RSS

Η ευτυχία τότε και τώρα..

26 Nov

..και η θέση του ανθρώπου στην κοινωνική θεώρηση

[1]Το αγόρι πάνω στο βόδι]. Τρείς προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα
[2]. –
Η Οικονομική Κρίση
[3]. –Η Κρίση του περιβάλλοντος
[4]. –Η Φιλοσοφική Πρόκληση
[5]. Η ευτυχία τότε και τώρα
[6]. Οικονομική θεωρία και ευτυχία …
[7]. «Νέες» αντιλήψεις για την ευτυχία
[8]. Η Φιλοσοφία του Επίκουρου
[9]. Η θεωρία του Μάσλο για τις ανθρώπινες ανάγκες
[10]. Τι μπορούμε να κάνομε τώρα για να σώσουμε τον άνθρωπο με (και από) την επιστήμη


Ουδέν χρήμα μάτην γίνεται, αλλά πάντα εκ λόγου τε υπ’ ανάγκης Δημόκριτος (54 Β 2)
Τίποτε δεν γίνεται τυχαία, αλλά όλα από αιτία και ανάγκη

[1]Τρείς προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα

Η ανθρωπότητα έχει να αντιμετωπίσει τρείς σοβαρές και αλληλοσχετιζόμενες προκλήσεις το 21ο αιώνα, όλες προερχόμενες από λαθεμένες προϋποθέσεις που έχουμε κληρονομήσει από το παρελθόν και αφορούν τον άνθρωπο και τη κοινωνία του.
-μεταφυσικές δοξασίες τις ονόμαζε ο E.F. Schumacher (1973) στο κλασσικό του βιβλίο, «Το Μικρό Είναι Όμορφο».

Οι προκλήσεις είναι η οικονομική, η περιβαλλοντική και η φιλοσοφική (ψυχολογική). Πιο συγκεκριμένα, οι συμβατικοί οικονομολόγοι (δλδ, οι νέο-κλασικοί) και οι επιχειρηματίες που νομιμοποιούνται από αυτούς, βασίζονται σε προϋποθέσεις του 18ου και 19ου αιώνα, που αφορούν το οικονομικό σύστημα, τη φύση και τον άνθρωπο. Οι προϋποθέσεις ήταν αρκετά περιορισμένες τότε, αλλά είναι εντελώς λαθεμένες, εάν όχι παράλογες, σήμερα. Έτσι από τον Πρωταγόρα (Πάντων χρημάτων [πράγματα] μέτρον άνθρωπος) φτάσαμε το 18ο και 19ο αιώνα και πέρα με τη νεοκλασική οικονομική (Πάντων ανθρώπων μέτρον ο χρηματισμός), οπού έχομε χάσει κάθε αντίληψη για το ανθρώπινο μέτρο.

[2]Η Οικονομική Κρίση

Είναι φανερό εδώ και πολλά χρόνια ότι η «ελεύθερη» αγορά δεν μπορεί να λύσει (αυτόματα) τις ανισορροπίες, με αποτέλεσμα μια χρόνια τάση προς την υπερπαραγωγή (το σύστημα παράγει περισσότερα αγαθά, από εκείνα που μπορούν οι καταναλωτές να καταναλώσουν, ιδίως με το εισόδημα που διαθέτουν). Αποτέλεσμα αυτής της τάσης ήταν και είναι μια τεράστια προσπάθεια του κεφαλαίου εδώ και ένα αιώνα να αυξάνει την κατανάλωση με οποιοδήποτε τρόπο, δλδ, με τη διαφήμιση, το μάρκετινγκ, τα δάνεια, τις πιστωτικές κάρτες, κτλ.. Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν και είναι να διαστρεβλώνει τη ψυχολογία των ανθρώπων, ιδίως των νέων, με την σκέψη ότι μόνο η κατανάλωση και ο πλούτος χαρακτηρίζουν τον επιτυχημένο (και ευτυχισμένο) άνθρωπο. Τονίζω ότι το χαρακτηριστικό αυτό είναι προϊόν μιας τεράστιας ανθρώπινης προσπάθειας εκ μέρους μιας ισχυρής εμπορικής, βιομηχανικής και χρηματοπιστωτικής ηγεσίας, με σημαντική βοήθεια από ψυχολόγους και καλλιτέχνες, και όχι κάποια μοιραία «φυσική» εξέλιξη ενός φυσικού (δλδ, κοινωνικού) συστήματος. Από την κρίση του ’70 και μετά, με το νεοφιλελευθερισμό και την «παγκοσμιοποίηση», η σκέψη ότι μια καλύτερη κατανομή του πλούτου θα έδινε έστω μερική λύση σ’ αυτό το πρόβλημα, δεν είναι πια «της μόδας».

Η μετατόπιση του κεφαλαίου στο χρηματοοικονομικό τομέα (τράπεζες, χρηματιστήρια και άλλες μορφές του τζόγου) για κερδοσκοπικές επενδύσεις, παρόλο το αυξημένο ρίσκο που σχετίζεται με τέτοιες μορφές επενδύσεων αποτελεί άλλο ένα αποτέλεσμα αυτής της ανικανότητας της αγοράς να κρατάει μια ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Όσο πιο επικερδείς είναι αυτές οι επενδύσεις, έστω και προσωρινά, τόσο περισσότερο αυξάνεται η ανισορροπία του πλούτου, με τάση να εντείνεται το πρόβλημα της υποκατανάλωσης-υπερπαραγωγής, κτλ. Ένα επιπλέον αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής, είναι η χρόνια τάση της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που παρατηρούμε, και έτσι το σύστημα γίνεται όλο και πιο ασταθές, αφού ο πλούτος βασίζεται όλο και περισσότερο σε αεριτζίδικη κερδοσκοπία και σε μη παραγωγικά δάνεια. Κάθε φορά που σκάει μια κερδοσκοπική φούσκα, η παράλογη «λογική» του συστήματος γίνεται πιο φανερή, και μια πιο δίκαιη κατανομή του πλούτου και πιο λογική οργάνωση της οικονομίας, γίνεται ακόμα πιο αναγκαία.

[3]Η Κρίση του περιβάλλοντος

Η κρίση του περιβάλλοντος είναι όμως πιο σοβαρή από την οικονομική κρίση.
«Σε αυτό που αναφερόμαστε ως «σύγχρονος πολιτισμός» κυριαρχούν τα πρότυπα του δυτικού πολιτισμού και έχουν παγκόσμια επιρροή, επειδή αντιπροσωπεύουν το ιδανικό. Είναι δηλαδή υπερ-επιθυμητά απ’ όλους τους ανθρώπους. Π.χ. όλοι θα ήθελαν να έχουν μια καλή δουλειά. Μια καλή πρώτη κατοικία. Ένα εξοχικό σε καλή παραλία. Καλές καταθέσεις στην τράπεζα και μια τελευταίου τύπου μερσεντές. Αν όχι δύο και τρεις. Η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας θα επέτρεπε, με τη βοήθεια πάντοτε των «προοδευτικών δυνάμεων», να γενικευθεί στο άμεσο μέλλον το επίζηλο πρότυπο. Τώρα πια το χάσμα δεν είναι δυνατόν να γεφυρωθεί και για οικολογικούς λόγους. Ο πλανήτης δεν αντέχει την εξάπλωση του τρόπου ζωής του δυτικού ανθρώπου. Φθάσαμε δηλαδή στο μοιραίο σημείο όπου έχουμε κλείσιμο των οραματικών διεξόδων του συστήματος. Ο σύγχρονος πολιτισμός γνωρίζει πλέον κρίση οικουμενικότητας. Αυτή είναι η βασική όψη της κρίσης, για την οποία τόσος λόγος γίνεται. Η «μεγάλη υπόσχεση» του συστήματος είναι μη πραγματοποιήσιμη. Το χάσμα Βορρά-Νότου, που ενσαρκώνει την αντίφαση ανάμεσα στην καθολική αποδοχή του προτύπου και την μη καθολική του εφικτότητα, είναι σήμερα βαθύτερο από κάθε άλλη φορά.» (Θ. Ζιάκας)

Το κεφάλαιο και η νεοκλασική θεώρηση πιστεύουν για την κρίση αυτή, όπως φαίνεται, ότι η επιστήμη και η τεχνολογία θα τη λύσουν με τη πάροδο του χρόνου. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι οι οικονομικές θεωρίες του 18ου και 19ου αιώνα έβλεπαν τη φύση σαν ένα ανοικτό σύστημα, που μπορούσε να το εκμεταλλευθεί κανείς ατέλειωτα, και έτσι να μπει στους οικονομικούς υπολογισμούς σαν εισόδημα και όχι σαν κεφάλαιο. Και αυτή η προϋπόθεση χαρακτήριζε, και ακόμα χαρακτηρίζει τα καπιταλιστικά, αλλά χαρακτήριζε εξίσου και τα «κουμμουνιστικά» συστήματα όσο ήταν και αυτά προσανατολισμένα στη απέραντη ανάπτυξη. Σήμερα όλο και περισσότεροι άνθρωποι καταλαβαίνουν αυτό το λάθος, εκτός, φυσικά από μια μερίδα οικονομολόγων και την πλειοψηφία των επιχειρηματιών, τους οποίους δεν βολεύει να το αναγνωρίσουν. Όσον αφορά τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους και αρκετούς επιστήμονες, διαπιστώνουμε ότι επαναλαμβάνουν συνέχεια το «τροπάριο» για την ανάπτυξη, σαν να μην έχει καμία σχέση η ανάπτυξη με την περιβαλλοντική κρίση. Μέρος αυτής της νοοτροπίας είναι η πίστη (και η επιθυμία) ότι μόνο με την ανάπτυξη μπορεί να λυθεί το πρόβλημα της ανισότητας, και όχι με κάποια ριζική αλλαγή στην κοινωνική δομή.

Η ηθική έμφαση στον «κτητικό ατομισμό» (Macpherson, 1962) με την συνακόλουθη ανταγωνιστικότητα που κληρονομήσαμε από τον 19ο αιώνα, δεν μας εξυπηρετεί καθόλου σ’ αυτό το χρονικό σημείο. Η υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου και η όλο και μεγαλύτερη έμφαση στις μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις, τις τεχνολογικές και πολιτικοοικονομικές οντότητες που συνακολουθούν, εμποδίζουν τις πιο δημιουργικές και ευέλικτες σκέψεις και πράξεις και τη διαλεκτική ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Η φύση, όμως, δεν συγχωρεί, ή μάλλον δεν ενδιαφέρεται, και θα συνεχίσει να υπάρχει, έστω και χωρίς τη συμμετοχή του Homo Sapiens Sapiens!

Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί οικονομολόγοι που ερευνούν το περιβαλλοντικό πρόβλημα και προσφέρουν σκέψεις για λύσεις και στρατηγικές για το μέλλον (Neva Goodwin, 2008) Είναι απόλυτη ανάγκη να αναπροσδιορίσουμε τις περισσότερες προϋποθέσεις για τα πολιτικοοικονομικά συστήματα, για τη κοινωνία και για τη φύση που έχουμε κληρονομήσει από το πρόσφατο παρελθόν κατά το οποίο άνθισε η επιστήμη και η τεχνολογία.

Πρώτον, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ‘φύση’ και ‘κοινωνία’ δεν είναι το ίδιο πράγμα, και να καταλάβουμε ότι οι κοινωνικοοικονομικές θεωρίες που βασίζονται στις αιτιοκρατικές θετικές επιστήμες κάνουν μεγάλο κακό με τον τρόπο που εφαρμόζονται στη κοινωνία. Χωρίς ανθρωπιά και ηθικές αρχές, αυτές οι θεωρίες και η νοοτροπία που τις ακολουθεί τείνουν να δημιουργήσουν μια απόλυτα ελεγμένη τεχνοκρατική κοινωνία που καταλήγει σε απελπισία και μηδενισμό για τον άνθρωπο. (Stivers,1994, Himmelfarb,1995). Η μόνη «ελευθερία» βρίσκεται στην φαντασμαγορική πραγματικότητα της τηλεόρασης και στη κατανάλωση. Τo μέλλον, θα πρέπει να χτιστεί επάνω στη συνεργασία, στο σεβασμό προς τη φύση και στη σημαντική μείωση της απαίτησης για υλικά αγαθά, ιδίως εκείνων που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας για τη παραγωγή τους. Αυτό συνεπάγεται μια ουσιαστική στροφή της αντίληψης, από τις υλικές προς τις πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου, και θα απαιτήσει μια σημαντική αλλαγή στην εκπαίδευση των μικρών και των μεγάλων, για να μάθουν να ζουν σαν άνθρωποι αυτό-προσδιοριζόμενοι, και όχι σαν δούλοι των επιθυμιών, της διαφήμισης και της τεχνοκρατίας.

Το υπέρογκα ποσά που δίδονται για τη στήριξη των πλουτοκρατών και να «λυθεί» η χρηματοοικονομική κρίση που οι ίδιοι δημιούργησαν υποδηλώνουν ότι η οικονομική είναι αήθης, δλδ., ως επιστήμη είναι «κοινωνιοπαθολογική»! Όμως, οι ανθρώπινες κοινωνίες στηρίζονται επάνω στη συνείδηση. Η ανθρώπινη συνείδηση περιέχει διαστάσεις λογικές, συναισθηματικές και ηθικές, και οι κοινωνικές πράξεις που κατασκευάζουν την κοινωνική δομή πάντα εμπνέονται από αυτές τις τρεις παραμέτρους. Επομένως, όταν ο Marshall γιόρτασε το χωρισμό της οικονομικής επιστήμης από την ηθική φιλοσοφία στο Λονδίνο στο τέλος του 19ο αιώνα, προανήγγειλε την ασχετοσύνη της νεοκλασικής οικονομικής με τον άνθρωπο, και στη τελική ανάλυση την αποσύνθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας, εάν όχι του ίδιου του ανθρώπου, δεδομένου ότι τώρα βλέπομε τις αλλαγές στη φύση που έχουν ακολουθήσει. Δυστυχώς ο Marshall δεν κατάλαβε, όπως και οι περισσότεροι νεοκλασικοί οικονομολόγοι και επιχειρηματίες, ότι καμία κοινωνία δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς συναίσθημα και ηθικές αρχές, και έτσι το ρητό του Πλάτωνα ότι «Πάσα επιστήμη χωριζόμενη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής [ηθικές αρχές] πανουργία, ου σοφία φαίνεται».

[4]Η Φιλοσοφική Πρόκληση

Επομένως, η φιλοσοφική πρόκληση είναι να ξαναφέρουμε αρετή στην επιστήμη. Όχι ότι η οικονομική δεν περιέχει κάποιο είδος «ηθικού και συναισθηματικού» πλαισίου, απλά δεν είναι πάρα πολύ ενάρετο! Έτσι, η τρίτη πρόκληση που σχετίζεται στενά με αυτό το πλαίσιο και, τελικά, με τις δυο άλλες κρίσεις, αφορά τη στάση (θέση, ρόλο) του ανθρώπου στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Για τις θετικές επιστήμες, και ειδικά για τη οικονομική επιστήμη, που έχουν αντικαταστήσει και τη θρησκεία και τη φιλοσοφία στην κοινωνική σκέψη, ο άνθρωπος είναι ένας υπολογιστής, χωρίς σκεπτόμενη αναφορά στο συναίσθημα και στο ήθος, δύο από τις κυριότερες διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Δηλαδή, υπάρχουν συναισθηματικές και ηθικές διαστάσεις που υπονοούνται στην οικονομική θεωρία, και αυτές είναι η απληστία και η ζήλεια, μαζί με τον αναγκαίο φόβο που ακολουθεί παρόμοιο σύστημα αξιών. Η νόηση ανάγεται σε πανουργία, που είναι η μόνη ικανότητα που υποτίθεται ότι χρειάζεται να διαθέτει ο άνθρωπος στη ζωή, μια ζωή, που για την νεοκλασική οικονομική επιστήμη είναι, λίγο πολύ, σαν μια παρτίδα «πόκερ». Ο πανούργος θα έχει επιτυχία στη ζωή, αντιπροσωπεύοντας τον ιδανικό άνθρωπο σ’ αυτή την θεωρία, παρ’ όλη τη κατώτερη θέση που τον τοποθετεί ο Πλάτων.

Εάν δεν έπαιζε κανένα σημαντικό ρόλο η οικονομική επιστήμη στη κοινωνία, αυτός ο χαρακτηρισμός του ανθρώπου θα ήταν απλά λυπηρός. Αλλά η οικονομική επιστήμη και η φιλελεύθερη «φιλοσοφία» των εμπόρων, τραπεζιτών και βιομηχάνων του 19ου αιώνα που την συνοδεύει, μαζί με την επιστήμη και την τεχνολογία, καθορίζουν σχεδόν αποκλειστικά τη ζωή μας σήμερα. Περιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά μας, ιδίως εάν δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε πόσο καίρια επιδρά στις σκέψεις μας, τόσο πρακτικά, όσο και θεωρητικά.

Αυτό μας οδηγεί σε σκέψεις για το ποια θα έπρεπε να είναι, τελικά, η θέση του ανθρώπου στην ευρύτερη κοινωνική θεώρηση. Εάν ο Πρωταγόρας είχε δίκιο, (Πάντων χρημάτων [πραγμάτων] μέτρον άνθρωπος) τότε πως ορίζομε τον άνθρωπο και ειδικά τις ανάγκες του; Πώς προσδιορίζεται η ανθρώπινη ευτυχία, ιδίως εάν πιστεύομε ότι αυτός είναι ο τελικός σκοπός της επιστήμης; Μπορούμε να βελτιώσουμε τον αυστηρά περιορισμένο ορισμό του ανθρώπου που μας έχει κληρονομήσει η επιστήμη, η οικονομική θεωρία και η πολιτική ιδεολογία του 18ου και 19ου αιώνα, και, πιο συγκεκριμένα, την ερμηνεία αυτής της «παράδοσης» που χαρακτηρίζει το σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό δόγμα; Και, τελικά, μήπως θα μπορούσε αυτή η βαθύτερη κατανόηση του ανθρώπου να βοηθήσει στη λύση των άλλων δυο κρίσεων που μας τυραννούν τόσο πολύ σήμερα;

[5]Η ευτυχία τότε και τώρα

Υπάρχει μια σημαντική μέση τάξη στις αναπτυγμένες χώρες, μια τάξη που, δυστυχώς, όλο και μειώνεται με τη «νέα τάξη πραγμάτων», όπου το μέσο οικογενειακό εισόδημα δεν έχει αυξηθεί καθόλου για τριάντα χρόνια, επειδή σχεδόν όλες οι γυναίκες εργάζονται τώρα. Αλλά, πέραν τούτου υπάρχει μια παγκόσμια δυστυχία σ’ αυτή τη μέση τάξη, που δεν ταιριάζει με τον πλούτο και τις ανέσεις, που απολαμβάνουν.

Σαφώς πολλοί άνθρωποι ωφελούνται από τα θαύματα στην ιατρική, και μια μειονότητα από την πρόοδο στην εκμετάλλευση της ενέργειας, στις επικοινωνίες και συγκοινωνία, και γενικά στις ανέσεις στην καθημερινή ζωή. Είναι, όμως, αυτή η μειονότητα πιο ευτυχισμένη σήμερα, ακόμα και μ’ αυτές τις βελτιώσεις και τις ανέσεις;

Η εγκληματικότητα και οι άλλες κοινωνιοπαθολογικές ενδείξεις, δλδ., τα διαζύγια, η εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, (συμπεριλαμβάνονται και η καφεΐνη, η νικοτίνη, και το αλκοόλ), η πορνεία και πορνογραφία, οι μίζες, οι δωροδοκίες και τα ρουσφέτια, οι απάτες, οι κλεψιές, κτλ., είναι κοινό φαινόμενο σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής, κι όλα μαζί εκφράζουν μια γενική κατάρρευση της ηθικής δομής της σημερινής κοινωνίας. Αυτά τα φαινόμενα θα έκαναν κάποιον να υποπτευθεί ότι ο σημερινός άνθρωπος δεν είναι πιο ευτυχισμένος, παρ’ όλη την εμφανή πρόοδο στην επιστήμη και στην τεχνολογία. Και οι έρευνες που εξετάζουν κατευθείαν το φαινόμενο της ευτυχίας βγάζουν τον ίδιο συμπέρασμα.

Δεν είχαμε μετρήσεις για ευτυχία πριν από 200 χρόνια, αλλά οπωσδήποτε υπήρχε δυστυχία που προερχόταν από τη φτώχεια που συνόδευε τη ζωή των πολλών. Αυτή η φτώχεια στέρησε και ακόμα στερεί τις βασικές ανάγκες από τους πολλούς, ανάγκες για επαρκές φαγητό, ρουχισμό και στέγη, και πέραν τούτων, ανάγκη για κάποιο είδος ασφάλειας στη ζωή, ασφάλεια ότι αυτά τα λίγα πράγματα που είχαν (και έχουν) δεν θα τα παίρνανε οι λίγοι με τον ένα τρόπο ή τον άλλο. Και βέβαια αυτή η στέρηση οδηγούσε και οδηγεί σε μορφές κοινωνιοπαθολογίας τότε όπως και τώρα. Αλλά, δεν θα έπρεπε να είχαμε λύσει αυτά τα προβλήματα μέχρι σήμερα; Δεν θα έπρεπε έτσι και αλλιώς να ήταν όλοι οι άνθρωποι πιο ευτυχισμένοι; Δεν ήταν αυτή η υπόσχεση της επιστήμης, της τεχνολογίας και της ελεύθερης αγοράς (του καπιταλισμού) το 19ο αιώνα;

[6]Οικονομική θεωρία και ευτυχία

Από μια άποψη, η φτώχεια και η ανασφάλεια θα έπρεπε να είχαν εκλείψει πολύ πριν από σήμερα, διότι για σχεδόν ένα αιώνα τώρα έχομε ένα παραγωγικό δυναμικό που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις περισσότερες βασικές υλικές ανάγκες όλων των ανθρώπων. Το πολιτικοοικονομικό σύστημα και η (νεοκλασική) οικονομική θεωρία είχανε παγιδευτεί σε μια περιορισμένη αντίληψη για την κοινωνία, τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, όπως επικρατούσε στο 19ο αιώνα, με αποτέλεσμα, σε όλο τον 20ο αιώνα η οικονομική εξουσία αναγκάστηκε να δημιουργεί (ψεύτικες) ανάγκες που θα ταίριαζαν σ’ αυτή την αντίληψη. Δηλαδή, η δυστυχία που προέρχεται από την φτώχεια είναι ένας αναχρονισμός που θέλει εξήγηση, μια εξήγηση που, παράδοξα, δεν απέχει πολύ από την εξήγηση για την δυστυχία των λίγων προνομιούχων.

Η διδακτορική διατριβή του Μαρξ ήταν μια ανάλυση της διαφοράς μεταξύ του Επίκουρου και του Δημόκριτου για το εάν η κοινωνία είναι αιτιοκρατική (προκαθορισμένη) με τον ίδιο τρόπο που είναι η φύση, εάν υπάρχουν, δλδ., μηχανισμοί που θα επέτρεπαν την πρόβλεψη και τον έλεγχο της κοινωνίας με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζεται από την τωρινή επιστήμη και τεχνολογία για τη φύση. Το συμπέρασμά του ήταν ότι ο Επίκουρος είχε δίκιο, και από ‘κει προερχόταν ο σεβασμός που είχε για τη διαλεκτική και για την ανθρώπινη συμμετοχή στην κατασκευή της κοινωνικής πραγματικότητας, για να μη πούμε για την λιτότητα με την οποία εξέφρασε το τι ακριβώς θα ήταν η επόμενη (σοσιαλιστική) φάση της ανθρωπότητας, παρ’ όλη τη «σιγουριά» που έδειξαν μερικοί οπαδοί του τον 20ο αιώνα.

Ο καπιταλισμός απελευθέρωσε τις τεράστιες ανθρώπινες δυνάμεις που κρυβόταν κάτω από τους διάφορους δεσποτισμούς και οι οποίοι ακολούθησαν το τέλος του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Αυτή η απελευθέρωση έγινε με ένα «φυσικό» τρόπο με την αύξηση του εμπορίου στη Μεσόγειο και έπειτα με την Αναγέννηση που ακολούθησε και βοήθησε αυτή την απελευθέρωση. Εν συνεχεία, το εμπόριο έδωσε το έναυσμα για την δημιουργία της βιομηχανίας και της τεχνολογίας (με την βοήθεια της αρχαίας επιστήμης), που συντέλεσαν στην αύξηση της παραγωγής των προϊόντων και στην παραπέρα ανάπτυξη του εμπορίου σε διεθνές πλέον επίπεδο.

Η βιομηχανοποίηση και αστικοποίηση που ακολούθησε δημιούργησε ένα τεράστιο παραγωγικό δυναμικό, εξαρτημένο, όμως, από ένα πολιτικό-οικονομικό σύστημα βασισμένο στην λεγόμενη ελεύθερη αγορά και στη νεοκλασική οικονομική θεωρία που την νομιμοποιεί και το οποίο (παραγωγικό δυναμικό) είναι επικεντρωμένο αποκλειστικά στην παραγωγή και επένδυση του κεφαλαίου μόνο για κέρδος ή για να βοηθήσει την κερδοφορία. Το σύστημα αυτό κυριαρχεί μέχρι και σήμερα. Δυστυχώς, όμως, αγνοεί οποιεσδήποτε ανθρώπινες ανάγκες πέραν από ό’ τι σχετίζεται με το χρήμα, την κερδοσκοπία και την μαθηματική της θεώρηση. Έτσι, εάν μια ανάγκη μπορεί να ικανοποιηθεί μαζί με χρηματικό κέρδος, το σύστημα θα προσφέρει το κατάλληλο αγαθό ή υπηρεσία, εάν όχι, απλώς δεν θα ικανοποιηθεί, τουλάχιστον όχι μέσα στο κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό σύστημα. Στη θεωρία και πράξη του συστήματος επιτρέπεται, με μεγάλη φειδώ, ένας δημόσιος τομέας για τις σημαντικές ανικανοποίητες ανάγκες, ιδίως εάν η ικανοποίησή τους θα βελτίωνε την παραγωγικότητα του συστήματος γενικά, αλλά και πάλι μόνο εάν δεν ανταγωνίζεται με τον ιδιωτικό τομέα. Είναι σημαντικό να τονίσομε ότι με το νεοφιλελευθερισμό τα τελευταία χρόνια ο ιδιωτικός τομέας επεκτείνεται όλο και περισσότερο, ενώ ο δημόσιος τομέας χρησιμεύει σχεδόν αποκλειστικά σαν δίαυλος για να περάσουν δημόσιοι πόροι στον ιδιωτικό τομέα για εξαιρετικά κερδοφόρα έργα.

Όταν, προς το τέλος του 19ου αιώνα, αυτό το σύστημα έφτασε με ένα παραγωγικό δυναμικό που μπορούσε να ικανοποιήσει τις βασικές υλικές ανάγκες για όλους, ιδίως στις βιομηχανικές χώρες (και σιγά, σιγά σε όλο τον κόσμο) δεν προχώρησε σ’ αυτή τη λογική εξέλιξη διότι δεν ήταν κερδοφόρο να το κάνει. Όλη η εξέλιξη του καπιταλισμού, και της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας, χαρακτηρίζεται από αυτή τη «λογική». Έτσι, στις μη αναπτυγμένες χώρες το αποικιοκρατικό κεφάλαιο αναζητούσε (και αναζητά) φτηνές πρώτες ύλες και φτηνά εργατικά χέρια, και έπειτα όσο το δυνατόν καινούριες αγορές, κάτι που συνολικά βοηθούσε και βοηθάει περισσότερο στην υποανάπτυξη και στη διαρκή στέρηση των βασικών αναγκών σ’ αυτές τις χώρες του τρίτου κόσμου. Πρέπει να εξαιρέσουμε, βέβαια, τις χώρες της Ασίας, ιδίως την Κίνα, οι οποίες μπόρεσαν να απελευθερωθούν εν μέρει από αυτό το αποικιοκρατικό σύνδρομο και όπου τώρα η ντόπια άρχουσα τάξη, η ίδια, αναλαμβάνει την «οδυνηρή» υποχρέωση να εκμεταλλευτεί τους δικούς της λαούς στο όνομα της «ανάπτυξης».

Στις βιομηχανικές χώρες οι επιχειρηματίες άρχισαν να χειραγωγούν τον καταναλωτή για να αυξήσει τη κατανάλωση, ώστε να μη μειωθεί η παραγωγή που ήταν η πηγή του κέρδους. Από μια άποψη ίσως θα ήταν πιο λογικό να αυξάνουν το εισόδημα των εργατών για να μπορέσουν να καταναλώσουν την αυξημένη παραγωγή, αλλά αυτό θα μείωνε το κέρδος με άλλο τρόπο. Παγιδευμένοι σ’ αυτή τη αντίφαση, διαλέξανε να προχωρήσουν από τη μια μεριά σε νέες μορφές τεχνολογίας και οργάνωσης για να μειώσουν το κόστος παραγωγής, αγνοώντας το ψυχολογικό και σωματικό τίμημα για τους υπαλλήλους και εργάτες, και από τη άλλη, με τη διαφήμιση, πίστωση, κτλ., για να αυξάνουν την κατανάλωση, ακόμα και των αγαθών που δεν ήταν (και δεν είναι) τελικά αναγκαία, αρκεί να υπάρχει κέρδος. Εν τω μεταξύ, η εξέλιξη της τεχνολογίας αντικαθιστούσε εργάτες, μειώνοντας πάλι την αγοραστική δύναμη της αγοράς. Όλα αυτά οδήγησαν τελικά στη τωρινή παγκόσμια κοινωνικοοικονομική κρίση.

Η επιστημονική, καλλιτεχνική και συναισθηματική χειραγώγηση των εργατών και των καταναλωτών έχει φτάσει σε πολύ εκλεπτυσμένο επίπεδο σήμερα, αναγκάζοντας τους εργάτες και υπαλλήλους ως καταναλωτές να εμπλακούν σε ένα ξέφρενο, αλλά χωρίς νόημα αγώνα (‘rat race’), δλδ., να εργάζονται όλο και περισσότερες ώρες και όλα πιο έντονα για να κερδίζουν χρήματα, προκειμένου να αγοράζουν αγαθά που νομίζουν ότι χρειάζονται, χωρίς καμία σκέψη για το πώς δημιουργούνται αυτές οι ανάγκες. Ο καπιταλισμός και η νεοκλασική οικονομική θεωρία, ακόμα και οι φιλελεύθερες ιδέες για τη δημοκρατία, παγιδευμένοι στο ‘ζουρλομανδύα’ της σκέψης του 19ο αιώνα δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εργάτη, τον πολίτη και τον καταναλωτή να βγει από αυτό το αδιέξοδο.

[7]«Νέες» αντιλήψεις για την ευτυχία

Όμως, η πραγματικότητα συνήθως τρέχει μπροστά από τη σκέψη, και όλο και περισσότεροι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι οι θεωρίες και ιδεολογίες του 19ο αιώνα δεν ταιριάζουν με την πραγματικότητα του 21ου. Στην οικονομική επιστήμη υπάρχουν χιλιάδες φοιτητές και καθηγητές που ψάχνουν για μια καινούργια «μετά-αυτιστική» και πιο ανθρώπινη οικονομική θεωρία, βασισμένη στη πραγματικότητα, και που θα φέρει την επιστήμη πιο κοντά στον άνθρωπο και στις πραγματικές ανάγκες. Στην κοινωνία υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που εγκαταλείπουν τις πόλεις και το ξέφρενο ανταγωνισμό που τις χαρακτηρίζει, και μένουν σε χωριά και μικρές πόλεις με φτηνότερα αυτοκίνητα, ρούχα και σπίτια, με προσπάθεια να μειώσουν την περιβαλλοντική ρύπανση με πιο «φιλικές» τεχνολογίες, και να τρώνε φαγητά με λιγότερες τοξίνες από φυτοφάρμακα, λιπάσματα, κτλ., και γενικά να αποφεύγουν τις πιέσεις για τη «καλή ζωή» που προωθούνται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας.

Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που κάποιοι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι η κοινωνία τους δεν επέτρεπε την ικανοποίηση σημαντικών ανθρωπίνων αναγκών. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε στον Επίκουρο, ο οποίος έφυγε από τη πόλη, όχι για να αποφύγει τον καταναλωτισμό, άλλα για να βρει την ουσία της ανθρώπινης ζωής. Παρόλο ότι η σχολή του Επίκουρου διήρκεσε πολύ περισσότερα χρόνια από όλες τις άλλες σχολές των άλλων φιλοσόφων, ο Επικουρισμός έχει «κακοποιηθεί», και οι έννοιες του έχουν διαστρεβλωθεί περισσότερο από εκείνες όλων των άλλων φιλοσόφων. Γιατί αυτό; Διότι ο Επίκουρος προσπάθησε να ελευθερώσει τον άνθρωπο από κάθε είδους, κατασκευασμένης από τη κοινωνία, ανάγκης. Αυτό δεν τον έκανε αγαπητό σε κανένα είδος εξουσίας, πουθενά, και ποτέ.

Οι άνθρωποι της εξουσίας ψάχνουν πάντα να επινοήσουν συναισθηματικές δικαιολογίες, για να νομιμοποιούν την εξουσία τους. Όταν ο Νίτσε είπε ότι «ο θεός πέθανε», εννοούσε ότι το μεταφυσικό συμβολικό σύστημα της θρησκείας είχε χάσει τον έλεγχο επάνω στον άνθρωπο επειδή είχε αντικατασταθεί από την επιστήμη, που, δυστυχώς, τώρα όλο και περισσότερο χρησιμοποιείται για ένα παρόμοιο συμβολικό σκοπό (της «μυστικοποίησης»). Έτσι, για πολλούς ανθρώπους, συμπεριλαμβάνοντας σχεδόν όλους τους επιχειρηματίες και πολιτικούς που υποστηρίζονται από αυτούς, και για αρκετούς οικονομολόγους, η οικονομική θεωρία και οι θετικές επιστήμες γενικά παίζουν το κοινωνικό ρόλο ενός μεταφυσικού συμβολικού σύμπαντος, που νομιμοποιεί την υπάρχουσα εξουσία του «status quo».

Εν τω μεταξύ, υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι άνθρωποι που, σαν τον Επίκουρο, καταλαβαίνουν ότι η σύγχρονη κοινωνική ζωή οδηγεί πέρα και έξω από την ουσία, και ότι αυτή η ουσία χρειάζεται να επαναπροσδιορισθεί. Η αναζήτηση αυτή απαιτεί αναστοχασμό, χρόνο και ησυχία, κάτι που δεν βρίσκεται στη πόλη. Αυτούς τους ανθρώπους ονομάζουμε «πολιτισμικούς δημιουργούς».

[8]Η Φιλοσοφία του Επίκουρου

Πώς θα μπορούσε να βοηθήσει ο Επίκουρος τους τωρινούς ‘Επικούρειους’; Ποια ήταν η φιλοσοφία του Επίκουρου; Μια βασική προϋπόθεση του Επίκουρου ήταν ότι η ευτυχία ξεκινάει από τον άνθρωπο που πρέπει να είναι ευτυχισμένος εδώ και τώρα (και όχι μετά τον θάνατο, π.χ.). Για να είναι ευτυχισμένος θα πρέπει να αποφεύγει το σωματικό πόνο και την ψυχική ταραχή (το στρες είναι και αυτό ψυχική ταραχή). Όμως, για να αποφεύγει το σωματικό πόνο και τη ψυχική ταραχή, πρέπει να αναζητεί την ευτυχία με σωφροσύνη και λογική, και όχι με λαιμαργία και απληστία. Είναι μεγάλο ψέμα εκείνο που προσπάθησαν να πούνε όλοι οι ταραγμένοι κριτικοί του Επίκουρου για δυο χιλιετίες τώρα, με το να διαστρεβλώνουν την έννοια της «ηδονής» και να τον δυσφημίζουν, δίνοντας εντελώς αντίθετη σημασία στη λέξη αυτή. Για τον Επίκουρο η ευχαρίστηση της μιας στιγμής που φέρνει δυστυχία την επόμενη, είτε για τον εαυτό μας, είτε για άλλους, πρέπει να απορριφθεί. Έτσι, το σύνθημα του ήταν -και είναι- λιτότητα. Λιτότητα στο φαγητό, στο πιοτό, τη στέγαση και τις ανέσεις, στο ρουχισμό, το σεξ, δηλαδή «μέτρον άριστον», και όχι ο σύγχρονος υπερσιτισμός, οι δίαιτες, ναρκωτική εξάρτιση και αποτοξίνωση, υπερκατανάλωση και υπερχρέωση, κτλ.

Υπάρχουν και σύγχρονες επιστημονικές αποδείξεις που υποστηρίζουν αυτή την φιλοσοφία. Για την ναρκωτική εξάρτηση δεν υπάρχει ανάγκη για συζήτηση. Και όσον αφορά τον υπερσιτισμό, η εμπειρία με τα πειραματόζωα αποδεικνύει ότι το λιγότερο φαί συντελεί στην υγεία και στη μακροζωία. Εντυπωσιακή είναι μια μελέτη για τους Αμερικάνους πιλότους του ναυτικού που έμειναν φυλακισμένοι στο Βόρειο Βιετνάμ (οπού έτρωγαν μόνο ρύζι και λαχανικά), σε σύγκριση με τους άλλους πιλότους, και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι φυλακισμένοι ήταν πιο υγιείς στα περισσότερα συστήματα του σώματος από τους συναδέλφους τους που έτρωγαν το συνηθισμένο φαγητό του Αμερικάνικου λαού! (St. Louis Post Dispatch, 1977)

Για να αποφύγει ο άνθρωπος την ψυχική ταραχή, ο Επίκουρος πίστευε ότι το πιο σημαντικό ήταν να αποφεύγει το φόβο. Από το Φόβο ξεκινάει όλη η ψυχική ταραχή. Βέβαια, ο φόβος είναι το κυριότερο όπλο της εξουσίας. Και ο φόβος ξεκινάει πρωτίστως από το φόβο του θανάτου. Έτσι ο Επίκουρος προσπάθησε πολύ να απαλλάξει τους ανθρώπους από το φόβο του θανάτου, και για αυτό το λόγο η φιλοσοφία του ήρθε σε μεγάλη σύγκρουση με τη θρησκεία στους αιώνες που θα ακολουθούσαν. Πίστευε ότι οι θεοί δεν ανακατεύονταν με τον άνθρωπο (στηρίζοντας τη μια ή την άλλη μεριά σε πολέμους, κτλ.), αφού για τον Επίκουρο αν οι θεοί έκαναν τέτοιες επιλογές θα ήταν απόδειξη ότι ήταν ανθρώπινοι και όχι θεϊκοί, και με αυτό το επιχείρημα αφόπλισε την εξουσία όλων των θρησκειών που απειλούν τον άνθρωπο με τιμωρία, με εξορία, με αφορισμός, με κόλαση, κτλ. (Άφοβο ο Θεός) Το ίδιο ισχύει για όλες τις μορφές εξουσίας που χρησιμοποιούν το φόβο για να ελέγχουν τους υπηκόους τους. Όντως, όσο περισσότερο η εξουσία ενός συστήματος εξαρτάται από το φόβο για να κυβερνάει, -φόβο για τον εχθρό και την τρομοκρατία, φόβο για το έγκλημα, φόβο για βασανιστήρια και εκτέλεση, και γενικά φόβο για τον «μπαμπούλα»- τόσο πιο μακριά βρίσκεται από τη δημοκρατία, άσχετο με την ταμπέλα που χρησιμοποιείται για να ονομαστεί αυτό το σύστημα. Έτσι, ο Επίκουρος κάλεσε τους μαθητές του να αποφεύγουν το φόβο του Θεού και το φόβο του θανάτου.

Στην άλλη άκρη του συναισθηματικού φάσματος ο Επίκουρος έδινε πολύ σημασία στη φιλία, διότι πίστευε ότι ήταν από τις πιο σημαντικές βάσεις της ανθρώπινης ευτυχίας. Συμβούλευε συντροφικότητα, τιμιότητα, γενναιοψυχία, ευδιαθεσία, και ευγένεια με τους φίλους, μαζί με φρόνηση, αυτάρκεια, ηρεμία, απλότητα, και αυτοσυγκράτηση. Δεν φαινόταν να δίνει πολύ σημασία στη συγγένεια, ούτε στη κοινωνία ως μια κοινωνικά κατασκευασμένη πραγματικότητα, και επειδή πίστευε και ακολούθησε τη ατομική θεωρία του Δημοκρίτου, ήταν υπόχρεος μιας κοινωνικής εξήγησης για την «πρόσκαιρη ένωση των ατόμων σε μεγαλύτερα σώματα» που χαρακτηρίζει τη φύση, όπου «τα πάντα ρει». Μπορεί κάποτε να βρεθεί κάποια βιοχημική εξήγηση, δίπλα στη ψυχολογική σημασία που δίνομε και σήμερα, για την έλξη ανάμεσα στους ανθρώπους που καταλήγει σε πρόσκαιρες κοινότητες ή ομάδες. Ο Επίκουρος, όμως, έδινε μια φιλοσοφική εξήγηση για το ρόλο αυτής της φιλίας στη ανθρώπινη ευτυχία. Και στο κήπο του η φιλία επεκτεινόταν σε όλους: σε γυναίκες, σε σκλάβους, σε νέους και γέρους, και βασιζόταν μόνο στην ανθρώπινη θέληση, και όχι σε εξαναγκασμούς, και συνεπώς στην σπουδαιότητα της φιλίας για να κρατήσει την συνοχή.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, χωρίς φόβο, και με ισότητα και ελευθερία, με την αναζήτηση της ευτυχίας με σοφία, λογική και λιτότητα, ο Επίκουρος δεν έβλεπε καμία θέση για δόξα, για επιτυχία και φήμη, για πλούτο και απληστία ή για εξουσία και κατάκτηση. «Λάθε Βιώσας»: μακριά από πράξεις και φιλοδοξίες που φέρνουν μόνο χυδαιότητα και ψυχική ταραχή. Ζήσε τη ζωή εδώ και τώρα, με απλότητα και σεβασμό για τον άλλον, και θάχεις χαρά και ευτυχία.

Τι ειρωνεία! Σχεδόν όλη η εξέλιξη της ανθρωπότητας από τότε έχει πάρει την αντίθετη κατεύθυνση, ιδίως με την άνοδο του καπιταλισμού και την τεχνολογική κοινωνία που έχουν φέρει μια κουλτούρα του εγωισμού, του ανταγωνισμού, της κατάκτησης και αλαζονείας, και με αντιφάσεις που μπορούν να περιορίσουν σημαντικά, εάν όχι τελειωτικά την ανθρώπινη ζωή στο πλανήτη μας. Έτσι, δεν είναι παράξενο ότι τόσοι άνθρωποι σήμερα ψάχνουν να πραγματοποιήσουν τις αξίες του Επίκουρου με ή χωρίς το όνομά του. Υπάρχουν και διανοούμενοι σε όλες τις επιστήμες που στρέφονται προς τον ανθρωπισμό για να βρούνε μια πιο επιμελημένη επιστημονική θεώρηση για την τωρινή κοινωνία.

Ένα παράδειγμα αυτής της πραγματοποίησης (η χωρίς αναφορά στον Επίκουρο επιδίωξη ανάκτησης των αξιών), εδώ και μισό αιώνα, είναι η προσπάθεια του Αβραάμ Μάσλο να διατυπώσει μια θεωρία δυναμική και οικουμενική για τις ανθρώπινες ανάγκες. (Maslow, 1970).

[9]Η ιεράρχηση του Μάσλο για τις ανθρώπινες ανάγκεςmaslow ιεράρχηση

Ιεράρχηση Αναγκών κατά Μάσλο. (από Μυθαγωγία)

Ο Μάσλοου υποστήριζε ότι οι πρώτες ανάγκες, πρώτες σε χρόνο και σε σημασία, είναι οι φυσιολογικές ανάγκες του ανθρώπου από τα βρεφικά του χρόνια, για φαγητό, νερό, ζεστασιά, κτλ. Αυτές είναι οι βασικές υλικές ανάγκες, που περιλαμβάνονται στη οικονομική θεωρία υπό την έννοια του χρήματος, αλλά όμως δεν φάνηκαν καν ως ανθρώπινες ανάγκες κατά την επιστημονική συζήτηση και στους δείκτες της ανάπτυξης, ούτε καν στα Ηνωμένα Έθνη, μέχρι αρκετά πρόσφατα και μόνο μετά από τη μεγάλη εκστρατεία του Mahbub al Haq (al Haq,1999).

Η δεύτερη ανάγκη στην ιεραρχία είναι για ασφάλεια, που είναι σημαντική από τα παιδικά χρόνια του ανθρώπου. Είναι η ανάγκη για προστασία, για σταθερότητα, για εξάρτηση, απαλλαγή από φόβο, άγχος, ανάγκη για δομή, τάξη, νόμο, και όρια, κτλ. Είναι μια ανάγκη που πρέπει να ικανοποιείται κυρίως μέσα στην οικογένεια, αλλά και που προϋποθέτει την ασφάλεια της οικογένειας στη ευρύτερη κοινωνία. Είναι, επίσης μια ανάγκη που κλονίζεται από τη βία που ασκείται καθημερινά από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, ακόμα και στα παιδικά καρτούν. Αυτή η βία εξυπηρετεί ευρύτερους πολιτικούς σκοπούς με το να δημιουργεί φόβο, έστω υποσυνείδητα, σημαντικό για το κοινωνικό έλεγχο όπως αναφέραμε πιο πάνω, αλλά και για να δικαιολογεί την στρατιωτικοποίηση του παγκόσμιου πολιτικοοικονομικού συστήματος όπου τα όπλα είναι το νούμερο ένα εμπόρευμα, κατά τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών.

Η τρίτη ανάγκη στη ψυχολογική εξέλιξη του ανθρώπου είναι η ανάγκη για αγάπη και ένταξη σε μια ομάδα. Είναι πολύ σημαντική αυτή η ανάγκη κατά την εφηβεία. Είναι η ανάγκη να ανήκουμε κάπου, ανάγκη για δεσμούς, για τρυφερές σχέσεις με φίλους, συντρόφους, την παρέα, την κοινότητα, κτλ. Είναι, επίσης, πολύ σημαντική σε σχέση με τη διαφήμιση που κατευθύνεται όλο και περισσότερο σ’ αυτό το ευαίσθητο στάδιο της ζωής, με ψεύτικα μοντέλα που αφομοιώνουν και μιμούνται ότι τους λέει η τηλεόραση, ο κινηματογράφος, και γενικά η διαφήμιση, για να ενταχθούν σ’ αυτή την ομάδα. Οι νέοι στην εφηβεία έχουν απόλυτη ανάγκη να ανήκουν σε κάποια ομάδα αναφοράς πέραν από την οικογένεια.

Στα πρώτα χρόνια ενηλικίωσης οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από εκτίμηση, δλδ., για αυτοεκτίμηση ως ανάγκη για δύναμη, επίτευξη, επάρκεια, κυριότητα, ικανότητα, αυτοπεποίθηση, ανεξαρτησία και ελευθερία, και κοινωνική εκτίμηση για υπόληψη, θέση, φήμη και δόξα, κυριαρχία, αναγνώριση, προσοχή, σπουδαιότητα, αξιοπρέπεια, και σεβασμό. Η εκτίμηση είναι μια ανάγκη που αναγνώρισε και ο Adam Smith, με την επιφύλαξη ότι, είδε τους ανθρώπους γύρω του να πιστεύουν ότι μόνο το χρήμα θα έδινε αυτή την εκτίμηση, παραμερίζοντας άλλες μορφές όπως τα πνευματικά κατορθώματα των ανθρώπων. Εδώ φαίνεται να χωρίζεται ο Μάσλο από τον Επίκουρο και το κανόνα του, «Λάθε Βιώσας». Μήπως ο Επίκουρος, όμως, κατάλαβε κάτι που ο Μάσλο δεν έλαβε υπόψη του, δλδ., ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο, εάν όχι αδύνατο να βρει κανείς πραγματική (αυθεντική) εκτίμηση στην ευρύτερη μαζική κοινωνία; Αυτό είναι πέρα για πέρα αληθινό στη τωρινή μαζική κοινωνία, όπως πιστοποιείται από τις έρευνες που γίνονται για αυτό το θέμα. Οι έρευνες δείχνουν ότι, σήμερα, ελάχιστοι άνθρωποι εκφράζουν ικανοποίηση με την εργασία τους, που είναι ως επί το πλείστον, ο τομέας που θα έπρεπε να ικανοποιεί την ανάγκη για εκτίμηση. Οπωσδήποτε οι ψευδαισθήσεις για δόξα, που κυνηγάνε οι πολιτικοί, και αυτοί γενικά που έχουν μανία με το χρήμα και την εξουσία δεν ικανοποιούν τέτοιες ανάγκες. Μήπως ο Επίκουρος πίστευε ότι μόνο σε μικρής κλίμακας κοινότητας μπορούσε κανείς να ικανοποιήσει την ανάγκη για εκτίμηση; Ο Επίκουρος δεν έζησε στην τωρινή μαζική κοινωνία, αλλά πρέπει να είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν αναγκαίο να σε γνωρίσουν οι άνθρωποι καλά, για να σε εκτιμούν πραγματικά, ώστε να μπορέσεις να καταλάβεις εσύ ο ίδιος ότι πρόκειται για μια πραγματική εκτίμηση. Και μήπως αυτός είναι ο λόγος που τόσοι άνθρωποι στρέφονται σήμερα προς τις μικρές, ανθρώπινες κοινότητες για να ζήσουν μια πιο ικανοποιητική ζωή;

Στη κορυφή της ιεραρχίας αναγκών ο Μάσλο αναφέρει μια ακόμα ανώτερη ανάγκη, την ανάγκη για αυτο-πραγμάτωση, η ανάγκη για ολοένα μεγαλύτερη εξέλιξη, ως ιδιοσυγκρασία, ώστε να υλοποιήσει κανείς όλα όσα είναι ικανός να πραγματώσει, από ιδανικός γονιός μέχρι αθλητής, μουσικός, ξυλουργός ή οτιδήποτε άλλο. Αυτή η ανάγκη ικανοποιείται πολύ σπάνια, κατά τον Μάσλο, για το λόγο ότι γενικά πρέπει να φτάσει κανείς στα πενήντα του χρόνια και πέρα, και πρέπει να έχουν ικανοποιηθεί λίγο πολύ όλες οι άλλες ανάγκες πρώτα για να μπορέσει στη συνέχεια να αναζητήσει αυτού του είδους την ικανοποίηση.

Όντως, η ιεραρχία του Μάσλο χαρακτηρίζεται από την έννοια της προ-ισχύος, πρόκειται για ένα αλληλοεξαρτώμενο σύστημα όπου οι κατώτερες ανάγκες πρέπει γενικά να ικανοποιούνται προτού να εκδηλωθούν οι ανώτερες ανάγκες. Δηλαδή, εάν μια κατώτερη ανάγκη δεν ικανοποιείται στη κατάλληλη ηλικία του ανθρώπου, θα παραμείνει και θα εμποδίζει την εμφάνιση των ανώτερων αναγκών. Έτσι εάν στα βρεφικά του χρόνια ένας άνθρωπος δεν έχει ικανοποιήσει την ανάγκη για φαγητό θα μένει ψυχολογικά σ’ αυτό το επίπεδο, και το φαγητό θα μένει ως έμμονη ανάγκη σε όλη του τη ζωή, αποκλείοντας την εμφάνιση άλλων αναγκών. Το ίδιο συμβαίνει με την ανάγκη για ασφάλεια στα παιδικά χρόνια, ή για αγάπη και φιλία στη εφηβεία. Εάν αυτές οι ανάγκες δεν ικανοποιούνται στη κατάλληλη ηλικία αντίστοιχα, θα παραμένουν ψυχολογικά ανικανοποίητες σε όλη τη ζωή του ανθρώπου και θα μπλοκάρουν αργότερα την εμφάνιση αναγκών για εκτίμηση και αυτό-πραγμάτωση.

Μ’ αυτό το σκεπτικό εξηγείται η φαινομενικά παράξενη και αλλοπρόσαλλη εμφάνιση παιδικών ψυχολογικών αναγκών στους ενήλικες πληθυσμούς. Διαφορετικοί άνθρωποι έχουν μείνει σε διαφορετικά στάδια στη ψυχολογική τους ανάπτυξη, και, έτσι, η συναισθηματική ανωριμότητα χαρακτηρίζει ένα πάρα πολύ σημαντικό ποσοστό του σημερινού πληθυσμού, ιδίως των ανδρών. Και ο λόγος για αυτό είναι ότι οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και η έλλειψη της φιλοσοφημένης στάσης στον άνθρωπο σε ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα, στην επιστήμη και γενικά στην κοινωνία δεν επιτρέπει αυτή την ανάπτυξη. Δηλαδή, εάν θέλουμε να έχουμε ευτυχισμένους ανθρώπους πρέπει να βάλομε την ψυχολογική ανάπτυξη δίπλα, αν όχι μπροστά από την οικονομική ανάπτυξη, κάτι που θα είχε ως συνέπεια μια τεκτονική (δομική μετατόπιση) μετακίνηση στη σημερινή επιστημονική αντίληψη ως προς το τι είναι σημαντικό στη ανθρώπινη ζωή.

[10]Τι μπορούμε να κάνομε τώρα για να σώσουμε τον άνθρωπο με (και από) την επιστήμη;

Ο Μάσλο προσθέτει δυο ανάγκες ακόμα που δεν ανήκουν στη ιεραρχία: αισθητικές ανάγκες και γνωστικές ανάγκες. Αυτές οι ανάγκες εμφανίζονται σε όλες τις κοινωνίες και σε όλες τις ηλικίες, και είναι ίσως το κλειδί για να εξετάσομε τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να βγει από το αδιέξοδο της σημερινής ζωής. Για να δημιουργήσομε ένα καλύτερο κοινωνικό σύστημα θα πρέπει πρώτα να το οραματιστούμε, να το σκεφτούμε, και γενικά να δημιουργήσουμε μια νέα εικόνα της κοινωνικής δομής. Αυτό θέλει ειδική γνώση και τέχνη. Η ειδική γνώση είναι η κατανόηση ότι όλη η γνώση είναι σχετική. Αυτό που πιστεύομε ως αλήθεια σήμερα μπορεί να ήταν ή άγνωστο ή φαντασίωση χθες, και μπορεί να είναι ή ψέμα ή απλώς γραφικό αύριο. Αυτή η κατανόηση της σχετικότητας είναι όλο και πιο αποδεκτή από την εποχή του Αϊνστάιν και Χάιζενμπεργκ και στις θετικές επιστήμες, ο κοινωνικός ρόλος της τέχνης είναι να πειραματίζεται με τη πραγματικότητα, ανοίγοντας προοπτικές για άλλες πιθανές πραγματικότητες, είτε με τη κριτική της υπάρχουσας κατάστασης, είτε με εικόνες για μια άλλη, καλύτερη πραγματικότητα.

Εάν μπορούν οι κοινοί άνθρωποι και περισσότερο οι επιστήμονες να δέχονται τη σχετικότητα της γνώσης με όλες τις συνέπειες, και να γνωρίζουν πότε οι απελευθερωτικές ιδέες έχουν γίνει ζουρλομανδύες, τότε και μόνο τότε μπορούμε να αρχίσουμε να κατασκευάζουμε μια καλύτερη κοινωνία.

Όπως προαναφέραμε, ζούμε το σήμερα με επιστημονικές και πολιτικοκοινωνικές ιδέες του 18ου και 19ου αιώνα. Οι θεωρητικές επινοήσεις εκείνης της εποχής ήταν προϊόν της προσπάθειας των εμπόρων και βιομηχάνων να απελευθερωθούν από τον έλεγχο των γαιοκτημόνων και των βασιλέων. Μόνο έπειτα από σκληρούς αγώνες αποκτήσαν οι εργάτες πολιτικά δικαιώματα, και οι γυναίκες μόνο στη δεκαετία του 1920, και για τους μαύρους στην Αμερική μόνο στη δεκαετία του 1960. Παρόλα αυτά ένας Αμερικάνος δημοσιογράφος χαρακτηρίζει το σημερινό Αμερικανικό σύστημα ως μια «αντιπροσωπευτική ολιγαρχία», γεγονός που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, και το ίδιο ισχύει και στη Ευρώπη. Εάν εξετάσουμε το κόστος των εκλογών ανά τον κόσμο θα καταλάβουμε ότι μόνο οι πλούσιοι ή οι «φίλοι» των πλούσιων, δλδ., της ολιγαρχίας, μπορούν να επιδιώξουν την εκλογή τους σε ανώτερες πολιτικές θέσεις. Οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν παύουν να ονομάζουν αυτά τα συστήματα «δημοκρατίες», σκεπάζοντας την πραγματικότητα με ευφημισμούς στις «επιστημονικές» τους αναλύσεις.

Η νεοκλασική οικονομική θεωρία είναι ακόμα πιο ύπουλη. Μιλάει για ένα σύστημα «ελεύθερης αγοράς» που ίσως υπήρχε κάποτε στον 19ο αιώνα πριν να εξελιχθεί ο ανταγωνισμός μοιραία σε νικητές και χαμένους όπου «τα μεγάλα ψάρια τρώνε τα μικρά», με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται οι οικονομικές δυνάμεις σε όλο και λιγότερες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις, ιδίως στον αναπτυγμένο κόσμο. Ο όρος «ελεύθερη αγορά» είναι ευφημισμός που καλύπτει μεταξύ άλλων, την οικονομική ανισότητα ανάμεσα στις αναπτυγμένες και τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, για να μπουν τα κεφάλαια ελεύθερα στις τελευταίες και να κατακτήσουν τις οικονομίες αυτών των χωρών. Επίσης καλύπτει την ικανότητα των λίγων αυτών επιχειρήσεων να ελέγξουν τις τιμές και γενικά τις συνθήκες της αγοράς που αφορούν τα προϊόντα ή υπηρεσίες που παράγουν. Τέλος, καλύπτει την εξελισσόμενη μετατόπιση της οικονομικής δύναμης από το βιομηχανικό στο χρηματοοικονομικό τομέα όπου «η ουρά τώρα κουνάει το σκύλο», και την επακόλουθη και αναπόφευκτη εξέλιξη στη πολύ σοβαρή γενική οικονομική κρίση πέρα από τον χρηματοοικονομικό τομέα, που ζούμε τώρα. Υπάρχουν και πολλά άλλα παραδείγματα του αναχρονισμού της επιστημονικής θεωρίας, περιορισμένης όπως είναι στο «ζουρλομανδύα» της σκέψης του 19ο αιώνα, χωρίς καν να αναφερόμαστε σε ολόκληρο το φάσμα των μη υλικών ανθρώπινων αναγκών, που δεν εμφανίζονται πουθενά μέσα στο φάσμα αυτής της οικονομικής και τεχνοκρατικής θεώρησης για το κοινωνικοοικονομικό σύστημα.

Έτσι, για να αρχίσουμε να αλλάξουμε το σύστημα, θα πρέπει να ξαναμπεί ο ανθρωπισμός και η φιλοσοφία στην κοινωνία και στη επιστήμη, δλδ., στο εκπαιδευτικό σύστημα και στο «θέατρο» των μέσων μαζικής επικοινωνίας, που είναι το «εκπαιδευτικό σύστημα» των ενηλίκων. Με την αυθεντική τέχνη να παίζει ένα σημαντικό ρόλο, θα μπορέσουμε να οραματιστούμε μια άλλη πραγματικότητα όπου ο άνθρωπος και οι πραγματικές ανάγκες του θα έχουν προτεραιότητα, και όχι η κερδοσκοπία, η κατανάλωση και η ζήλεια, ο φόβος και η απληστία που τις συνεπικουρούν. Όχι ότι θα έπρεπε να αγνοούμε αξίες τις επιστήμης και της οικονομικής, όπως τη λογική, την αποδοτικότητα, την ισορροπία, κτλ. Απλώς, θα πρέπει αυτές οι αξίες να εξυπηρετούν τις ανθρώπινες ανάγκες και όχι να τις προσδιορίζουν.

Επιπλέον, θα πρέπει να μπορέσουμε να καταργήσουμε όλες τις ταμπέλες που, χωρίς σκέψη, χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε τους ανθρώπους και τις καταστάσεις, ταμπέλες που χωρίζουν «εμάς» από «αυτούς», και που καλλιεργούν την εχθρότητα και την μισαλλοδοξία, που αποτελούν ένα μεγάλο εμπόδιο για μια πιο ανθρώπινη κοινωνία. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που προέρχεται από την τρομερή ανασφάλεια που έχει χαρακτηρίσει όλο τον κόσμο σε όλες τις εποχές, μια ανασφάλεια που καταλήγει σε μανία για εξουσία και έλεγχο που χαρακτηρίζει τόσους ανθρώπους (κυρίως γένους αρσενικού) σε όλη την ανθρώπινη ιστορία.

Ο Μάσλο περιγράφει τη διαδικασία με την οποία μπορεί κανείς να γίνει ένας ολοκληρωμένος αυτό-πραγματωμένος άνθρωπος, με την ικανοποίηση των αναγκών που εμφανίζονται σε κάθε στάδιο του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Ο Επίκουρος, από την άλλη, περιγράφει το περιβάλλον στο οποίο μπορεί αυτή η διαδικασία να εξελιχθεί με φυσικό τρόπο, οπού ένας άνθρωπος μπορεί να βρει τη βιολογική και ψυχολογική ασφάλεια και σεβασμό που θα του επέτρεπαν να διαμορφώσει μια μη-εχθρική ταυτότητα, μια ταυτότητα που θα ήταν ασφαλής όταν αντιμετωπίζει άλλους ανθρώπους με άλλες ταυτότητες στον ίδιο ή άλλο γεωγραφικό και κοινωνικό χώρο. Μια ταυτότητα που δεν θα ήταν εστιασμένη στο «εμείς και αυτοί», ώστε οι αναπόφευκτες συγκρούσεις που εμφανίζονται στην ανθρώπινη κοινωνία θα μπορούσαν να λυθούν χωρίς καταφυγή σε βία.

Η είσοδος στο «κήπο» του Επίκουρου είναι θεληματική και η παροχή και μοιρασιά για να δημιουργηθεί μια πιο ισοδίκαιη κοινότητα κατορθώνεται σε πνεύμα φιλίας και όχι υποχρέωσης, μια διαδικασία που διευκολύνεται με το πνεύμα της λιτότητας και έλλειψη ματαιοδοξίας, και που έτσι επιτρέπει να γίνονται κατορθωτά η κοινωνική θέση και ο σεβασμός χωρίς την προσφυγή στον υλικό πλούτο και την περιουσία. Είναι ο συνδυασμός της μεγιστοποίησης της ηδονής (καταστηματικής) σε πλαίσιο λιτότητας που επιτρέπει την ικανοποίηση των πνευματικών αναγκών αυτεξούσια, χωρίς αναφορά σε υλικά αγαθά, πλούτο και χρήμα. Τέτοια φιλοσοφία είναι ιδιαίτερα αναγκαία σήμερα, επειδή επιτρέπει την αληθινή ψυχολογική ανάπτυξη, και το κατορθώνει με λιγότερο περιβαλλοντικό κόστος.

Η φιλοσοφία της ατομικής απληστίας που αναδύθηκε και ενέπνευσε την ανάπτυξη του καπιταλισμού μας έχει φέρει σ ένα αδιέξοδο τόσο με τη φύση όσο και με τον εαυτό μας. Έτσι, επιστρέφουμε στον Επίκουρο όχι μόνο για να δούμε πως αναζητούσε την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, αλλά ιδίως πως αναζητούσε να δημιουργήσει μια κοινότητα (κοινωνία) που έμοιαζε με τη δημοκρατία των κοινωνιών των «κυνηγών και τροφοσυλλεκτών». Αυτοί είχαν βρει τρόπους να ζουν λιτά με το να μοιράζουν την περιουσία χωρίς να δημιουργήσουν μια (αναγκαία) ταυτότητα τόσο δεμένη με την περιουσία. Αυτό το είδος ταυτότητας άρχισε με τη εξημέρωση των φυτών και ζωών, και με την ιδέα της «ιδιοκτησίας» (γη, ζώα), που με την πάροδο του χρόνου επεκτάθηκε σε μεγαλύτερες γεωπολιτικές οντότητες και οδήγησε την ταυτότητα προς μια εχθρική δύναμη με επέκταση από απλή ζήλεια μέχρι εμφύλιο και τελικά διεθνείς συρράξεις, και έστρεψε τη ταυτότητα σε μια δύναμη για χωρισμό αντί συμπερίληψη, δλδ, «ή είσαι μαζί μας ή είσαι εναντίον μας», όπου δεν υπάρχει μια «τρίτη πλευρά» (Ury, 1999).

Σήμερα, η προσπάθεια να δημιουργηθεί μια κοινή πεποίθηση, το αγαθό (καλό, θετικό) για τον άνθρωπο και τις κοινωνίες του πρέπει να στοχεύει στην αρμονική σχέση με τη φύση, αντίθετα με το έντονα δομημένο και θεσμοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα των τελευταίων 200-300 χρονών, όπου κάθε πράγμα και κάθε άνθρωπος είναι εκμεταλλεύσιμος πόρος. Πρέπει επιτέλους να δούμε ξανά τον πλανήτη μας και τους φυσικούς πόρους ως Κεφάλαιο και όχι -άλλο πια- ως πλούτο. Αυτή ακριβώς την σχέση καλλιεργούσε ο Επίκουρος με την έμφαση στην ουσία των πραγμάτων δλδ. λιτότητα, ισότητα και φιλία εντός του κήπου, οπού η περιουσία ήταν κάτι που μοιράζεται καθώς τα άτομα αναπτύσσουν την εμπιστοσύνη με τους συνανθρώπους τους.

Όσο ουτοπικό είναι να περιμένει κάποιος από την οικονομική επιστήμη να μας βοηθήσει στο να χρησιμοποιούμε και να αναπτύσσουμε τους συναισθηματικούς και ηθικούς μας εαυτούς, ακόμα πιο ουτοπική -υπο τις παρούσες συνθήκες- και αφελής είναι η πίστη ότι η επιστήμη δεν προσπαθεί να μας πείσει ότι δεν χρειαζόμαστε αυτούς τους συναισθηματικούς και ηθικούς μας εαυτούς, και ότι η επιστημονική λογική τους καθιστά περιττούς. Δυστυχώς, σε αυτή τη χρονική περίοδο που διανύουμε η πανουργία (και η δύναμη) έχουν αναχθεί σε ύψιστες ανθρώπινες αξίες. Μπορούν οι κοινωνικοί επιστήμονες, ιδίως οι οικονομολόγοι που έχουν τόση επιρροή, να βρούνε μία κοινωνικοοικονομική θεωρία για ένα σύστημα που θα μεγιστοποιεί την αλά MASLOW ασφάλεια, την φιλικότητα, και την αγάπη; Εάν μπορούν, ίσως οι ανάγκες για εκτίμηση και αυτό-πραγμάτωση να ικανοποιηθούν. Ή μήπως θα χάσουν την επιρροή τους οι οικονομολόγοι εάν μιλάνε για τέτοια πράγματα που είναι τόσο ξένα στο δικό τους λεξιλόγιο και ακροατήριο;

Συνεπάγεται μια τεράστια αλλαγή στη επιστημονική σκέψη και έπειτα στη κοινωνία, για να επιτύχει μια προσπάθεια επανανθρωπισμού του δυτικού μηχανιστικού συστήματος. Χρειάζεται μια καινούρια θεώρηση που θα υποτάσσει τις συμβατικές οικονομικές ενδείξεις σε νέες ανθρώπινες έννοιες. Έτσι, θα πρέπει να αλλάξει το «πιστεύω» για την ‘αποδοτικότητα’ σε: «να μπορείς να βελτιώσεις συναισθηματικά και ηθικά την κατάσταση κάποιου, χωρίς να χειροτερέψεις κάποιον άλλον συναισθηματικά και ηθικά». Όλα τα παραπάνω αναφέρονται, λοιπόν, σε μια καινούργια και πιο ανθρώπινη κοινωνία, διότι με τις υπάρχουσες σκέψεις και συμπεριφορές μπροστά μας έχουμε αδιέξοδο και αυτοκαταστροφή.

Τελικά, θα είναι οι πιο θαρραλέοι, οι «περιθωριακοί», συχνά οι πιο νέοι, που θα τολμήσουν να ρισκάρουν τη «φήμη» τους με τέτοιες ανορθόδοξες σκέψεις και πράξεις. Έτσι, τουλάχιστον, προβλέπει η θεωρεία του Τόμας Κουν (Kuhn, 1981) όταν μιλάει για «επιστημονικές επαναστάσεις». Είναι οι νέοι επιστήμονες που κάνουν την ολοκληρωμένη μετατροπή από ένα παλαιό υπόδειγμα σε μια καινούργια επιστήμη. Και αυτό χαρακτηρίζει τους τολμηρούς ανθρώπους που εγκαταλείπουν την σύγχρονη αστική ζωή για μια ζωή στη επαρχία και μια επιστροφή στο «Κήπο του Επίκουρου». Εκεί ψάχνουν να βρούνε καινούριους τρόπους συνύπαρξης μεταξύ τους και με τη φύση που θα βοηθήσει να πραγματοποιηθεί η καινούργια μετά-αυτιστική κοινωνία, όπου ο άνθρωπος θα είναι το μέτρο ενώ το χρήμα, η επιστήμη, τα μαθηματικά, κτλ., απλώς το μέσον.

Gerald Gutenschwager

Ομότιμος Καθηγητής, Σχολή Αρχιτεκτονικής Πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον Σαιντ Λούις, Μιζούρι, Η.Π.Α και Επιστημονικός Συνεργάτης, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Πηγή σε pdf

 

Tags: , , , , , , , , , , , ,

One response to “Η ευτυχία τότε και τώρα..

  1. Αβερράνδος

    26/11/2015 at 12:22

    Οι τρεις γυναίκες και η Ευτυχία

    Ταξίδευαν τρεις γυναίκες και, ξαφνικά, βλέπουν μες στο δρόμο ένα μεγάλο λάκκο και ανακαλύπτουν πως μέσα βρίσκεται παγιδευμένη η Ευτυχία.
    Τότε η πρώτη γυναίκα λέει:
    – Ευτυχία, θέλω να με κάνεις όμορφη.
    Αμέσως, μεταμορφώθηκε σε μια καλλονή κι ευτυχισμένη έφυγε.
    Η δεύτερη γυναίκα ζήτησε:
    – Ευτυχία, θέλω να με κάνεις πλούσια.
    Αμέσως, εμφανίσθηκε μπροστά της ένα σακούλι γεμάτο χρυσαφικά και διαμάντια, η γυναίκα το αρπάζει κι ευτυχισμένη φεύγει.

    Μόνο η τρίτη γυναίκα δεν έλεγε τίποτα και τότε η Ευτυχία της είπε μεσ’ από τον λάκκο:
    – Πες μου κι εσύ τι θέλεις να σου δώσω;
    Και τότε η γυναίκα έσκυψε, άπλωσε το χέρι της και είπε:
    -”Δώσε μου το χέρι σου” κι έβγαλε την Ευτυχία από το λάκκο.
    Μετά συνέχισε το δρόμο της…..
    Η Ευτυχία χαμογέλασε και την ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ!

    Like

     

Leave a comment

 

Discover more from + -

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading