκαετίες η Γαλλία και η Αγγλία προσπαθούσαν να σώσουν.
4      Ως υπόβαθρο θεσμών που δημιουργούν νοοτροπίες και σφυρηλατούν τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς, ο «ελληνισμός» επέτρεψε και δικαίωσε την υποταγή της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Οι ευρωπαίοι θεωρήθηκαν σαν «πνευματικά τέκνα» της αρχαιότητας, που έρχονται να προσφέρουν αρωγή και υποστήριξη στην «κοιτίδα» του  δυτικού πολιτισμού. Η βοήθεια αυτή θεωρείται, μάλιστα, μέχρι σήμερα σαν μια ηθική υποχρέωση, σαν εκπλήρωση ενός χρέους, που επιτρέπει στη σύγχρονη Ελλάδα να ανακτά και να διατηρεί την ανεξαρτησία της και να αναπτύσσει τον εθνικό και πνευματικό της πλούτο.32

Φυσικά χρειάστηκε μια μακρά διαδικασία για να μπορέσει ο νεοελληνικός ορθολογισμός να καταλάβει όλη την ιδεολογική υπερδομή της κοινωνίας μας. Πέρασαν τελικά δύο αιώνες περίπου, στη διάρκεια των οποίων χρειάστηκε να γίνουν συμβιβασμοί με το παρελθόν, να δημιουργηθούν συνθέσεις και κράματα, αλλά και υποχωρήσεις, που ονομάζονται «προσαρμογές», να επιχειρηθεί μια συστηματική ιδιοποίηση των συμβόλων και των λαϊκών παραδόσεων, με σκοπό να οδηγηθούν στην υπηρεσία της επίσημης πια ιδεολογίας. Πιστεύουμε ότι η μεγάλη στροφή έγινε στην Αθήνα από το 1955 και ύστερα.

Οι μόνιμοι στόχοι τού ελληνισμού

Νεοελληνική Όταν εξετάζουμε σε βάθος την ιδεολογία που δεσπόζει στη χώρα μας, διαπιστώνουμε ότι εμφανίζει μια ιδιότυπη στατικότητα, μια μονιμότητα που διαρκεί εδώ και δύο αιώνες, έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε ότι ορισμένες κοινωνικο-πολιτικές συμπεριφορές του παρελθόντος είναι φοβερά επίκαιρες ή ότι σημερινές στάσεις και θέσεις είναι αναχρονιστικές. Αυτό οφείλεται βασικά στη μεγάλη τομή που χώρισε την «εθνική προσωπικότητα» του Ρωμιού από εκείνη του Έλληνα, και που απαιτεί μια μόνιμη προσπάθεια για να ορθολογιστούν33 οι εκδηλώσεις του κοινωνικού μας βίου με τα κριτήρια της υπερδομής που μας επιβάλλει το σύνολο πια των επισήμων θεσμών.

Δεν είναι όμως ακόμα απολύτως δεδομένο ότι η πολιτιστική ισοπέδωση της «ρωμιοσύνης» μπορεί να επιτευχθεί μόνιμα από την σημερινή μας Ιδεολογία.34

Η τμηματική απελευθέρωση των Ελλήνων είχε σαν αποτέλεσμα να παραμένουν έξω από τον έλεγχο της επίσημης υπερδομής μεγάλα τμήματα του γένους, και το χειρότερο είναι ότι τα μεταναστευτικά κύματα δυσκολεύουν συνεχώς την προσπάθεια επιβολής της κοινής «παιδείας»35. Είναι πάντως γεγονός ότι ο σημερινός αναχρονισμός, όπου παρατηρείται, οφείλεται στις περιπέτειες που γνώρισε ο τόπος μας τα τελευταία 40 χρόνια. (78 χρόνια σήμερα, 2013) Είναι χαρακτηριστικό ότι μια αριθμητικά σημαντική ομάδα ηλικιών μονοπωλεί τη μεταπολεμική κοινωνία στον ελλαδικό χώρο· η ομάδα αύτή36 δεν επλήγη από την μετανάστευση, που μετακίνησε 20% περίπου των κατοίκων της χώρας από το 1945 και διατηρεί όλες σχεδόν τις επαγγελματικές της θέσεις, την ώρα που διαπιστώνουμε ότι ο ενεργός πληθυσμός, στο σύνολό του, μειώνεται σε μεγάλο ποσοστό.

Αναλύοντας τις λειτουργίες του νεοελληνισμού, αντιλαμβανόμαστε ότι για να ερμηνεύσουμε πολλά του σημεία πρέπει ακριβώς να λάβουμε υπ’ όψη μας όλες τις ιδιοτυπίες που επέβαλε η ιστορία: τη μεγάλη διασπορά, τη συμβίωση με ένα πλήθος άλλων εθνοτήτων, τη μακρά απομάκρυνση των στελεχών του γένους από την άσκηση πολιτικής εξουσίας, τη σταθερότητα και τη μεγάλη προσαρμοστικότητα των οικογενειακών πυρήνων που το απαρτίζουν. Ο μεταπρατικός χαρακτήρας της «αστικοποίησης» των Ελλήνων που διατυμπανίζεται τον τελευταίο καιρό οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι μέχρι το 1922 δεν υπήρχε γεωγραφική συγκέντρωση της πλειοψηφίας των ελληνοφώνων και ότι ο Ελληνισμός κινήθηκε εξ αρχής στο επίπεδο της παγκόσμιας αγοράς επειδή ακριβώς δεν είχε κρατικό σχηματισμό βιώσιμο που να επιτρέπει οργάνωση «τοπικής αγοράς». Πιστεύουμε δε ότι αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα.

Από τα πρώτα ήδη βήματά του, το 18ο αιώνα, ο ελληνισμός διατύπωσε πέντε μεγάλους στόχους, που παραμένουν πάντα επίκαιροι:

  1. τη δημιουργία ενός κράτους, που θα διευθύνεται από τα μεσαία στρώματα·
  2. τον οικονομικό πλουτισμό·
  3. την εδραίωση της εσωτερικής και της εξωτερικής ασφάλειας του κράτους με τη βοήθεια εδαφικών επεκτάσεων ή με την προστασία ξένων μεγάλων δυνάμεων·
  4. την αναζήτηση μιας πολιτικής αναδιανομής του νέου πλούτου που προκύπτει, κάθε φορά, από την ανεξαρτησία και την απελευθέρωση επαρχιών ή από την οικονομική δράση, με σκοπό την ενίσχυση των στρωμάτων που αποτελούν τη βάση του κράτους·
  5. τη διαμόρφωση των νοοτροπιών για να επιτευχθεί η ομοιογένεια της κοινωνικής και της εθνικής συνείδησης.37

Είναι φανερό ότι τέσσερις από τούς πέντε αυτούς στόχους προϋποθέτουν έναν ισχυρό κρατικό μηχανισμό. Μόνον ο πλουτισμός ή για να χρησιμοποιήσουμε τη σύγχρονη ορολογία «η οικονομική ανάπτυξη», μπορεί να αφεθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά με την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θα θίξει, μακροπρόθεσμα, την πολιτική που αποβλέπει στη διεύρυνση των μεσαίων στρωμάτων, ανάμεσα στα οποία γίνεται πάντοτε προσπάθεια να συμπεριληφθούν οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις και οι οικογενειακές επιχειρήσεις του τριτογενούς και της βιοτεχνίας. Πρέπει δε να σημειώσουμε ότι η νεοελληνική ιδεολογία, στις «απόλυτες» μορφές της, διατυπώνει την απαίτηση της συμμετοχής του μεγάλου κεφαλαίου στις προσπάθειες ασφαλείας και ιδεολογικής εκπαίδευσης.

Η πτυχή αυτή της νοοτροπίας, που θέλει να δημιουργήσει η ιδεολογία μας, πρέπει να υπογραμμιστεί. Στο μεσοπόλεμο, ο Γ. Κονδύλης ήταν από τούς πρώτους που διατύπωσε την πρόθεση να πειθαρχήσει το κεφάλαιο και να το αναγκάσει σε συνεργασία με τον εργάτη. Ξέρουμε επίσης ότι στο Σχέδιο της η δικτατορία της 4ης Αυγούστου περιλάμβανε την πρόθεση να θεωρηθεί η ιδιοκτησία κοινωνικό λειτούργημα, που η άσκηση του έπρεπε να γίνεται σε όφελος του κοινωνικού συνόλου, άλλως το κράτος θα μπορούσε να επέμβει κατά της ιδιοκτησίας. Ανάλογες ιδέες βρίσκουμε στο στόμα του Γ. Παπαδόπουλου όταν στις 18 Μαρτίου 1969 μίλησε στον σύνδεσμο των Βιομηχάνων.38 Είναι δε τελικά πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι όσο πιο απολυταρχικό είναι το καθεστώς, τόσο πιο απόλυτες εμφανίζονται οι διατυπώσεις του, τη στιγμή ακριβώς που οι εσωτερικές του αδυναμίες απαγορεύουν κάθε δυνατότητα ελέγχου του κεφαλαίου, στο οποίο αντιθέτως γίνεται δέσμιο. Τα φιλελεύθερα, πάλι, κοινοβουλευτικά καθεστώτα της Ελλάδας, έχουν μεν τη μόνιμη μέριμνα της διατήρησης της κοινωνικής βάσης του κράτους, ο τρόπος όμως με τον οποίο στρατολογούνται και αναδεικνύονται οι πολιτικές ηγεσίες39 δεν επιτρέπει εύκολα την διατύπωση του στόχου της αναδιανομής και του ελέγχου του πλούτου.

  Έχοντας να αντιμετωπίσει τον τρόπο πραγματοποίησης των πέντε αυτών στόχων, ο εθνικισμός που στηρίζεται στην ιδεολογία του νεοελληνισμού γνώρισε μιαν ιστορία που δεν είναι παρά μια μακρά σειρά αγώνων για την εξουσία. Αγώνες ανάμεσα σε κοινωνικά στρώματα και ομάδες, που κυριαρχούνται από την μόνιμη και καταθλιπτική παρουσία του διεθνούς παράγοντα, και που σε κάθε τους φάση οδηγούνται στο να τονίσουν ιδιαίτερα τον ένα ή τον άλλο από τούς μόνιμους αυτούς στόχους και στο να μεταβάλουν την ιεραρχική τους κατάταξη.

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες (6 από σήμερα, 2013) παρατηρούμε ότι δόθηκε απόλυτη προτεραιότητα στην κατοχύρωση της εσωτερικής και της εξωτερικής ασφάλειας· η ασφάλεια αυτή ανεδείχθη, μάλιστα, σε απόλυτη αρχή. Αυτό συνοδεύτηκε με την ανάπτυξη ιδιαιτέρων δεσμών μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, που αποτέλεσαν, μέχρι τον Αύγουστο του 1974, «τον μεγάλο στρατηγικό στόχο της χώρας, τον μόνιμο εθνικό προσανατολισμό» της όπως γράφουν επίσημα κείμενα. Έτσι προσθέσαμε στην προαιώνια οικονομική εξάρτηση μια στρατιωτική εξάρτηση που αποδείχτηκε εξ ίσου δεσμευτική. Παράλληλα, όμως, η εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας, μέσα στην οποία δρουν πάντοτε σημαντικά τμήματα του ελληνισμού, οδήγησε προοδευτικά σε υπερτίμηση του στόχου της οικονομικής ανάπτυξης. Από τα πρώτα ήδη χρόνια της δεκαετίας του 1960 διαπιστώνουμε την γενική άνοδο του ρεύματος που συνδυάζει τα αιτήματα του εθνικισμού και του «εκσυγχρονισμού». Το ρεύμα αυτό έθεσε σα βασικό του στόχο την «οικονομική ολοκλήρωση» του έθνους40. Ο αγώνας για την εξουσία άρχισε πια να γίνεται στο όνομα της τεχνοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας, που επιζητούν τώρα τα μεσαία στρώματα. Η μαρξιστική αριστερά, που εμπνέεται από το λενινιστικό οργανωτικό πρότυπο και από μια ιδεολογία παραγωγικότητας, συνδέεται και συνταυτίζεται με το ρεύμα αυτό. Παρατηρούμε άλλωστε ότι η συνταύτιση διευκολύνεται από το γεγονός ότι ασπάζεται, κατά βάση, τούς πέντε μόνιμους στόχους του έλληνισμού41 και ελπίζει να μπορέσει να εκμεταλλευτεί το κοινωνικό αίτημα αναδιανομής των εισοδημάτων και του πλούτου, στα πλαίσια μιας τακτικής που επιζητεί ενίσχυση της εκλογικής βάσης και θέλει να οδηγήσει στη λεγομένη «προχωρημένη δημοκρατία»42.

Οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί που γενικεύτηκαν στην Ελλάδα του 1965- 67 οδήγησαν σε ένα κενό εξουσίας και κλόνισαν το κράτος. Η επέμβαση του στρατού, που είναι και αυτός μέρος της κρατικής μηχανής, δεν προήλθε από κίνδυνο κοινωνικής επανάστασης που ζητούσε την ανατροπή της πρωτοκαθεδρίας των μεσαίων στρωμάτων, άλλα από την προσβολή που υπέστη η κρατική οργάνωση. Είδαμε άλλωστε ότι και η πτώση της δικτατορίας οφείλεται σε εσωτερική αποδιάρθρωση του κράτους, την οποία ολοκλήρωσε η μεταπολίτευση του Νοεμβρίου 1973, σε συνδυασμό με την ανατροπή των δεδομένων της εξωτερικής ασφάλειας της χώρας.

Με την υιοθεσία της θεωρίας της τεχνοκρατικής οργάνωσης της πολιτείας και με την αναζήτηση της οικονομικής ανάπτυξης, που δεν είναι παρά τρόποι για την πραγματοποίηση των μονίμων στόχων, ορισμένα επί μέρους χαρακτηριστικά της ιδεολογίας του μεσοπολέμου, ξαναήρθαν στην Επιφάνεια.43 Βλέπουμε έτσι να τονίζεται πάλι η σημασία της «φύσης» και η «γεωπολιτική», θεωρίες που γαλούχησαν τις γενιές που μας κυβερνούν. Η έξαρση του ρόλου του «ελληνικού ρυθμού» παρουσιάζεται τόσο σε επίσημα κρατικά έγγραφα, όπου περιοδικά διαβάζουμε φράσεις του τύπου: «η πολλαπλή ακτινοβόλος ποικιλία του πλέον φωτεινού νότου της Ευρώπης είναι απαραίτητος δια την επιβίωση του δυτικού πολιτισμού», όσο και στις μορφές που παίρνει σε μας το παγκόσμιο αίτημα διάσωσης του περιβάλλοντος, που μπορεί, αντί να γίνει κίνημα διαμαρτυρίας, όπως συμβαίνει αλλού, να ενσωματωθεί στην ιδεολογική βάση της επίσημης παιδείας. Παράλληλα η αναφορά στη θάλασσα, στο ναυτικό χαρακτήρα των Ελλήνων, που προσφέρεται και για τουριστική εκμετάλλευση, εναρμονίζεται με προπολεμικές απόψεις.44 Όσο για τις γεωπολιτικές θεωρίες του Π. Παμπούκη και του Κ. Σφύρη, ενσωματώνονται, και αυτές, χωρίς δυσκολία στις σύγχρονες αναλύσεις, που διατείνονται ότι οι στρατιωτικές πιέσεις και οι επεκτατισμοί των δύο συνασπισμών διοχετεύονται μέσα από μεγάλους γεωπολιτικούς άξονες.45 Δεν είναι ίσως τυχαίο το γεγονός ότι η κοινή γνώμη είναι ευαίσθητη στις φήμες που κυκλοφορούν μετά την κυπριακή τραγωδία του Δεκαπενταύγουστου του 1974, κατά τις οποίες μπορεί να επίκειται γεωγραφική ανακατάταξη των ζωνών επιρροής των υπερδυνάμεων. Χωρίς να έχουν βάση οι φήμες, απηχούν ιδεολογικές προκαταλήψεις που έχουν καλλιεργηθεί σε μια ολόκληρη γενιά.

Διαπιστώνουμε έτσι ότι η ιδεολογία του νεοελληνισμού διαθέτει ένα συνεκτικό υπόβαθρο, ικανό να υπαγορεύσει «ορθολογισμένες» οικονομικές και πολιτικές συμπεριφορές, και που περιέχει αξιολογήσεις ανάλογες με έκείνες των άλλων συγχρόνων κοινωνιών. Η τεχνοκρατική μάλιστα τάση που ιδιαίτερα καλλιεργήθηκε στην επταετία 1967-74, δεν πρέπει να διαφύγει από την προσοχή όλων όσων ερευνούν τα «πολιτιστικά» ερείσματα της οικονομικής ανάπτυξης. Φαίνεται δε, ότι ο μακροχρόνιος ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, που στα τελευταία είκοσι χρόνια την τοποθετεί, παγκοσμίως, ανάμεσα στις πιο ταχύρρυθμες οικονομίες, στηρίζεται σε μια ιδεολογία «μοντερνισμού».

Κάτω από το πρίσμα αυτό ο Χέρμαν Καν46 έχει ίσως προβλέψει σωστά όταν λέει ότι ένας «συμβιβασμός ανάμεσα στους πολιτισμούς της Βορειο-Δυτικής Ευρώπης και του μεσογειακού πολιτισμού, μέσα στις συνθήκες των δεκαετιών του ’70 και του ’80, αποτελεί τον ιδανικό συμβιβασμό που επιτρέπει να διατηρηθεί η παραγωγικότητα, η αποτελεσματικότητα, η τάξη, η πειθαρχία, η συνεργασία και η κοινωνική συνοχή». Και πράγματι έναν τέτοιο συμβιβασμό αναζητεί η ιδεολογική υπερδομή του νεοελληνισμού, και αυτό από την εποχή της πρώτης διατύπωσής του. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ο θεωρητικός της 21ης Απριλίου διατύπωσε, από τις πρώτες ήδη μέρες, σκέψεις απόλυτα συνεπείς με τις αρχές της επίσημης υπερδομής της κοινωνίας, επιτυγχάνοντας μια από τις καλλίτερες συνθέσεις ολοκληρωτισμού και φιλελευθερισμού που γνωρίζουμε :

Μέσα στην κοινωνία, τα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων πρέπει να θεμελιώνονται πάνω σε μια κεντρική και θεμελιώδη ιδεολογία, που θα είναι κοινή για όλους τούς πολίτες, ανεξάρτητα από την κοινωνικο-πολιτική τους ένταξη. Αυτή η ιδεολογία είναι η εθνική ιδεολογία, που αποτελείται από τις θεμελιώδεις αξίες, τις αρχές και τα ιδεώδη του έθνους. Μια τέτοια ιδεολογία προέρχεται από την ιστορία, από την παράδοση, από τα συμφέροντα και την φύση του κάθε έθνους. Κανένα έθνος δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς αυτή την κεντρική ιδεολογία, που να την αποδέχονται όλα του τα μέλη. Χωρίς εθνική ιδεολογία και χωρίς πίστη σ’ αυτήν, δεν υπάρχει εθνική συνείδηση. Χωρίς συνείδηση δεν μπορούμε να επιτύχουμε εθνική ομοφωνία, που πρέπει να υπάρχει πάνω από τις πολιτικές και ταξικές διαφορές, γιατί αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εθνική επιβίωση. Για τον λόγο αυτό, δεν πρέπει να επιτραπεί σε μια πολιτική ιδεολογία να έρθει σε σύγκρουση ή να βλάψει την εθνική ιδεολογία.
Επί πλέον πρέπει τα προγράμματα των κομμάτων να εναρμονίζονται με τούς γενικούς στόχους του έθνους, τούς μεγάλους στρατηγικούς στόχους της χώρας, τους μόνιμους προσανατολισμούς του. Όπως η ιδεολογία των κομμάτων οφείλει να έχει την πηγή της στην εθνική ιδεολογία, έτσι και τα προγράμματά τους πρέπει να υπηρετούν τα μόνιμα συμφέροντα του έθνους και τούς προσανατολισμούς που εκ παραδόσεως παραμένουν σταθεροί.
Οι διαφωνίες, οι αντιδικίες και οι ανταγωνισμοί των κομμάτων είναι κανονικά φαινόμενα, σε καμία όμως περίπτωση δεν πρέπει να βγουν από τα πλαίσια της εθνικής συνοχής.
47

Η καμπή που περνά σήμερα (1975) η Ελλάδα είναι γόνιμη, μπορεί να επιτρέψει την ανάπτυξη έρευνας, προβληματισμού και διαλόγου, πρέπει όμως να ξέρουμε ότι οι σημερινές εξωτερικές δυσκολίες και η οικονομική κρίση αντιμάχονται δύο από τούς μόνιμους στόχους του νεοελληνισμού, με κίνδυνο να δούμε το χώρο της επιστημονικής και πνευματικής αναζήτησης να εγκλωβίζεται, για άλλη μια φορά, στη στειρότητα που μας επιβάλλει εδώ και δύο αιώνες η υποταγή στην «εθνική ιδεολογία».48

* Παράγραφος προλόγου
Η επαναφορά της «κοινωνικο-πολιτιστικής» διάστασης σε όλες τις επιστήμες της κοινωνίας και του ανθρώπου, αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες τάσεις της δυτικής σκέψης της δεκαετίας του 1970. Η οικονομία και οι έρευνες που έχουν σαν αντικείμενό τους τις σχέσεις Ανθρώπου – Φύσης, είναι οι δύο επιστημολογικοί χώροι που επωφελούνται το περισσότερο από την προσπάθεια αυτή, που έχει το μεγάλο προτέρημα να πλουτίζει μια σκέψη που έχει οδηγηθεί σε μονοδιάστατες θεωρήσεις και που λειτουργεί, συχνά, πάνω σε μηχανιστικά υποδείγματα.

Νικόλαος Βερνίκος (1975)
Πηγή σε pdf

Σημειώσεις :

  1. Κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, που είναι αδύνατο να παρουσιάσουμε εδώ, θα ονομάζαμε την ιδεολογία αυτή «νεοελληνικό διαφωτισμό», και όταν ακόμα πρόκειται για την μορφή που παίρνει στα μέσα του 20ού αιώνα,
  2. Η είσαγωγή του όρου culture στην ελληνική μας προβληματίζει. Θυμίζουμε ότι υπήρχαν το 1962, 250 ορισμοί της «κουλτούρας»· Βλ. G. Balandier, «Sociologie, Ethnologic et Ethnographie», σε G. Gurvitch, Traité de Sociologie, vol. 1, Paris 1962, σελ. 99-113, επειδή δε η ορθότητα της «διχοτόμησις» σε συνειδητές και ασυνείδητες μορφές βίου είναι υπό αμφισβήτηση, θα διατηρήσουμε, προσωρινά, τη λέξη «πολιτισμός» χωρίς βέβαια να παίρνουμε, με αυτό, θέση στο ερώτημα για τον «τρόπο της υπάρξεως» των κοινωνικών στάσεων και συμπεριφορών.
  3. Η διάκριση του ελλόγου και αλόγου, που υπονοείται εδώ, αφορά «τον τρόπο του υπάρχειν» σε συγκεκριμένο χώρο, χρόνο και κοινωνία.
  4. Κ. Βεργόπουλος, Les Nationalismes Grecs entre les Guerres (1022-1040), Mémoire de DES de Sc. Pol., Université Paris 1, février 1971, σελ. 32.
  5. Χρησιμοποιούμε σκόπιμα την λέξη «στρώμα» αφού δεν πρόκειται για μια «αστική τάξη» οργανώτρια αγοράς. Ο γεωγραφικός μας χώρος ενσωματώθηκε πολύ νωρίς στην υπό σύσταση παγκόσμια αγορά καπιταλιστικών εμπορευματικών σχέσεων, διατήρησε όμως σχέσεις παραγωγής «δασμοφορικού τύπου» (δηλ. οπού η ιδιοποίηση του κοινωνικού πλεονάσματος γίνεται κυρίως μέσω δασμών και φόρων), παράλληλα οι κοινοτικές και οικογενειακές μονάδες, που ήσαν από παλιά αγροτο-βιοτεχνικοί συνεταιρισμοί παραγωγής και εμπορίας, εναρμονίστηκαν στο περιβάλλον αυτό, χωρίς αυτό να σημαίνει «αστικοποίηση» τους. Σημειώνουμε ότι και στην Ελλάδα του 1975, τα 2/3 του ενεργού πληθυσμού εργάζεται σε οικογενειακές επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις, που εξ ορισμού δεν είναι «καπιταλιστικές» μια και δεν βασίζονται σε μισθωτή εργασία. Όλες όμως οι οικογενειακές αυτές μονάδες είναι απόλυτα εναρμονισμένες με τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής.
  6. Tr. Stoianovich, «The Conquering Balkan Orthodox Merchant», The Journal of Economic History, vol. 20 (1960), σελ. 234-313· Halil Inalcik, «Capital Formation in the Ottoman Empire», The Journal of Economic History, vol. 29 (1969), σελ. 97 – MO. Κ. Μοσχώφ, Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην ‘Ελλάδα (1830 – 1909), Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 101. Δεν συμπίπτουμε στο θέμα αυτό με τα συμπεράσματα του Β. Φίλια, Κοινωνία και Εξουσία στην Ελλάδα, Σύγχρονα Κείμενα, ’Αθήνα 1974, σελ. 35 – 37· όσο για τη θέμα των εβραίων που θίγεται (σελ. 37) πρέπει να το εντοπίσουμε στα μεγάλα παραδοσιακά αστικά κέντρα και λιγότερο στα μικρά επαρχιακά κέντρα.
  7. Παρ’ όλη της την έκταση και την στρατιωτική δύναμη που διέθετε η οθωμανική αυτοκρατορία δεν πέτυχε ποτέ να επιβάλλει μιαν «pax ottomana». Στην καλλίτερη περίπτωση μπόρεσε μόνο να «συγκρατήσει» και να καθηλώσει σε μόνιμους καταυλισμούς τις διάφορες στρατιωτικές ποιμενικές πατριές, που οργανώθηκαν προοδευτικά σε ορεινές ημιαυτόνομες κοινότητες. Εδώ επίσης διαφέρουμε στις διαπιστώσεις μας από τούς συγγραφείς που αποδίδουν, σχεδόν αποκλειστικά, τον ορεινό εποικισμό σε μετακίνηση πληθυσμών από τους κάμπους, ξεχνώντας ίσως να προσθέσουν, ότι τον 15ο αιώνα εξαναγκάστηκαν σε μονιμοποίηση πολλές από τις στρατιωτικο-ποιμενικές φάρες.
  8. Όπως η κτηνοτροφία (δέρματα, μαλλιά), βιοτεχνία, υφαντουργία, ναυπηγική και δασοκομία (ξυλεία). Πολύ νωρίς όλες αυτές οι δραστηριότητες προσανατολίστηκαν στο εμπόριο, οι κοινότητες δεν ήταν ποτέ αυτάρκεις. Θα βρούμε πολλές λεπτομέρειες σχετικά με τις εξαγωγές στα έργα των Felix de Beaujour, Tableau du Commerce de la Grèce, vols 1-2, Παρίσι 1800 και Xavier Scrofani, Voyage en Grèce 1794 – 1795, vols 1 – 3, Παρίσι 1800 (μετάφραση από το Ιταλικό)· Σερ. Μάξιμος, Η Αυγή του ‘Ελληνικού Καπιταλισμού, 3η Εκδ., Στοχαστής, Αθήνα 1973.
  9. Βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. Β1, Θεσσαλονίκη, σελ. 279-307, με βιβλιογραφία στις σημειώσεις.
  10. Απ. Βακαλόπουλος, ‘Ιστορία… Β1, σελ. 307 – 314. Ένα κατάλογο ορθοδόξων συντεχνιών του 1788 δημοσιεύει η Αλήθεια (σύγγραμμα εκκλησιαστικού περιοδικού), 15/10/1880, τεύχος γ’, Κων/πολις. Αγ. Χατζημιχάλη, «οι συντεχνίες— τα ισνάφια», Έπετηρίς Άνώτατης Σχολής Βιομηχανικών Σπουδών, 2 (1949), σελ. 182 – 206· Αγ. Χατζημιχάλη, «Μορφές από τη σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην οθωμανική αυτοκρατορία», ανάτυπο, L’ Hellénisme Conteporain, Αθήνα 1953, σελ. 279-303. Υπογραμμίζουμε την έντονη εξειδίκευση που παρουσιάζουν τα χωριά της Ηπείρου, Αλβανίας και ορεινής Μακεδονίας στον 17ο και 18ο αιώνα. Οι περισσότερες από τις κοινότητες της υπαίθρου οργανώνονται επαγγελματικά γύρω από μια ή δυο «τέχνες».
  11. Ο όρος «εθνική ταύτιση» έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο στην Εθνοψυχιατρεία, βλ. Georges Devereux, «Ethnic Identity: its logical foundation and its dysfunctions», September 5-13, 1970, Paper prepared for participants in Burg Waerenstein Symposium, no 51, Ethnic Identity. Cultural Continuity and Change. Ας σημειωθεί πάντως ότι σε μια ιδεολογική υπερδομή αντιστοιχεί η «εθνική προσωπικότητα», (βλ. G. Devereux, έ.ά., Παρ. ethnic personality vs. ethnic identity). Για μια εισαγωγή στην Εθνοψυχιατρεία βλ. την εκλαΐκευση του Francois Laplantine, LEthnopsychiatrie, Ed. Universitaire, coll. «psychothèque», Παρίσι 1973.
  12. Τα 2/3 περίπου των Ελλήνων της Βαλκανικής τις παραμονές του ’21.
  13. Θα χρησιμοποιήσουμε στη συνέχεια την έκφραση ρωμιο-βυζαντινή.
  14. Στην νεοελληνική ιστοριογραφία οι πολιτικές συνέπειες της αναφοράς στον «ελληνισμό» έχουν συσκοτιστεί εξ αιτίας της διαμάχης που προκάλεσε η θεωρία του Φαλμεράυερ, ο οποίος, όψιμα, προσπάθησε να καταπολεμήσει τον ελληνισμό με τη βοήθεια «βιολογικών θεωριών».
  15. Πρβλ. σημείωση τού Καρολίδη, Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία τον Ελληνικού Έθνους, τομ. 6ος, Εκδοση 8η, επανέκδ. Ν. Νίκας, σελίς 453, αριθ. 4: «Ούχί δε διότι άπαντες οι ορθόδοξοι έλέγοντο Ρωμαίοι… άλλά διότι άπαντες οι έν τω κράτει όρθόδοξοι (πλήν των ύπαγόμενων είς τούς πατριαρχικούς θρόνους Άλεξανδρείας, Άντιόχειας και Ίεροσολύμων) ύπήγοντο είς τον ορθόδοξον πατριάρχην των Ρωμαίων διά τούτο οι λαοί ούτοι έκαλούντο υπό έννοιαν γενικήν θρησκευτικήν Ρωμαίοι (Ρούμ), όντος έν τούτοις έν χρήσει υπό έννοιαν φυλετικήν και του ιδιαιτέρου έκάστης φυλής ονόματος (Βούλγαρος (βουλγάρ), Σέρβος (σίρπ), Άλβανός (άρναούτ)».
  16. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, Μελέτιος Πηγάς (1549- 1601) έγραφε, λ.χ.: «Εσείς είσθε το γένος εκείνο το περιφρονημένον των Ρωμαίων, το οποίον ποτέ έκυρίευσεν όλην την οικουμένην με την δύναμιν των αρμάτων. Η πρώτη μοναρχία των Περσών μετετέθη είς Αιγυπτίους, από Αιγυπτίους εις Μακεδόνες, οι οποίοι ήσαν Έλληνες, το γνήσιον γένος σας. Από εκείνους δε εις τούς Ρωμαίους, από τούς οποίους εσείς και κρατάτε και λέγεσθε…». Αναφέρεται σε Απ. Βακαλόπουλο, ‘Ιστορία … τομ. Γ’, Θεσ/νίκη, 1968, σελ. 445.
  17. Ξέρουμε ότι οι ελληνόφωνοι, όπως και γενικότερα οι κάτοικοι της Ανατολικής Μεσογείου, αποκαλούσαν «φράγκους» τούς δυτικούς και τούς καθολικούς, είναι όμως πολύ λιγότερο γνωστό ότι και εκείνοι αποδέχονταν την ονομασία αυτή. Δύο ενδεικτικές παραπομπές θα μας πείσουν: Fr, Richard, Relation de ce qui s’est passé déplus remarquable à Saint-Erini, isle de l’Archipel.. ., par le R. P. François Richard, Παρίσι 1657,στη σελ. 139 γράφει: «Toutefois il se trouve qui font rebaptiser nos Francs, quand ils veulent passer il leur rite». Σ’ ένα πιο παλαιό σύγγραμμα του Α. Delatte, Les Portulans grecs, 1573, που επανεξεδόθει το 1947 στο Βέλγιο, διαβάζουμε ότι οι πορτολάνοι «nous offrent une image de la navigation grecque a une époque où Byzance a du céder aux «Francs» les voies du commerce maritime. La Iangue dans laquelle ils sont écrits trahit, en effet, dans le vocabulaire et dans certaines tournures, l’influence de la langue «franque», et notamment de la Ianguc vénitienne: d’où il appert que les marins grecs avaient du se mettre à l’école des marins de l’Occident et particulièrement de ceux de Venise»’ αναφέρεται από τον Manlio Cortelazzo, «L’Elemento Romanzo nei portolani Greci», Bolletino dell’Aliante Linguistico Mediterraneo, no 1 (1959), Venezia, σελ. 215, ο οποιος και προσθέτει: «…dove frangika, letteralmente «in franco», ha il senso vago di «occidentale» penetrato anche in relazioni italiani: Medija, in franco Africa…» (σελ. 215). πιο κοντά στην εποχή μας, διαπιστώνουμε ότι συνήθως Η ονομασία «grec orthodoxe» μεταφράζει ένα «ρωμαιο-ορθόδοξος». Διαβάσαμε, έτσι σε αρχεία της Νοτίου Ιταλίας τις διακρίσεις «greco-albanese» (Graecus albanensi) και Italo-albancsc. Το πρώτο δεν ήταν άλλο από την μετάφραση της έκφρασης «ρωμαίος αρβανίτης» που απαντά στα ελληνικά κείμενα, βλ. Matteo Sciambra, «La Communitii Greco-Albanese di Palermo e suoi rapporti con l’oriente Bizantino», Bollettino della Badia Greca di Grottaferrata, nuova serie, vol. XVI (1962), βαπτιστήριον του 1807, Archivio della Parocchia Cucca, Registro dei battesimi, no 2, f. 56. Μέσα στο ίδιο ελληνικό κείμενο του βαπτιστηρίου διαβάζουμε ότι ο «Άγιος Νικόλαος των Ρωμαίων» αντιστοιχεί στην ονομασία: εκκλησία S. Nicolas Graecorum.
  18. Συμφωνούμε με τον E. Zakhos – Papazahariou, «Babel Balkanique», Cahier du Monde Russe et Soviétique, XIII (1972), 2, σελ. 145 -179: «Dès la fin du XVIIe siècle, l’alphabet grec était à la pointe de la lutte contre le noyautage des particularismes ethniques par les puissances étrangères… Imposer la grécophonie à tous les commerçants chrétiens des Balkans, c’était préserver l’intégrité de l’Empire. Imposer l’alphabet grec à tous les parlers locaux qui manifestaient le besoin d’ótre écrits était un pas vers la grécophonie». (σελ. 162).
  19. Μαθαίνουν άραγε στα ελλαδικά πανεπιστήμια, τον ρόλο της Ανατολικής αυτοκρατορίας στην διάσωση, διατήρηση, κωδικοποίηση και ανάπτυξη της ρωμαϊκής νομικής επιστήμης;
  20. Βλ. Α.Α. Πάλλης, Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, Γαλαξίας, άριθ. 20, Αθήνα 1961, Εισαγωγή. Σχετικά με τούς «παραδειγματικούς μύθους», βλ. Mircea Eliade, Aspects du Mythe, Παρίσι, idées, no 32, 1963 όπου και βιβλιογραφία.
  21. Ο πρώτος που υιοθέτησε τον τίτλο του Τσάρου (καίσαρα) ήταν ο Ιβάν ο 3ος (1462- 1505) όταν παντρεύτηκε την Ζωή Παλαιολογίνα. Στα 1511 ο μοναχός Φιλόθεος, στις επιστολές του προς τον τσάρο, διατύπωσε την αυτοκρατορική ιδεολογία και ονόμασε την Μόσχα, τρίτη Ρώμη. Βλ. Cyril Toumanoff,« Moscow the Third Rome: genesis aud significance of a politico-religious idea», Catholic Historical Review, 40 (1954-55), σελ. 411-447,
  22. Οι μύθοι που περιέχονται στον Αγαθάγγελο (γύρω στα 1750), πρέπει να πρωτοχρονολογηθούν με την εμφάνιση της Ρωσίας στην παγκόσμια σκηνή, σαν μεγάλη δύναμη. Η ρωσική πίεση πάνω στον Μαυροθαλασσίτικο χώρο αρχίζει την ώρα που η Βενετία αποτυγχάνει να μονιμοποιήσει τις πελοποννησιακές και ελλαδικές της κατακτήσεις.
  23. Ιδιαίτερη σημασία έχουν για μας τα μορφωτικά κέντρα της ορεινής Ελλάδας, που συνδέονται άμεσα με το χερσαίο εμπόριο: τα Ιωάννινα (Μαρουτσαία Σχολή), Κοζάνη, Μέτσοβο, Καστοριά και προπάντων η Μοσχόπολη. Εδώ λειτουργούσε τυπογραφείο από το 1720 και η «Νέα Ακαδήμεια» (1744 -1772) ανέπτυξε έντονη δράση διδασκαλίας και εκδόσεων, και συνετέλεσε τόσο στην προπαρασκευή όσο και στην γενική στροφή των Βαλκανίων προς τον διαφωτισμό: Ιωακείμ Μαρτιανός, Η Μοσχόπολις 1330 -1930 Θεσσαλονίκη, 1957· Ευλόγιος Κουρίλας, Η Μοσχόπολις και η Νέα Ακαδημία αυτής, 1934.
  24. Αυτή η αναφορά είναι ταυτόσημη με τον λεγόμενο ουμανισμό (ανθρωπισμό) που φυσικά αποτελεί τομή και μας διαχώρισε από την ρωμιο-βυζαντινή θεώρηση. Σήμερα η λέξη «ανθρωπισμός» στα ελληνικά οδηγεί τον κοινό νου σε σύγχυση γιατί συνδέεται με τις έννοιες του ανθρώπινου και της ανθρωπιάς. Ο δυτικός όμως ουμανισμός βρίσκεται σήμερα σε αδιέξοδο, διότι ακριβώς οδηγήθηκε στο να θεωρήσει τον άνθρωπο σαν αντικείμενο και να τον υποτάξει σε χρησιμότητες που ορίζονται «επιστημονικά» έξω απ’ αυτόν.
  25. Η προσαρμοστική και μεταφραστική επίδοση της νεοελληνικής γραμματείας, μας οδήγησε σήμερα στην ανυπαρξία ελληνικού διαβάσματος των αρχαίων και σε άγνοια της ελληνιστικής και βυζαντινής περιόδου.
  26. Το ιδανικό τού να γίνουμε επιτέλους ευρωπαίοι δεν είναι κάτι το καινούργιο· παρουσιάστηκε όμως μεταπολεμικά σαν υποκατάστατο του ο αμερικανικός τρόπος ζωής και η εικόνα του «μέσου αμερικανού». Εδώ μάλιστα θα συνδέαμε και την έρπουσα τάση εκπροτεσταντισμού της ορθοδοξίας.
  27. Ο αναγνώστης ας σημειώσει ότι επιχειρούμε ανατομία μιας Ιδεολογίας· δεν λέμε ότι οι φορείς της ιδεολογίας αυτής ήταν πρωτοποριακοί συντελεστές συνειδητοποίησης. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι η Γαλλική επανάσταση έκανε άμεση την παρουσία της στον ελληνικό χώρο: Επτάνησα, Πάργα, Πρέβεζα, ενώ από άλλη άποψη οι ημιανεξάρτητοι κρατικοί σχηματισμοί των πασάδων του Βιδινίου, των Ίωαννίνων, της Σκόδρας και των Σερρών, ήταν δείγματα διεργασιών που ετοίμαζαν τον Βαλκανικό χώρο να αποδεχτεί ριζικές αλλαγές.
  28. Στα τελευταία πάντως χρόνια, όπως και παλαιότερα μετά την δημιουργία του ελλαδικού κράτους, διαπιστώνουμε την ύπαρξη ρευμάτων που αναζητούν τις «αληθινές» ρίζες της σύγχρονης κοινωνίας· από μια άποψη αντικατοπτρίζουν «πόθο γνησιότητας» που είναι πολύ συγγενής με εκείνο της νομιμότητας.
  29. -Κλεάνθης: Συγχώρησόν με να σού διακόψω προς ολίγον τον λόγον. Σε άκούω πάντοτε να μας ονομάζεις Γραικούς· διά τι όχι Ρωμαίους ώς ονομαζόμεθα έως τώρα;
    -Αριστοκλής: Από τας άναριθμήτους, φίλε μου, δυστυχίας, όσες προξενεί η βαρβάρωσις εις τα έθνη, μία είναι και το να λησμονώσιν έως και αύτήν την άρχήν και τόνομα της γενεάς των. Οι πρόγονοι μας ώνομάζοντο το παλαιόν Γραικοι· έπειτα έλαβον το όνομα Έλληνες, όχι από ξένον έθνος, άλλ’ από Γραικόν πάλιν, όστις είχε κύριον όνομα το, Έλλην, καθώς ήμείς ονομαζόμεθα, σύ Κλεάνθης, Άριστοκλής, έγώ. Έν από τα δύο λοιπόν ταύτα είναι το άληθινόν του έθνους όνομα. Έπρόκρινα το, Γραικοί, επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Εύρώπης (υπογραμμισμένο απò μας). Αν προκρίνης το, Έλληνες, ονομάζου, φίλε μου Έλλην άλλα μη, διά τούς οικτιρμούς του Θεού, Ρωμαίος.
    -Κλεάνθης: Διά τί τούτο;
    -Άριστοκλής: Διότι δεν είσαι Ρωμαίος. Οι Ρωμαίοι πρώτοι μας έστέρησαν από την ολίγην ελευθερίαν, την οποιαν είχαν μας άφήσει της Έλλάδος αι διχόνοιαι· και το να φέρωμεν τόνομά των είναι το αυτό και να φέρωμεν τυπωμένα είς το μετωπον τα στίγματα της δουλείας, και να ομολογώμεν έκουσίως ότι χαίρομεν είς την δουλείαν. ’Αδ. Κοραής, Άπαντα τα πρωτότυπα έργα (Γ. Βαλέτας επιμέλεια), Δωρικός, τόμος Α1, Αθήνα 1964, «Διάλογος δύο Γραικών», σελ. 440. Στο ίδιο αυτό κείμενο βρίσκεται και ο ακόλουθος μνημειώδης αφορισμός που λέει ο Αριστοκλής: «Πίστευε ό,τι κάμνουσιν oι Ίταλοί, οι Γερμανοί, οι Άγγλοι, και όχι ό,τι λέγουσιν. Ο σοφός Γάλλος με μόνην του την γλώσσαν είναι και νομίζεται παντού σοφός· άλλά όλη η Ευρώπη στοχάζεται ώς από παιδείαν και καλήν ανατροφήν άμοιρον τον Ίταλόν, τον Γερμανόν, τον Άγγλον.. .»
  30. Η τομή με το ρωμιο-βυζαντινό παρελθόν οδηγεί επίσης και στην δημιουργία ενός διάχυτου αισθήματος ανασφάλειας μέσα στον ελλαδικό χώρο. Οι πληθυσμοί που έχουν εκπαιδευτεί μέσα στον νεοελληνισμό νοιώθουν απομονωμένοι και αποξενωμένοι από τον γεωγραφικό τους χώρο όπου κυριαρχούν πολιτισμοί που όλοι έχουν προέλθει από το Βυζάντιο ή που ήταν πάντοτε συγγενείς με την Ανατολική Αυτοκρατορία: Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Μικρά Ασία.
  31. Ήρθαν τελευταία στη δημοσιότητα οι πηγές που αναφέρουν την υποστήριξη που ζητήθηκε από το Βατικανό. Πρέπει όμως να συνειδητοποιήσουμε ότι καθώς παλιές έχθρες υποχωρούσαν, καινούργιες έρχονταν στο φως. Ο ελληνισμός συσπείρωσε εναντίον του όλους όσους είχαν συμφέροντα αντίθετα με εκείνα της Γαλλικής επανάστασης. Στο σημείο αυτό ο αναγνώστης θα αποκόμιζε πολλά διδάγματα διαβάζοντας τον γερμανό G. G. Gervinus, Insurrection et Régénération de la Grèce. 2 vols, Durant, Παρίσι 1863 (γαλλική μετάφραση). (και ιταλική μετάφραση)
  32. Η νοοτροπία αυτή είναι πάντοτε επίκαιρη, οδήγησε, μετά το 1948, σε εύκολη αποδοχή της αμερικανικής παρουσίας. Το έργο του υπουργού εξωτερικών Ξανθοπούλου Παλαμά, Ηνωμένες Πολιτείες της ’Αμερικής, Αθήνα 1971, περιέχει λεπτομερέστατη ανάπτυξη αυτής της πτυχής της νεοελληνικής ιδεολογίας.
  33. Μας λένε συνήθως να «εξευρωπαϊστούμε» ή να εκσυγχρονιστούμε.
  34. Θεωρούμε ότι εδώ και δέκα περίπου χρόνια, στα αστικά κέντρα του ελλαδικού χώρου, τα συστατικά της παραδοσιακής ιδιοσυγκρασίας — που ονομάσαμε «Ρωμιοσύνη» — συμπιέστηκαν και έχουν μετατεθεί στο υποσυνείδητο επίπεδο που ονομάσαμε αίσθημα εθνικής ταύτισης. Στην ίδια περίοδο, ο «ελληνισμός» σαν πολιτιστικό υπόδειγμα διαγωγής ολοκλήρωσε, περίπου, την κατάκτηση της «εθνικής μας προσωπικότητας», στο τμήμα αυτό του πληθυσμού. Αλλά ποιος εγγυάται για το που οδηγεί η διπλή αυτή διαδικασία του πολιτιστικού συγκερασμού και του άλματος στον χρόνο;
  35. Πρβλ. Ίων Δραγούμης: «Όσο δεν ενώνεται η φυλή κανένα κράτος ελληνικό δε θα είναι τελειωτικό, ούτε θάχει ησυχία από εξωτερικά ζητήματα. Τα εξωτερικά ζητήματα της Ελλάδας, δεν είναι σαν τα εξωτερικά ζητήματα της Αγγλίας, αλλά είναι εσωτερικά ζητήματα», βλ. Θ. Παπακωνσταντίνου (έπιμελ.), Ίων Δραγούμης και Πολιτική Πεζογραφία, Βασική Βιβλ., Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1957, σελ. κγ’.
  36. Πρόκειται για άτομα που γεννήθηκαν πριν από το 1927, η ομάδα μάλιστα εκείνων που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1927 και στο 1907 (1.899.760 άτομα) αποτελεί τον σταθερό πυρήνα της κοινωνίας του 1974. Βλ. Νικόλαος Βερνίκος, L’Economie de la Grèce 1950 – 1970„ Thèse pour le Doctorat d’Etat de Science Economique, Université de Paris VIII, Παρίσι 1974.
  37. Έχει σημασία το γεγονός ότι αυτοί είναι και οι στόχοι που παρουσίασαν θεωρητικοί της 21ης ’Απριλίου: βλ. Θέματα Εθνικής Διαφωτίσεως, 9η διάλεξις: «Τά έπιτεύγματα της Έπαναστάσεως», Μάιος ή ’Ιούνιος 1967.
  38. Βλ. Βιομηχανική Έπιθεώρησις, 35ο έτος, άριθ. 414, Απρίλιος 1969.
  39. Εάν δεχτούμε «παραγωγή και αναπαραγωγή» ηγεσιών σε κλειστο κύκλο μπορούμε να αναλύσουμε ορισμένα φαινόμενα με την κατηγορία του «Κατεστημένου».
  40. Η «οικονομική ολοκλήρωση» του ελληνισμού, αντικατέστησε στο εσωτερικό της ιδεολογικής υπερδομής το αίτημα της εδαφικής ολοκλήρωσης του κράτους με την απελευθέρωση των αδούλωτων (Μεγάλη ’Ιδέα), που έφερε στην επικαιρότητα ο κυπριακός αγώνας. Φυσικά αυτό προκαλεί εσωτερικές αντινομίες, οδηγεί και καλλιεργεί τον «ευδαιμονισμό» και συγκρούεται με τις προσπάθειες κινητοποίησης για την διάσωση της Κύπρου.
  41. Στην ιδεολογία της αριστερός υποτίθεται ότι τον έλεγχο του κράτους θα έχει ο κομματικός μηχανισμός, στο όνομα των λαϊκών μαζών. Η κοινωνική ανακατάταξη που θα προέλθει από την κατάληψη του κρατικού μηχανισμού πιστεύεται ότι θα στηριχθεί στην εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια που θα εξασφαλίσει η συμμαχία με την ΕΣΣΔ. Ο δε σοσιαλιστικός προγραμματισμός θα πραγματοποιήσει τον πλουτισμό της κοινωνίας.
  42. Χρησιμοποιούμε εδώ την ορολογία του Κ.Κ. Γαλλίας, που συνδέεται και με συγκεκριμένη τακτική συμμαχιών και «κοινών προγραμμάτων».
  43. Βλ. Κ. Βεργόπουλος, έ.ά., για μια ανάλυση των ιδεολογιών του μεσοπολέμου.
  44. 44.       Βλ. Κ. Άμαντος, το Αιγαίον Πέλαγος και η γεωγραφική διασπορά του ελληνισμού, Αθήνα, 1923.
  45. 45.       Βλ. Κ. Σφύρης, Ύπό ποίας προϋποθέσεις ή ‘Ελλάς είναι βιώσιμος, Αθήνα 1931· του ίδίου, Ελλάς και Γερμανία· του ίδίου, Η Κοινωνία των Εθνών και η Βαλκανική Ένωσις,
  46. Εισαγωγή του Herman Kahn στό Έργο Stillman, Bellini, Ρfaff, Schloesing, Story, L’eiwol de la France dans les années 80, Hachette, Παρίσι 1973.
  47. Παράφραση μέρους από την 4η διάλεξη: «Τα αίτια της 21ης Απριλίου», Θέματα Έθνικής Ενημερώσεως, Μάιος ή Ιούνιος 1967. Ο αναγνώστης πρέπει να σημειώσει την χρήση που κάνει ο άγνωστος μας θεωρητικός διαφωτιστής, των κατηγοριών της «ιδεολογίας», της «ταξικής διαφοράς» όπως και η άμεση και έμμεση συνειδητή αναφορά στους μόνιμους στόχους του ελληνισμού που αναπτύξαμε πιο πάνω.
  48. Είναι χρήσιμο, για να αποφύγουμε παρερμηνείες, να υπογραμμίσουμε ξανά ότι επιχειρήσαμε εδώ την ανατομία μιας ιδεολογικής υπερδομής, χωρίς να περάσουμε σε κοινωνική της αξιολόγηση. Δεν δοκιμάσαμε εδώ να μελετήσουμε ούτε τις κοινωνικές ομάδες που είναι φορείς και απολογητές του «νεοελληνισμού», ούτε τούς τρόπους με τούς οποίους αυτός «αναπαράγεται» και αφομοιώνει τις ιδέες της κάθε εποχής.
 

Tags: , , , , , , , , , , , ,

One response to “Ανατομία της νεοελληνικής «ιδεολογίας»

Leave a comment

 

Discover more from + -

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading