RSS

Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος – Περίγραμμα μιας κριτικής του σύγχρονου σχετικισμού

29 Nov

Ιστορία, ενημέρωση, κόσμος, κοινωνια  Σπάνια, οι έννοιες που κυριολεκτικά καθορίζουν τα καλύτερα στοιχεία της Δυτικής κουλτούρας – οι ιδέες της για μια νοηματοδοτημένη Ιστορία, έναν οικουμενικό Πολιτισμό και για τη δυνατότητα της Προόδου – έχουν αμφισβητηθεί τόσο ριζικά όσο σήμερα. Στις πρόσφατες δεκαετίες, τόσο στις Η.Π.Α. όσο και αλλού, η ακαδημία και μια υποκουλτούρα αυτοαποκαλούμενων μεταμοντέρνων διανοουμένων εξέθρεψαν ένα εντελώς καινούριο σύμπλεγμα πολιτισμικών κοινοτοπιών που ξεπηδούν από έναν διαβρωτικό κοινωνικό, πολιτικό και ηθικό σχετικισμό. Αυτό το σύνολο περιλαμβάνει έναν χονδροειδή νομιναλισμό, πλουραλισμό και σκεπτικισμό, έναν ακραίο υποκειμενισμό, ακόμα κι έναν έκδηλο μηδενισμό και αντι-ανθρωπισμό, σε ποικίλους συνδυασμούς και παραλλαγές, μερικές φορές ολοκληρωτικά μισάνθρωπης φύσεως. Αυτό το σχετικιστικό σύμπλεγμα βάλλει ενάντια στη συνεκτική σκέψη καθεαυτή όσο και ενάντια στην «αρχή της ελπίδας» (για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Ernst Bloch -Ερνστ Μπλοχ-) που σημάδεψαν τη ριζοσπαστική θεωρία του πρόσφατου παρελθόντος. Αυτές οι ιδέες διαχέονται από τους αποκαλούμενους ριζοσπάστες ακαδημαϊκούς στο ευρύ κοινό, όπου παίρνουν τη μορφή του περσοναλισμού, του αμοραλισμού και του «νεο-πρωτογονισμού».

Πολύ συχνά σ’ αυτό το επικρατούν «παράδειγμα», όπως συνήθως αποκαλείται, ο εκλεκτικισμός αντικαθιστά την αναζήτηση για ιστορικό νόημαμια αυτάρεσκη απογοήτευση αντικαθιστά την ελπίδα∙ η δυστοπία αντικαθιστά την υπόσχεση μιας ορθολογικής κοινωνίας∙ και, στις πιο εκλεπτυσμένες εκφάνσεις αυτού του συμπλέγματος, μια ασαφώς ορισμένη «διυποκειμενικότητα» – ή, στις πιο χοντροκομμένες μορφές του, μια πρωτογονιστική μυθοποιητική – αντικαθιστά όλες τις μορφές λόγου (reason), και ιδιαίτερα του διαλεκτικού λόγου. Πράγματι, η ίδια η ιδέα του λόγου καθεαυτόν αμφισβητείται από έναν πείσμονα ανορθολογισμό. Απογυμνώνοντας τις μεγάλες παραδόσεις της Δυτικής σκέψης από τις οριοθετήσεις, τις αποχρώσεις και τις διαβαθμίσεις της, αυτοί οι σχετικιστές «μετα-ιστορικιστές», «μεταμοντέρνοι» και (για να πλάσουμε μια νέα λέξη) «μετα-ανθρωπιστές» των ημερών μας, στην καλύτερη περίπτωση καταδικάζουν τη σύγχρονη σκέψη σ’ έναν ερεβώδη πεσσιμισμό ή, στη χειρότερη, υπονομεύουν κάθε νόημα της.

Οι πιο πρόσφατοι κριτικοί της Ιστορίας, του Πολιτισμού και της Προόδου, με τις προαιρέσεις τους για αποσπασματικότητα και αναγωγισμό, έχουν τόσο χυδαία υπονομεύσει τη συνεκτικότητα αυτών των βασικών Δυτικών εννοιών που κυριολεκτικά θα πρέπει να οριστούν ξανά προκειμένου να κατανοηθούν από τις παρούσες και τις μέλλουσες γενιές. Ακόμα πιο ενοχλητικά, αυτοί οι κριτικοί έχουν σχεδόν εγκαταλείψει τις προσπάθειες για να ορίσουν αυτές τις έννοιες που καυτηριάζουν. Τι είναι, τέλος πάντων, η Ιστορία; Οι σχετικιστές κριτικοί της τείνουν να διαλύσουν την έννοια μέσα σε εκλεκτικά συναρμολογημένες «ιστορίες», επινοημένες από μια πολλαπλότητα ασύνδετων επεισοδίων – ή, ακόμα χειρότερα, να την εγκλωβίσουν μέσα σε μύθους που ανήκουν στα δύο φύλα ή σε «διαφορετικές» εθνοτικές και εθνικές ομάδες, και τους οποίους θεωρούν ως ιδεολογικά ισότιμους μεταξύ τους. Οι νομιναλιστές κριτικοί της Ιστορίας βλέπουν το παρελθόν κυρίως ως μια σειρά από «τυχήματα» [τυχαία συμβάντα], ενώ οι υποκειμενιστές κριτικοί της υπερτονίζουν τον ρόλο των ιδεών στον καθορισμό των ιστορικών πραγματικοτήτων, οι οποίες συνίστανται σε «φαντασιακά» που είναι ουσιωδώς αποκομμένα το ένα από το άλλο. Και τι είναι, τέλος πάντων ο Πολιτισμός; Οι «νεο-πρωτογονιστές» και άλλοι πολιτισμικοί αναγωγιστές έχουν συσκοτίσει τόσο τη λέξη ώστε τα ορθολογικά συστατικά της χρειάζονται σχολαστικό ξεδιάλεγμα από τις ανορθολογικότητες του παρελθόντος και του παρόντος. Και τι είναι, τελικά, η Πρόοδος; Οι σχετικιστές έχουν απορρίψει τις αποβλέψεις της για ελευθερία σε όλη της τη συνθετότητα, για χάρη μιας μοδάτης επίκλησης «αυτονομίας», συχνά συρρικνωμένης σε προσωπικές προτιμήσεις. Εν τω μεταξύ, οι αντι-ανθρωπιστές έχουν απογυμνώσει την ίδια την έννοια της Προόδου από κάθε συνάφεια και νόημα, μέσα στον κυκεώνα του ανθρώπινου αυτοεξευτελισμού που χαρακτηρίζει τις διαθέσεις της παρούσης εποχής.

Ένας σκεπτικισμός που απαρνείται κάθε νόημα, ορθολογικότητα, συνεκτικότητα και συνέχεια στην Ιστορία, που εξοβελίζει την ίδια την ύπαρξη [έλλογων/υπαρκτών] προϋποθέσεων, πόσο μάλλον την ανάγκη διερεύνησής τους, καθιστά ουσιαστικά τον ίδιο τον διάλογο αδύνατο. Πράγματι, οι προϋποθέσεις/προκείμενες ως τέτοιες γίνονται αντιληπτές με τόση καχυποψία ώστε οι νέοι σχετικιστές βλέπουν οποιαδήποτε προσπάθεια να θεμελιωθούν ως ένδειξη μιας πολιτισμικής παθολογίας, περίπου όπως οι φροϋδικοί ψυχαναλυτές μπορεί να δουν την αντίσταση του ασθενή στη θεραπεία ως συμπτωματική μιας ψυχολογικής παθολογίας. Μια τέτοιου είδους ψυχολογικοποίηση της θεωρητικής συζήτησης τερματίζει ανεπίτρεπτα κάθε περαιτέρω διαμάχη. Πλέον, οι στιβαρές αντιλογίες δεν εξετάζονται υπό το πρίσμα των ίδιων των όρων τους και ούτε λαμβάνουν τις σοβαρές απαντήσεις που τους αρμόζουν∙ παραγκωνίζονται μάλλον ως συμπτώματα μιας προσωπικής ή κοινωνικής παθολογίας.

Αυτές οι τάσεις έχουν προωθηθεί τόσο πολύ ώστε κάποιος να μην μπορεί να εξαπολύσει μια κριτική περί ασυναρτησίας και έλλειψη συνεκτικότητας χωρίς, για παράδειγμα, να εκθέσει τον εαυτό του στη κατηγορία ότι διέπεται από μια «προδιάθεση» για «συνεκτικότητα» – ή μια «ευρωκεντρική» προκατάληψη. Η υπεράσπιση της σαφήνειας, εξίσου μη αποδεκτή, επισύρει τον κολασμό περί ενίσχυσης της «τυραννίας του λόγου», ενώ η προσπάθεια να υποστηριχθεί η εγκυρότητα του λόγου καταγγέλεται ως μια «καταπιεστική» προϋπόθεση της ύπαρξης του λόγου. Επιπλέον ακόμα και η ενασχόληση με το να ορίζεται κάτι τι, απορρίπτεται ως διανοητικά «καταναγκαστική». Η ορθολογική συζήτηση λοιδορείται ως μια απώθηση των μη λόγιων μορφών «έκφρασης» όπως είναι οι ιεροτελεστίες, τα ουρλιαχτά και ο χορός ή, σ’ ένα φαινομενικά φιλοσοφικό επίπεδο, ως καταστολή των διαισθήσεων, των προγνώσεων, των ψυχολογικών προϊδεασμών, των «θέσει εξαρτημένων» ενοράσεων, που αναδύονται από το φύλο ή την εθνότητα του καθενός, ή τις εξ αποκαλύψεως διοράσεις του ενός ή του άλλου είδους που συχνά καταλήγουν σε έναν κραυγαλέο μυστικισμό.

Αυτός ο συγκερασμός σχετικιστικών απόψεων, που κυμαίνονται από το θεωρητικά ακατέργαστο μέχρι το διανοητικά εξωτικό, δεν μπορεί να κριθεί ορθολογικά γιατί αρνείται την εγκυρότητα των ορθολογικά ανεξάρτητων εννοιολογικών διατυπώσεων ως τέτοιων, στη βάση ότι αυτές «περιστέλλονται» από τις αξιώσεις του λόγου. Για τους νέους σχετικιστές, η «ελευθερία» τερματίζεται εκεί όπου εκκινούν οι αξιώσεις για ορθολογικότητα – σε εμφανή αντιδιαστολή με τους αρχαίους Αθηναίους, για τους οποίους η βία ξεκινάει εκεί όπου τερματίζεται η έλλογη συζήτηση. Ο πλουραλισμός, η εκτόπιση των νοημάτων, η ακύρωση των θεμελιώσεων και η υποστασιοποίηση τού ιδιοσυγκρασιακού, του ηθικά και κοινωνικά ενδεχομένου και του ψυχολογικού – όλα μοιάζουν σαν μέρος της μαζικής πολιτισμικής σαθρότητας που αντιστοιχεί στην αντικειμενική παρακμή της εποχής μας. Σήμερα, στα αμερικανικά πανεπιστήμια, σχετικιστές όλων των αποχρώσεων πολύ συχνά καταφεύγουν στις λεπρώδεις «οριακές εμπειρίες» του Φουκώ (Foucault)∙ σε μια άποψη της Ιστορίας ως αποσπασματικών «συλλογικών αναπαραστάσεων» (Durkheim), ως «μοτίβων κουλτούρας» (Benedict), ή «φαντασιακών» (Καστοριάδης)∙ ή στη μηδενιστική α-κοινωνικότητα του μεταμοντερνισμού.

Όταν οι σύγχρονοι σχετικιστές κάνουν τον κόπο να προσφέρουν ορισμούς των εννοιών στις οποίες αντιτίθενται, τότε συστηματικά τους υπερδιαστέλλουν καθ’ υπερβολή. Αποκηρύσσουν την αναζήτηση θεμελιώσεων – μια κοπιώδη προσπάθεια που την έχουν εμφαντικά διαστρέψει σε «-ισμό», στον λεγόμενο «θεμελιωτισμό» – ως «ολιστική», χωρίς καμιά έγνοια για την πρόδηλη ανάγκη κατοχύρωσης βασικών αρχών. Ότι υφίστανται θεμέλια τα οποία συναρτώνται με περιοχές της πραγματικότητας στις οποίες η ύπαρξή τους είναι έγκυρη και γνωρίσιμη φαίνεται να διαφεύγει απ’ αυτούς τους αντιθεμελιωτιστές, για τους οποίους τα θεμέλια πρέπει ή να περικλείουν ολόκληρο το σύμπαν ή να μην υφίστανται καθόλου. Η πραγματικότητα θα ήταν πράγματι ένα μυστήριο αν μερικές αρχές ή θεμέλια μπορούσαν να συμπεριλάβουν την ολότητα του υπαρκτού είναι, από τις καινοτομίες που εκδηλώνονται στο υποατομικό πεδίο μέχρι την ανόργανη ύλη, από τις απλούστατες μέχρι τις πιο πολύπλοκες μορφές ζωής και, τελικά, μέχρι το βασίλειο της αστροφυσικής.(…)

(…) Άλλοι ιστορικοί σχετικιστές είναι νομιναλιστές, υπερτονίζοντας το ιδιόμορφο στοιχείο στην Ιστορία, και συχνά παραμελούν βασικές ερωτήσεις που είναι απαραίτητο να διερευνηθούν. Ένας μικρός λαός στην αρχαία Ιουδαία, μπορεί να μας πουν, διατύπωσε ένα τοπικά περιορισμένο, εθνοτικά εδρασμένο ιδίωμα μονοθεϊστικών πίστεων το οποίο σε μια χρονολογικά ύστερη στιγμή κατέστη η βάση της παγκόσμιας Ιουδαιοχριστιανικής θρησκείας. Αυτά τα δύο γεγονότα είναι ασύνδετα μεταξύ τους; Η σύζευξή τους ήταν ένα απλό τύχημα; Το να συλλάβεις αυτήν την τεράστια εξέλιξη με νομιναλιστικό τρόπο, χωρίς να διακριβώσεις το γιατί οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες υιοθέτησαν την Ιουδαιοχριστιανική σύνθεση – σε μια αυτοκρατορία συντεθειμένη από πολύ διαφορετικές κουλτούρες και γλώσσες που είχε απόλυτη ανάγκη ιδεολογικής ενότητας για να αποτρέψει την ολοκληρωτική της κατάρρευση – παράγει περισσότερη σύγχυση παρά σαφήνεια.

Ίσως η πιο προβληματική πτυχή του σχετικισμού είναι η ηθική αυθαιρεσία του. Ο ηθικός σχετικισμός του τετριμμένου ρητού: «Ό,τι είναι καλό για μένα είναι καλό για μένα και ό,τι είναι καλό για σένα είναι καλό για σένα», προφανώς δεν χρειάζεται αποσαφήνιση. Σ’ αυτούς τους εμφανώς απροσχημάτιστους καιρούς, ο σχετικισμός μάς έχει κληροδοτήσει μια σολιψιστική ηθική και σε κάποιες δεδομένες υποκουλτούρες μια πολιτική κυριολεκτικά στηριγμένη στο χάος. Αυτήν την περίοδο, η στροφή πολλών αναρχικών προς μια ιδιαζόντως προσωποπαγή, υποτιθέμενα «αυτόνομη» υποκουλτούρα σε βάρος της σοβαρής, υπεύθυνης κοινωνικής δέσμευσης και δράσης αντανακλά, κατά τη γνώμη μου, την τραγική παραίτηση από κάθε σοβαρή ενασχόληση με τις πολιτικές και επαναστατικές σφαίρες. Αυτό δεν είναι ένα ανεπίκαιρο πρόβλημα στις μέρες μας, όταν ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων δίχως γνώση Ιστορίας, εκλαμβάνουν τον καπιταλισμό ως ένα φυσικό, αιώνιο κοινωνικό σύστημα. Μια πολιτική ριζωμένη σε καθαρά σχετικιστικές προτιμήσεις, σε αξιώσεις προσωπικής «αυτονομίας» που κατά μεγάλο μέρος εκπηγάζουν από την «επιθυμία» του όποιου ατόμου, μπορεί να υποκύψει σ’ έναν χυδαίο και αυτοβολευόμενο οπορτουνισμό, ένας τύπος του οποίου η επικράτηση σήμερα εξηγεί πολλά κοινωνικά δεινά. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο καπιταλισμός διαμόρφωσε την πρωταρχική του ιδεολογία εξισώνοντας την ελευθερία με την προσωπική αυτονομία του ατόμου, την οποία κάποτε ο Ανατόλ Φρανς (Anatole France) χλευάζοντας περιέγραψε ως την «ελευθερία» όλων να κοιμούνται τη νύχτα κάτω απ’ την ίδια γέφυρα του Σηκουάνα. Η ατομικότητα είναι αδιαχώριστη από την κοινότητα και η αυτονομία δύσκολα αποκτά νόημα αν δεν είναι εδραιωμένη σε μια συνεργατική κοινότητα. Συγκρινόμενη με τις δυνατότητες της ανθρωπότητας για ελευθερία, η σχετικιστική και περσοναλιστική «αυτονομία» δεν είναι παρά μια αδρομερής ψυχοθεραπεία διογκωμένη σε κοινωνική θεωρία.(…)

(…) Η επικείμενη έλευση της βαρβαρότητας που αντιμετωπίζουμε σήμερα μπορεί να διαφέρει στη μορφή απ’ ό,τι αντιμετώπιζαν οι επαναστάτες μαρξιστές δυο γενιές πριν, αλλά δεν διαφέρει κατά το είδος. Το μέλλον του Πολιτισμού είναι ακόμα αμφίρροπο και η ίδια η μνήμη εναλλακτικών χειραφετητικών οραμάτων ενάντια στον καπιταλισμό ξεθωριάζει με κάθε επερχόμενη γενιά.

Αν και το «φαντασιακό» και το υποκειμενικό είναι σίγουρα στοιχεία της κοινωνικής ανάπτυξης, ο σύγχρονος καπιταλισμός διαλύει σταθερά τη μοναδικότητα των «φαντασιακών» που χαρακτήριζαν προγενέστερες, περισσότερο ποικιλόμορφες κουλτούρες. Πράγματι, ο καπιταλισμός, σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό, ισοπεδώνει και ομογενοποιεί την κοινωνία, πολιτισμικά και οικονομικά μέχρι του σημείου όπου τα ίδια εμπορεύματα, οι βιομηχανικές τεχνικές, οι κοινωνικοί θεσμοί, οι αξίες, ακόμη και οι επιθυμίες, «καθολικεύονται» σ’ έναν βαθμό δίχως προηγούμενο στη μακρά σταδιοδρομία της ανθρωπότητας. Σε μια εποχή όπου το μαζικά παραγμένο εμπόρευμα έχει γίνει ένα φετίχ πιο ισχυρό απ’ όλα τα αρχαϊκά φετίχ που «φαντάστηκαν» οι πρώιμες κουλτούρες∙ όπου η γυαλιστερή γραβάτα και το κυριλέ κοστούμι αντικαθιστούν τις παραδοσιακές φορεσιές, τα σαρόνγκ, τους μανδύες και τις κάπες∙ όπου η λέξη “business” [μπίζνες] απαιτεί όλο και λιγότερες μεταφράσεις στα ποικίλα λεξιλόγια του κόσμου∙ και όπου τα αγγλικά έχουν γίνει η lingua franca [δεσπόζουσα γλώσσα], όχι μόνο στις επονομαζόμενες «μορφωμένες τάξεις» αλλά και σε ανθρώπους όλων των κοινωνικών στρωμάτων (χρειάζεται να προσθέσω κι άλλα απ’ αυτόν τον εκτενέστατο κατάλογο;), είναι περιέργως παράταιρο ότι τα ιδιόρρυθμα στοιχεία ποικίλων πολιτισμικών μορφωμάτων αποκτούν τώρα μια σημαντικότητα στον ακαδημαϊκό λόγο που σπανίως κατείχαν στο παρελθόν. Αυτός ο ρηματικός λόγος μπορεί να είναι ένας τρόπος παράκαμψης της εξαιρετικά αναγκαίας εξέτασης των προκλήσεων που θέτουν οι πρόσφατες καπιταλιστικές εξελίξεις, και αντ’ αυτής διεξάγεται μια μυστικοποίηση με μπουρδουκλωμένες συζητήσεις που γεμίζουν πυκνογραμμένους ακαδημαϊκούς τόμους και, ειδικά στην περίπτωση του Φουκώ και του μεταμοντερνισμού, γίνονται ένας τρόπος ικανοποίησης των «φαντασιακών» εγωκεντρικών ατόμων, για τα οποία το σπρέι για γκραφίτι έχει γίνει το κατ’εξοχήν όπλο επιλογής τους με το οποίο θα επιτεθούν στο καπιταλιστικό σύστημα και το στυλ κουρέματος αλά Μοϊκανός ο καλύτερος τρόπος για να προσβάλλουν τον καθωσπρεπισμό της μικροαστικής τάξης.

(…)Δεδομένης της ασυμφωνίας ανάμεσα σ’ αυτό που ορθολογικά θα όφειλε να είναι και σ’ αυτό που τώρα υπάρχει, ο ορθός λόγος μπορεί να μην ενσαρκωθεί αναγκαιοκρατικά σε μια ελεύθερη κοινωνία. Αν και όταν το βασίλειο της ελευθερίας φτάσει ποτέ στην πιο εκτεταμένη μορφή του, στο μέτρο που μπορούμε να την οραματιστούμε, και αν ποτέ η ιεραρχία, οι τάξεις, η κυριαρχία και η εκμετάλλευση καταργηθούν, θα ήμαστε υποχρεωμένοι να εισέλθουμε σ’ αυτό το βασίλειο μόνο ως ελεύθερα όντα, ως αληθινά έλλογα, ηθικά και συμπάσχοντα «γνωστικά ζώα», με την ύψιστη διανοητική εποπτεία και ηθικά κανοναρχούμενη ακεραιότητα, όχι σαν κτήνη εξαναγκασμένα για κάτι τέτοιο από την αδυσώπητη αναγκαιότητα και τον φόβο. Το αίνιγμα των καιρών μας είναι αν οι σημερινοί σχετικιστές θα μας έχουν εξοπλίσει διανοητικά και ηθικά για να περάσουμε σ’ αυτό το πιότερο εκτεταμένο βασίλειο της ελευθερίας. Δεν μπορούμε απλά να οδηγηθούμε σε μεγαλύτερη ελευθερία από τυφλές δυνάμεις που αποτυγχάνουμε να κατανοήσουμε, όπως υπαινίχθηκαν οι μαρξιστές, κι ακόμη λιγότερο από σκέτες προαιρέσεις που δεν έχουν έρεισμα σε τίποτα περισσότερο από ένα «φαντασιακό», από «ένστικτα» ή λιβιδικές «επιθυμίες».

Οι σχετικιστές της εποχής μας θα μπορούσαν να παίξουν έναν υποχθόνιο ρόλο εάν επέτρεπαν στο «ευφάνταστο» να διαρρήξει την επαφή μας με τον αντικειμενικό κόσμο. Διότι με την απουσία ορθολογικών αντικειμενικών κριτηρίων συμπεριφοράς, η φαντασία μπορεί να καταστεί τόσο δαιμονική, όσο απελευθερωτική μπορεί να είναι όταν υφίστανται τέτοια κριτήρια∙ εξ ου και η ανάγκη για διαπαιδαγωγημένη αυθορμησία – και μια στοχαζόμενη φαντασία. Τα ενθουσιώδη γεγονότα του Μάη- Ιούνη του 1968, με το σύνθημα «Η Φαντασία στην Εξουσία!», ακολουθήθηκαν μερικά χρόνια αργότερα από μια έκρηξη δημοτικότητας του μηδενιστικού μεταμοντερνισμού και μεταστρουκτουραλισμού στην ακαδημία, από μια ανούσια μεταφυσική της «επιθυμίας» και ένα απολίτικο κάλεσμα για «φαντασία» τροφοδοτούμενο από μια λαχτάρα για «αυτοπραγμάτωση». Περισσότερο από ποτέ θα επέμενα ότι πρέπει να αντιστρέψουμε το απόφθεγμα του Νίτσε πως «Όλα τα δεδομένα είναι ερμηνείες» και να απαιτήσουμε όλες οι ερμηνείες να είναι ριζωμένες σε «δεδομένα», δηλαδή στην αντικειμενικότητα. Πρέπει να αναζητήσουμε ευρύτερες ερμηνείες του σοσιαλισμού απ’ αυτές που περιχαράκωσαν τα σοσιαλιστικά ιδεώδη σε μια επιστήμη και έπνιξαν τα κινήματά του σε αυταρχικούς θεσμούς. Σε μια εποχή που ταλαντευόμαστε ανάμεσα στον Πολιτισμό και τη βαρβαρότητα, οι σύγχρονοι απόστολοι της ανορθολογικότητας, σ’ όλες τις ποικίλες εκδοχές τους, είναι οι χθόνιοι δαίμονες ενός ερεβώδους κόσμου που ήρθαν στη ζωή, όχι για να αναλύσουν λογικά τα προβλήματα της ανθρωπότητας αλλά για να επιφέρουν μια αποκαρδιωτική αποκήρυξη του ρόλου της ορθολογικότητας στην Ιστορία και στις ανθρώπινες υποθέσεις. Η ανησυχία μου σήμερα έγκειται, όχι στην απουσία επιστημονικών «εχέγγυων» πως μια ελευθεριακή σοσιαλιστική κοινωνία θα εμφανιστεί – αυτήν, στην ηλικία μου, δεν θα έχω ποτέ το προνόμιο να τη δω – αλλά στο εάν έστω θα αγωνιστούν κάποιοι γι’ αυτήν, σε μια περίοδο τόσο απελπιστική και παρηκμασμένη.

Επιλεγμένα αποσπάσματα από το Ιστορία, Πολιτισμός, και Πρόοδος:
Περίγραμμα μιας Κριτικής του Σύγχρονου Σχετικισμού
του Murray Bookchin

σε μετάφραση Θοδωρή Βελισσάρη και Γιώργου Δαρεμά

Πηγή

 

Tags: , , , , , , , , ,

Leave a comment

 

Discover more from + -

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading